Toυ Τάσου Δασόπουλου
Μικρότερο μέγεθος αγοράς, χαμηλότερος ανταγωνισμός λόγω του μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων και μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές είναι οι τρεις αιτίες για τις οποίες η Ελλάδα είχε την τέταρτη μεγαλύτερη επιτάχυνση εντός Ε.Ε. στον πληθωρισμό της σε έναν χρόνο.
Η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο ήταν πολύ μεγάλη. Σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά περίπου 12% μέσα σε έναν χρόνο φτάνοντας στο τέλος Μαΐου στο 10,7% από -1,2% που ήταν τον Μάιο του 2021 σύμφωνα με την τελευταία πρόβλεψη της Eurostat. Μεγαλύτερη επιτάχυνση από την Ελλάδα είχαν μόνο η Εσθονία (16,9%), η Λιθουανία (15%) και η Λετονία (13,8%) ενώ τη χαμηλότερη αύξηση στον πληθωρισμό είχε η Μάλτα (5,4%) η οποία είχε τον Μάιο και τον χαμηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη με 5,6%.
Όλα αυτά ενώ η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που είχε αρνητικό πληθωρισμό τον Μάιο του 2021, την ώρα που η Ε.Ε. κατέγραφε ήδη πληθωρισμό 2,3% και η Ευρωζώνη 2%. Έναν χρόνο μετά, η χώρα μας εμφανίζει τον υψηλότερο πληθωρισμό και τη μεγαλύτερη αύξηση ανάμεσα στις χώρες του λεγόμενου “Ευρωπαϊκού Νότου”. Ειδικότερα, η γειτονική Ιταλία είχε το ίδιο διάστημα αύξηση του πληθωρισμού της κατά 6,1% ξεκινώντας από το 1,2% τον Μάιο του 2021 και φτάνοντας στο 7,3% τον περασμένο μήνα.
Η Ισπανία είχε αύξηση 6,1% φτάνοντας τον Μάιο στο 8,5% από 2,4% τον Μάιο του 2021. Η Πορτογαλία είχε το ίδιο διάστημα αύξηση του πληθωρισμού της κατά 7,6% φτάνοντας τον Μάιο στο 8,1% από 0,5% τον ίδιο μήνα του 2021. Η Γαλλία, ο ισχυρότερος εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Νότου με τη γεωγραφική του έννοια, είχε αύξηση 4%, φτάνοντας τον Μάιο στο 5,8% από 1,8% που ήταν τον ίδιο μήνα του 2021. Από την άλλη πλευρά η Γερμανία είχε αύξηση του πληθωρισμού της σε έναν χρόνο κατά 6,3% στο 8,7% τον Μάιο από 2,4% που είχε τον Μάιο του 2021.
Στις κοινές αιτίες της ανόδου περιλαμβάνονται ο τετραπλασιασμός της τιμής του φυσικού αερίου, η εκτόξευση της τιμής του αργού πετρελαίου πάνω από 110 δολάρια το βαρέλι, η διατήρηση των προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας και η αύξηση πολλών από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί κυρίως η βιομηχανία. Τα φαινόμενα αυτά εντοπίστηκαν λίγους μήνες μετά το άνοιγμα των οικονομιών και της άρσης των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία και οδήγησε σε μια κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για καύσιμα και πρώτες ύλες σε όλο τον κόσμο , την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η προσφορά. Στην επιτάχυνση του πληθωρισμού συνέβαλε και η αύξηση των τιμών στις μεταφορές από τη θάλασσα και τον αέρα. Το δυσμενές σκηνικό που είχε δημιουργήσει από το τέλος του 2021 ήρθε να επιτείνει το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Η εισβολή της Ρωσίας ήρθε να δημιουργήσει προβλήματα στην ενεργειακή επάρκεια της Ε.Ε. και να προσθέσει στις ήδη υφιστάμενες ελλείψεις και αυτή των δημητριακών.
Τα ειδικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας
Τα ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία συνέβαλλαν στη ραγδαία άνοδο του πληθωρισμού στην Ελλάδα αφορούν τη διάρθρωση της οικονομίας και τη μεγάλη εξάρτησή της από τις εισαγωγές προϊόντων και πρώτων υλών.
Σύμφωνα με αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ, η μεγάλη επιτάχυνση του πληθωρισμού αφορά το μικρό μέγεθος της αγοράς που δεν επιτρέπει μια καλύτερη διαμόρφωση των τιμών, για τα εισαγόμενα τελικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Μεγάλο ρόλο παίζει, επίσης, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι “εισαγωγική” οικονομία. Μπορεί οι ελληνικές εξαγωγές να σημειώνουν αλματώδη αύξηση από το 2019, αλλά παραμένει το γεγονός ότι η αξία των εξαγωγών είναι σχεδόν η μισή από την αξία των εισαγωγών. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι για το τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου η αξία των εξαγωγών έφτασε στα 8,8 δισ. ευρώ ενώ οι εισαγωγές έφτασαν τα 13,8 δισ. ευρώ. Το πρώτο αρνητικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι σε συνθήκες εισαγόμενου πληθωρισμού, όπως αυτήν που διανύουμε, οι άμυνες της οικονομίας είναι χαμηλές.
Η δεύτερη αιτία είναι ότι η οικονομία βασίζεται στην ουσία σε περίπου 850.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό καθιστά την πραγματική οικονομία αδύναμη στο να απορροφήσει ένα μέρος έστω των εισαγόμενων αυξήσεων των προϊόντων. Αυτό μπορεί να γίνει –και πάλι μέχρι ενός σημείου– στις αλυσίδες και τις περίπου 1.000 μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που καθιστά την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες της Ε.Ε. είναι ότι διατηρεί μια σχετικά υψηλή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα (περίπου 40% ) πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εισάγει σχετικά αναλογικά μεγαλύτερες ποσότητες αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου για να καλύψει τις ανάγκες της. Φέτος οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου αναμένεται να ξεπεράσουν σε ύψος τα 40 δισ. ευρώ. Με βάση τη Eurostat τα ενεργειακά προϊόντα κατέγραφαν τον Μάιο άνοδο κατά 39,2% σε μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αύξηση αυτή αναγόμενη στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα εξακοντίζει την αύξηση για τα προϊόντα ενέργειας στο 75%-80%. Αυτή, άλλωστε, είναι και η βασική αιτία, για την οποία, αυτό το διάστημα, ο εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή είναι υψηλότερος από 0,8% έως 1% από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή για την Ελλάδα.
Οι προοπτικές
Από την άλλη, όμως, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές του ΥΠΟΙΚ, επειδή η αιτία του υψηλού πληθωρισμού είναι εισαγόμενη, την ταχεία αύξηση των τιμών, μόλις ομαλοποιηθούν οι συνθήκες της αγοράς, θα ακολουθήσει μια ταχεία υποχώρηση του πληθωρισμού.
Στην κατεύθυνση της αύξησης της ανθεκτικότητας της αγοράς θα βοηθήσει η σωστή ολοκλήρωση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και της επέκτασής του με τη μορφή του εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο του RepowerEU που ανακοινώθηκε πρόσφατα από την πρόεδρο της Επιτροπής κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η ολοκλήρωση των έργων ως τα μέσα του 2026 θα βοηθήσουν στην επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης και κατά συνέπεια της μείωσης –έως ελαχιστοποίησης– της εξάρτησης της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας αλλά των υπόλοιπων χωρών παραγωγών.