Κωνσταντίνος Λάππας
Προσπάθεια της κυβέρνησης να αφήσει εκτός δημόσιας συζήτησης την ύφεση που φαίνεται έτοιμη να πλήξει την παγκόσμια και φυσικά την ελληνική οικονομία, βλέπει μιλώντας στο tvxs.gr ο οικονομολόγος και διδάσκων στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, Νίκος Στραβελάκης. Εξηγεί γιατί η ανάπτυξη 7% που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο του 2022 δεν αποτυπώνει κατά την γνώμη του την αλήθεια της ελληνικής οικονομίας.
Με τα επιτόκια δανεισμού των χωρών του ευρωπαϊκού νότου να έχουν πάρει την ανιούσα και της Ελλάδας να επιστρέφει στο ύψος του Ιανουαρίου του 2019, ο συνομιλητής μας σημειώνει πως η άνοδος αυτή είναι αλληλένδετη με τον πληθωρισμό. Υποστηρίζει πως απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για την δραστική μείωση των τιμών, πρωτίστως στην ενέργεια, ώστε να ελαφρυνθούν οι πολίτες και να περάσει ένα θετικό μήνυμα στους δυνητικούς επενδυτές.
Ακολουθεί η συνέντευξη με τον οικονομολόγο και διδάσκοντα στο Οικονομικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κο. Στραβελάκη.
Πώς αξιολογείτε την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού στα ελληνικά ομόλογα;
Είναι προφανές ότι βαδίζουμε προς μια παγκόσμια ύφεση όπου ειδικά για μία ταλαιπωρημένη οικονομια όπως η ελληνική, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνη. Τα επιτόκια ανεβαίνουν και έτσι πιέζονται τα ήδη χαμηλά περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους αποδυναμώνουν περαιτέρω τις ήδη αδύναμες επενδύσεις. Όλα αυτά οδηγούν σε σημαντική επιδείνωση των δεδομένων της οικονομίας.
Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου είναι πλέον στο 4,6% και το spread (σ.σ η διαφορά με το γερμανικό ομόλογο) πλησιάζει στο 3%. Πρόκειται για στοιχεία σημαντικής επιδείνωσης για την ελληνική οικονομία. Εάν το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου περάσει το 5%, οι επιχειρήσεις θα δανείζονται με πάνω από 10%. Και φυσικά, με 11% πληθωρισμό, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι άμεσα αναστρέψιμη.
Πώς μιλάμε για ύφεση ενώ ανακοινώθηκε ανάπτυξη 7% για το α’ τρίμηνο;
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα έχουμε τελικά μεγέθυνση της οικονομίας το 2022. Καταρχάς το α’ τρίμηνο του 2021 σε σύγκριση με το οποίο προκύπτει η μεγέθυνση 7%, δεν προσφέρεται για συγκρίσεις αφού τότε ίσχυαν περιοριστικά μέτρα. Πιο πρόσφορο είναι το δ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Για το λόγο αυτό επιστρατεύτηκαν τα «Greek statistics». Συγκεκριμένα, το πραγματικό ΑΕΠ σε τιμές 2015 του α’ τριμήνου του 2022 είναι 43,8 δις ευρώ, το αντίστοιχο μέγεθος του δ’ τριμήνου του 2021 είναι 45,9 δις. Με άλλα λόγια το ΑΕΠ εμφανίζει μείωση 4,5% και όχι αύξηση 2,3%, όπως λέει η στατιστική υπηρεσία.
ΠΗΓΗ: ΕΛΣΤΑΤ «Τριμηνιαίοι Εθνικοί Λογαριασμοί», σελ. 6, πίνακας 4 «Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία)»
Πώς έγινε αυτό το μαγικό; Οι φωστήρες της ΕΛΣΤΑΤ αποφάσισαν ότι ναι μεν το καταγεγραμμένο ΑΕΠ του α’ τριμήνου 2022 είναι 43,8 δις αλλά το «εποχικά αναπροσαρμοσμένο» ΑΕΠ του ιδίου διαστήματος είναι 47,2 δις, ούτε λίγο ούτε πολύ 7,7% υψηλότερο. Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η διαφορά «προσαρμοσμένων» και «μη προσαρμοσμένων» στοιχείων στην Ευρωζώνη το ίδιο διάστημα είναι κατά μέσο όρο 1,5%. Η παρουσίαση των στοιχείων του α’ τριμήνου είναι απλά ένας τρόπος να καθυστερήσει για κάποιους μήνες η επίσημη παραδοχή της όξυνσης της κρίσης που συζητιέται ήδη παγκοσμίως, μήπως και εν τω μεταξύ γίνουν εκλογές.
