Βασίλης Μηνακάκης
Οι ΗΠΑ και άλλοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί της Δύσης έχουν οφέλη από την όξυνση του ανταγωνισμού με τη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά προκαλούνται και σοβαρά προβλήματα σε τμήματα του κεφαλαίου ή και συνολικά σε ΗΠΑ και Δύση. Οι αντιφάσεις εντός του ίδιου καπιταλιστικού σχηματισμού δεν πρέπει να υποτιμούνται.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μείζονος σημασίας γεγονός, που θα αλλάξει πολλά — ποια, πόσα, πώς και σε όφελος τίνος, θα χρειαστεί χρόνος να φανεί. Δεν προσφέρουν κάτι, συνεπώς, οι βιαστικές προβλέψεις ούτε η επανάληψη γενικά σωστών μαρξιστικών θέσεων. Απαιτείται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, βαθύτερη προσέγγιση των τάσεων που οδήγησαν στον πόλεμο και ανάλογη ανίχνευση των αντιφάσεων που αυτός αποκαλύπτει και πυροδοτεί. Αντιφάσεων που η όποια επίλυσή τους –ως αποτέλεσμα συνειδητών και μη ενεργειών εντός ενός άναρχου ανταγωνιστικού συστήματος– θα οδηγήσει σε κάποια αποκρυστάλλωση. Γιατί ο πόλεμος αποτελεί όλο και πιο συχνά «στιγμή» της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας, δεν μπορεί να είναι όμως ο κανόνας της. Επίσης, αντιφάσεων-ανταγωνισμών όχι μόνο μεταξύ των καπιταλιστικών σχηματισμών αλλά και στο εσωτερικό αρκετών από αυτούς τους σχηματισμούς. Οι αντιφάσεις-ανταγωνισμοί εντός του ίδιου καπιταλιστικού σχηματισμού δεν πρέπει να υποτιμούνται, θεωρώντας ότι μια επιλογή του συλλογικού κεφαλαιοκράτη (κράτος) εκφράζει αυτονόητα τα συμφέροντα του συνόλου των κεφαλαιοκρατών που τον έχουν ως αφετηρία και υπόσχεται κέρδη σε όλους. Κάθε άλλο παρά έτσι είναι.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις ΗΠΑ. Εργάστηκαν επί χρόνια και με σχέδιο (η νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας είναι η πιο εμφανής πλευρά του), ενίοτε δίνοντας ψευδή μηνύματα στην ουκρανική ηγεσία ότι θα την στηρίξουν και παγιδεύοντάς την, ώστε να ωθηθεί η Ρωσία σε μια ενέργεια σαν αυτή της 24ης Φεβρουαρίου. Οι ΗΠΑ θα δρέψουν οφέλη από αυτή την εξέλιξη: θα επανασυσπειρώσουν υπό την ηγεμονία τους τη Δύση, θα αναζωογονήσουν το ΝΑΤΟ, θα ισχυροποιήσουν την παρουσία του γύρω από τη Ρωσία (ακόμη και χωρίς την Ουκρανία), θα αναγκάσουν και τα άλλα μέλη του να συνεισφέρουν περισσότερο οικονομικά. Σε οικονομικό επίπεδο, θα επωφεληθούν από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ανταγωνίστριες χώρες, ενώ αρκετές εταιρείες τους από τους κλάδους του πετρελαίου και του υγροποιημένου αερίου θα σπεύσουν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης που έως τώρα καλύπτονταν από τη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες μόλις ώρες μετά τη δήλωση του Αμερικανού ΥΠΕΞ ότι μελετάται η απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου, η τιμή του αμερικανικού αργού πετρελαίου αναφοράς (WTI), εκτινάχθηκε πάνω από 9%.
Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά. Ταυτοχρόνως, το κύρος των ΗΠΑ πλήττεται μιας και αφήνουν στρατιωτικά έκθετο έναν σύμμαχό τους και να τον στηρίζουν κυρίως μέσω οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία, γεγονός που δείχνει σε όποιον σύμμαχό τους βρεθεί στο μέλλον στη θέση της Ουκρανίας ότι θα δώσει τη μάχη με τις δικές του βασικά δυνάμεις. Πλήττεται και από την αντίφαση ανάμεσα στις χθεσινές καταγγελίες προς το «αυταρχικό καθεστώς» της Βενεζουέλας και τη σημερινή σπουδή να οικοδομήσει με αυτήν σχέσεις σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο. Όταν πρόκειται για κέρδη, όλα ξεχνιούνται…
Το τίμημα για τις ΗΠΑ θα είναι και οικονομικό. Θα το πληρώσει πρώτα απ’ όλα ο αμερικανικός λαός, ο οποίος θα επωμιστεί τα βάρη των πολεμικών δαπανών και την άνοδο των τιμών στα καύσιμα, τα είδη διατροφής κ.λπ. Και θα είναι βαρύ, καθώς η παράλληλη προσπάθεια των πολυεθνικών να «κοντύνουν» τις εφοδιαστικές αλυσίδες (ώστε να περιοριστούν τα προβλήματα που αναφάνηκαν στην πανδημία και θα οξυνθούν από τον πόλεμο) θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση τις τιμής πολλών προϊόντων. Θα γίνει δε βαρύτερο με τα μέτρα κατά των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων που έχουν τοποθετηθεί στο δολάριο (ψιθυρίζεται και των κινεζικών, αν η χώρα δεν συνταχθεί με τη Δύση), που θα οδηγήσουν σε μείωση των αποθεμάτων που τοποθετούνται στο αμερικανικό νόμισμα. Όμως στη βάση της ύπαρξής τους, οι αμερικανικές τράπεζες χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και το κράτος. Μια μείωσή τους θα περιορίσει αυτή τη δυνατότητα και θα έχει σημαντικές συνέπειες.
