Του Liam Denning
Παρόλο που η Ρωσία και οι δυτικές χώρες αποφεύγουν έναν πόλεμο με πραγματικά πυρά για την Ουκρανία, έχουν ήδη εισέλθει σε έναν ενεργειακό πόλεμο. Οι αρχικές αψιμαχίες έχουν τη μορφή επιλεκτικών διακοπών ενεργειακών ροών και επιβολής κυρώσεων στη ρωσική προσφορά. Ωστόσο, υπάρχει ένα διακριτό χάσμα μεταξύ της ρητορικής του πολέμου και της realpolitik της ενεργειακής διπλωματίας – ένα χάσμα που η Ρωσία θα εκμεταλλευτεί και που η Δύση πρέπει να βρει έναν τρόπο να κλείσει.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο-ανάλυσή του στους New York Times, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έγραφε ότι το να είμαστε στο πλάι της Ουκρανίας και να κάνουμε τη Ρωσία να πληρώσει “βαρύ τίμημα” είναι ζωτικό εθνικό συμφέρον των Αμερικανών, εν μέρει επειδή εάν δεν το κάνουμε:
“… θα θέσoυμε σε κίνδυνο την επιβίωση των υπόλοιπων ειρηνικών δημοκρατιών. Και θα μπορούσε κάτι τέτοιο να σηματοδοτήσει το τέλος μιας διεθνούς τάξης πραγμάτων βασισμένης σε κανόνες και να ανοίξει την πόρτα στην επιθετικότητα αλλού, με καταστροφικές συνέπειες σε όλο τον κόσμο”.
Ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, σε ομιλία του τον περασμένο μήνα για τον εορτασμό του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνέδεσε ρητά τον σημερινό πόλεμο με εκείνη την σύγκρουση, λέγοντας ότι “δεν πρέπει να υπάρξει μια ειρήνη του νικητή υπαγορευμένη από τη Ρωσία”. Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Mateusz Morawiecki προειδοποιεί ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες “έχουν ξεχάσει το μάθημα που έδωσε η συμφωνία του Μονάχου του 1938”. Με λίγα λόγια, πρόκειται για υπαρξιακό ζήτημα για τη Δύση.
Ανάγκη ο ενεργειακός “στραγγαλισμός” της Ρωσίας
Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έχουν παράσχει ζωτικής σημασίας στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία. Χωρίς όμως μια άμεση δυτική στρατιωτική επέμβαση, μια ήττα της Ρωσίας σημαίνει στραγγαλισμό των πόρων της. Κι αυτό σημαίνει να αντιμετωπίσουμε την εξάρτηση του κόσμου από τους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας, ειδικά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριό της. Ως έχει η κατάσταση, παρά τις μέχρι σήμερα κυρώσεις, οι υψηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων σημαίνουν ότι η πολεμική μηχανή της Ρωσίας κερδίζει περισσότερα χρήματα σε σχέση με πέρυσι.
Ο Μπάιντεν ξεκινούσε την ανάλυσή του λέγοντας ότι “η εισβολή για την οποία ο Βλάντιμιρ Πούτιν πίστευε ότι θα διαρκούσε λίγες ημέρες έχει τώρα εισέλθει στον τέταρτο μήνα της”. Θα μπορούσε να είχε αντικαταστήσει τις λέξεις “Βλαντιμίρ Πούτιν” με ένα “όλοι” και να ήταν εξίσου ακριβής. Η Ουκρανία αναμενόταν να καταρρεύσει και μάλιστα γρήγορα. Προφανώς, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα είχαν απαντήσει με σκληρά λόγια, περισσότερες κυρώσεις και ενίσχυση της άμυνας της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι θα είχαν επιβάλει κυρώσεις στη ρωσική ενέργεια με ουσιαστικό τρόπο, λόγω των επιφυλάξεων στις οποίες αναφέρθηκε ο Σολτς:
“Δεν θα κάνουμε τίποτα που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά σε εμάς και στους εταίρους μας απ’ ό,τι στη Ρωσία”.
Αυτό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, είναι λίγο πολύ αυτό που θα έκαναν οι σαρωτικές κυρώσεις ενάντια στους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα της Ουκρανίας και η ρωσική βαρβαρότητα έχουν καταστήσει αναπόφευκτες τις ενεργειακές κυρώσεις. Οι πιο σημαντικές συμφωνήθηκαν από την ΕΕ νωρίτερα αυτό τον μήνα, μετά από πολλές διαφωνίες.