Ήδη κάποιοι μιλούν για συνθήκη που θυμίζει το 2009, την περίοδο πριν την είσοδο στα μνημόνια. Εκεί βρισκόμαστε;
Ναι, αλλά με διαφορετικούς όρους. Τότε υπήρχε μια διεθνής ύφεση όπου είχαν καταρρεύσει οι αγορές χρήματος. Στη σημερινή συνθήκη έχουμε πληθωρισμό. Έχουμε ένα φαινόμενο πολύ πιο δομικό και άρα πιο δύσκολο να αναστραφεί.
Ποιό είναι ένα καλό και ποιο ένα κακό σενάριο;
Στο καλό σενάριο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα «κρατήσει» την Ελλάδα επειδή αναγκαστικά θα στηρίξει την Ιταλία, η οποία είναι «πολύ μεγάλη για να πέσει». Δεν μπορεί να υιοθετήσει διαφορετική στάση απέναντι σε δύο κράτη-μέλη. Δεν ξέρω αν αυτό θα γίνει με συνέχιση της αγοράς ομολόγων ή με κάποιου είδους κάλυψη στις διεθνείς χρηματαγορές.
Στο κακό σενάριο, η κατάσταση θα μείνει ως έχει μέχρι την αξιολόγηση του δημοσίου χρέους τον Μάρτιο του ‘23 όπου και ενδέχεται να προκύψει, εάν δεν υπάρχουν οι καταλληλες πολιτικές ισορροπίες, ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Τα σχέδια επί χάρτου της κυβέρνησης για πλεονάσματα της τάξης του 4% για το 2024, το 2025 και το 2026 που θα καθιστούσαν βιώσιμο το χρέος έχουν εκπονηθεί με πολύ χαμηλά επιτόκια και όχι με αυτά που βλέπουμε ήδη να διαμορφώνονται.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει το ζήτημα της κάλυψης των ταμειακών αναγκών για το τρέχον έτος. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν η κυβέρνηση επιλέξει να βγει με αυτά τα επιτόκια στις αγορές ή θα τραβήξει επιπλέον χρήματα από το «μαξιλάρι». Είναι σαφές πως αν προχωρήσει σε σημαντική απομείωση του μαξιλαριού μέσα στο 2022, αυτό θα σημάνει ανάγκες άντλησης μεγαλύτερων ποσών από τις αγορές το 2023, καθώς το μαξιλάρι δεν είναι ανεξάντλητο.
Πώς συνδέεται ο πληθωρισμός με την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού;
Από τον 19ο αιώνα γνωρίζουμε ότι υψηλές τιμές πάνε μαζί με υψηλά επιτόκια. Το επιτόκιο είναι μία τιμή. Αυτό στην ελληνική πραγματικότητα μεταφράζεται σε άμεση ανάγκη παρεμβάσεων ώστε να πέσουν οι τιμές στην ενέργεια. Με την τιμή του ρεύματος στα 280 ή και στα 250 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δεν μπορεί να προχωρήσει η οικονομία. Οι λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να έχουν τεθεί σε λειτουργία. Επίσης η τιμή του πετρελαίου είναι αδικαιολόγητα υψηλή. Πρέπει να μπουν πλαφόν στις τιμές των προϊόντων. Αν η κυβέρνηση δεν κάνει τα προφανή, όποια άλλη συζήτηση είναι περιττή.
Ενώ έχουμε μια κυβέρνηση που δηλώνει φιλελεύθερη και χαράσσει πολιτικές με βάση τις επιταγές της αγοράς, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι αγορές δεν πείθονται και ανεβάζουν τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων;
Θα απαντήσω κάπως διαφορετικά. Με τις τιμές της ενέργειας στα ύψη, ποιός θα έρθει να επενδύσει τώρα στην Ελλάδα; Γιατί κάποιος να πληρώσει για ρεύμα δύο φορές περισσότερο από αλλού; Επίσης το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξάνεται συνεχώς εξαιτίας των τιμών της ενέργειας και αυτό με τη σειρά του περνάει το μήνυμα ότι θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στις τιμές. Ποιός θα εμπιστευθεί την ελληνική οικονομία υπό αυτές τις συνθήκες;