Μια ακόμη πλευρά. Πολλές πολυεθνικές, αμερικανικές και μη, αποσύρονται από τη Ρωσία, ακολουθώντας τις επιλογές Μπάιντεν. Αυτό θα οδηγήσει σε σημαντικές κι ενδεχομένως μη αναπληρώσιμες απώλειες εσόδων. Ίσως αυτό σκέφτονται άλλες πολυεθνικές, μεταξύ των οποίων η Nestlé, η Kellogg και η «δική» μας Coca Cοla HBC (που πραγματοποιεί το 21% των πωλήσεών της σε Ρωσία και Ουκρανία), και παραμένουν στη Ρωσία. Αυτό, και την απειλή της ρωσικής κυβέρνησης ότι θα κρατικοποιήσει τις υποδομές που θα αφήσουν πίσω τους. Απώλειες θα έχουν και οι αμερικανικές τράπεζες που έχουν απαιτήσεις 14,7 δισ. δολ. στη Ρωσία.
Πέρα από τον αμερικανικό καπιταλισμό, αντίστοιχες αντιφάσεις αναδύονται και στους άλλους καπιταλισμούς της Δύσης. Η Γαλλία, λόγω των πυρηνικών εργοστασίων, βρέθηκε λιγότερο εκτεθειμένη ενεργειακά. Όμως, δύο γαλλικές τράπεζες (Société Générale, BNP Paribas) έχουν έκθεση περίπου 24 δισ. δολ. στη Ρωσία. Ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις «βιώνει» ο γερμανικός καπιταλισμός, που είχε στηρίξει την ενεργειακή του επάρκεια στη Ρωσία και ένα μέρος του οικονομικού του δυναμισμού στο ότι ήταν απαλλαγμένος από το «βαρίδι» των στρατιωτικών δαπανών και του αρκούσε μια ΕΕ ενοποιημένη οικονομικά, αλλά χωρίς αντίστοιχα βήματα πολιτικοστρατιωτικής ενοποίησης. Τώρα ο γερμανικός καπιταλισμός αναγκάζεται (πληρώνοντας σημαντικό τίμημα) να αναθεωρήσει: και να αναπροσαρμόσει τις πηγές από τις οποίες προμηθεύεται ενέργεια και να διαθέσει αυξημένα κονδύλια στον στρατιωτικό τομέα (αναθεωρώντας δόγματα δεκαετιών) και να υποστηρίξει μια ορισμένη πολιτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δύσκολο εγχείρημα, που υλοποιείται μέσα από πολλές δολιχοδρομίες, ειδικά καθώς προσπαθεί να το κάνει με τρόπο που θα προστατεύει τα δικά του συμφέροντα και ταυτοχρόνως δεν θα τον εμφανίζει απρόθυμο να συνταχθεί με την υπόλοιπη Δύση.
Κάτι τελευταίο. Καθώς στα χρέη που συσσώρευσαν τα κράτη κατά την πανδημία θα προστεθούν τα χρέη που θα δημιουργήσει η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών (στην οποία πολλά κράτη προσανατολίζονται), αναμένεται έκρηξη τόσο του συνολικού χρέους (γύρω στα 300 τρισ. δολ.) όσο και του δημόσιου (από 70% του ΑΕΠ το 2007 στις αναπτυγμένες οικονομίες έφτασε 124% στα τέλη του 2020). Αναρωτιέται κανείς: αν το 70% οδήγησε, με θρυαλλίδα την κατάρρευση της Lehman Brothers, σε μια κρίση-σταθμό, πού μπορεί να οδηγήσει το 124% (επαυξημένο μάλιστα από τα νέα χρέη της πανδημίας και των στρατιωτικών δαπανών), ιδιαίτερα στο ναρκοθετημένο από ένα πλήθος ανταγωνισμών και αντιφάσεων περιβάλλον που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και θα διαμορφωθεί μετά το τέλος του;