Το φυσικό αέριο έμεινε εκτός – η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της προμήθειας της Ευρώπης – και οι κυρώσεις όσον αφορά το πετρέλαιο είναι προσεκτικά “ζυγισμένες”: οι εισαγωγές αργού πετρελαίου με πλοία θα έχουν απαγορευθεί πλήρως σε έξι μήνες από τώρα και εκείνες των προϊόντων διύλισης σε οκτώ μήνες. Ωστόσο το αργό πετρέλαιο το οποίο παραδίδεται μέσω αγωγών – περίπου το ένα πέμπτο των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου στην Ευρώπη – εξαιρείται. Λίγες χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Κροατία, λαμβάνουν εξαίρεση για ορισμένα προϊόντα. Οι δυνητικά εκτεταμένες απαγορεύσεις για την παροχή ασφάλισης σε πλοία τα οποία μεταφέρουν ρωσικά βαρέλια δεν ισχύουν πριν από τον Δεκέμβριο του 2022.
Καθώς τα ενεργειακά διαζύγια προχωρούν, πρόκειται περισσότερο για προσπάθεια συνειδητής αποσύνδεσης. Ωστόσο, δεν είναι προς το συμφέρον του Πούτιν να παίξει τον ρόλο του εταίρου με κατανόηση. Υποθέτοντας ότι επιφυλάσσει μια μακρά εκστρατεία φθοράς, ο πρόεδρος της Ρωσίας χρειάζεται η Ευρώπη και οι ΗΠΑ να κουραστούν γρήγορα από αυτόν τον πόλεμο και τις κακουχίες του. Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας αποτελούν ήδη πολιτικό βαρίδι για τους ηγέτες των χωρών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η μονομερής διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού από πλευράς Μόσχας θα ήταν τρέλα, εάν ανησυχεί κανείς πραγματικά για τη μακροπρόθεσμη υγεία της ενεργειακής βιομηχανίας και της οικονομίας της Ρωσίας. Ωστόσο ο Πούτιν παίρνει τώρα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής από τον Μεγάλο Πέτρο – τον πρώτο Ρώσο αυτοκράτορα, αν αυτό σας λέει κάτι – επομένως η οικονομία δεν είναι το κύριο μέλημά του.
Αντίθετα, διχάζει τη Δύση τόσο στο εσωτερικό της όσο και απέναντι στην Ουκρανία με κάθε δυνατό μέσο. Καθώς ο πόλεμος αργεί και ο επόμενος χειμώνας πλησιάζει, ο πειρασμός και η ικανότητα του Πούτιν να ανατρέπει την σχεδιασμένη πορεία κινήσεων της ΕΕ θα ενισχύονται. Η όχι και τόσο μυστηριώδης περικοπή των αποθεμάτων φυσικού αερίου που ελέγχονται από τη Ρωσία στην Ευρώπη του περασμένου έτους και οι επακόλουθες αυξήσεις τιμών παρέχουν ένα πρότυπο προς επέκταση. Πέρα από την ενέργεια, η Ρωσία κραδαίνει επίσης πραγματικές απειλές για άλλες ζωτικής σημασίας εφοδιαστικές αλυσίδες, από τα σιτηρά έως τα βιομηχανικά αέρια.
Εάν αυτός ο αγώνας είναι πραγματικά τόσο υπαρξιακός όσο αναφέρεται σε άρθρα και σε ομιλίες – και πιστεύω ότι είναι – τότε η προσέγγισή μας στην ενεργειακή διάσταση των ζητημάτων πρέπει να είναι ανάλογη. “Υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την τήρηση αυτών των θεμελιωδών αρχών”, όπως το θέτει η Helima Croft, επικεφαλής της παγκόσμιας στρατηγικής εμπορευμάτων της RBC Capital Markets.
Μέτρα πολεμικής οικονομίας
Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη εμπλέκονται ανοικτά σε αυτόν τον πόλεμο και έχουν εκτεταμένους πολεμικούς στόχους, ακόμη κι αν δεν πατούν τη σκανδάλη. Και ενώ οι μάχες είναι συγκεντρωμένες σε έναν περιορισμένο τόπο, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της Ρωσίας καθιστούν το πρόβλημα τόσο παγκόσμιο που, εάν η Δύση εννοεί σοβαρά όσα λέει, θα μπορούσε να απαιτεί το είδος των μέτρων που σχετίζεται με την πολεμική οικονομία.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ισχυρή κρατική παρέμβαση. Έχουμε ήδη δει σημάδια ότι ο Μπάιντεν κινείται με αυτόν τον τρόπο, με τη διπλωματική του ώθηση να κατευθύνει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο προς την Ευρώπη και τη σχεδόν βέβαιη υποχώρησή του από την κριτική προς το Ριάντ προκειμένου να φέρει περισσότερα βαρέλια αργού του OPEC στην αγορά. Η χρήση του νόμου για την αμυντική παραγωγή προκειμένου να ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή κρίσιμων ορυκτών και να ξεκολλήσει τις εισαγωγές ηλιακών πάνελ στις ΗΠΑ, αν και δεν συνδέονται άμεσα με την κρίση στην Ουκρανία, υποδηλώνουν επίσης την προθυμία του να παρέμβει πιο δυναμικά.
Όλα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν κάτι περισσότερο από απλές προσπάθειες για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, η οποία είναι ένα από τα ασφαλέστερα μακροπρόθεσμα στρατηγικά ενεργειακά όπλα κατά της Ρωσίας που διαθέτουν οι ΗΠΑ. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την ενθάρρυνση μεγαλύτερης παραγωγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων καυσίμων στο εσωτερικό ή σε φιλικές χώρες, ώστε να εκτοπιστεί όσο το δυνατόν περισσότερη ρωσική παραγωγή.
Η εξισορρόπηση αυτής της βραχυπρόθεσμης ανάγκης με τους στόχους απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα είναι δύσκολη, επειδή απαιτεί από τις εταιρείες να επενδύσουν σήμερα σε περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να μην χρησιμοποιηθούν πλήρως στο μέλλον. Οι κεφαλαιαγορές δεν θα το δεχτούν αυτό χωρίς το κράτος να αναλάβει μέρος του κινδύνου. Μια τέτοια παρέμβαση θα απογοήτευε τους περιβαλλοντιστές, ωστόσο θα μπορούσε να δομηθεί έτσι ώστε να ενθαρρύνει πηγές ενέργειας μικρότερου κύκλου όπως ο σχιστόλιθος ή να συνοδεύεται από προϋποθέσεις για επαναχρησιμοποίηση των υποδομών που θα δημιουργηθούν για σκοπούς συμβατούς με την ενεργειακή μετάβαση σε μια πορεία χρόνου.
Θυσίες και συμβιβασμοί
Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να συμβεί, ωστόσο, αν δεν αναγνωριστεί ανοιχτά ότι η έκτακτη ανάγκη στις αγορές ενέργειας απαιτεί θυσίες και συμβιβασμούς.
Οι προοδευτικοί θα κληθούν να “καταπιούν” μέτρα για την υποστήριξη των γεωτρήσεων. Οι συντηρητικοί θα κληθούν να αποδεχθούν όρους οι οποίοι σχετίζονται με το κλίμα. Και η θυσία μπορεί επίσης να επεκταθεί στην πλευρά της ζήτησης. Οι υψηλότερες τιμές ασκούν ήδη πίεση, ωστόσο οι ενισχυμένες κυρώσεις και οι πραγματικές περικοπές της ρωσικής προσφοράς μπορεί τελικά να απαιτήσουν περιορισμό της ζήτησης ή νέες ντιρεκτίβες για τον περιορισμό της, τουλάχιστον όσον αφορά την Ευρώπη.
Αυτό είναι φυσικά το τελευταίο πράγμα που θέλει να ακούει οποιοσδήποτε πρόεδρος των ΗΠΑ ο οποίος θέλει να αποκρούει τις συγκρίσεις με τον Τζίμι Κάρτερ. Ωστόσο, όταν έχετε καταστήσει την αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατιών και απολυταρχιών καθοριστική αρχή της προεδρίας σας και τώρα έχετε εμπλακεί σε μια πραγματική σύγκρουση για να υπερασπιστείτε μια δημοκρατία από μια μεγάλη απολυταρχία, τέτοια ενδεχόμενα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη.
Ο Jason Bordoff, ιδρυτικό μέλος του Δ.Σ. του Columbia Center on Global Energy Policy, έγραψε πρόσφατα ένα εξαίσιο άρθρο στο Foreign Affairs σχετικά με το “πώς οι κυβερνήσεις θα μεταμορφώσουν τις αγορές ενέργειας”, καθώς επιδιώκουν να εξισορροπήσουν τους κλιματικούς στόχους με την ασφάλεια. Όταν τον ρώτησα για την απόσταση μεταξύ της σκληρής γλώσσας του πολέμου και της πιο προσεκτικής εφαρμογής της ενεργειακής πολιτικής, σημείωσε μια παρόμοια δυναμική όσον αφορά την κλιματική αλλαγή: “Αν πιστεύαμε πραγματικά ότι ήταν υπαρξιακή, θα σκεφτόμασταν διαφορετικά για το τι θα ήμασταν έτοιμοι να θυσιάσουμε για χάρη της αντιμετώπισής της”.
Όπως και με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, παρόλο που η πλειονότητα των πολιτών στη Δύση υποστηρίζει την Ουκρανία, παραμένει ασαφές πόσο προσωπικό κόστος, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στη συμπεριφορά, είναι διατεθειμένοι να δεχθούν για να την στηρίξουν. Ο Πούτιν στοιχηματίζει ότι η υποστήριξή τους θα αποδειχθεί εφήμερη. Εξίσου ασαφές, ωστόσο, είναι εάν αυτή η υπόθεσή του θα τον δελεάσει σε ένα είδος δραματικής κλιμάκωσης που θα σκληρύνει την αποφασιστικότητά τους.