Ακόμη κι αν ο πόλεμος στην Ουκρανία λήξει άμεσα, οι επιπτώσεις θα συνεχιστούν για πολύ καιρό – Γιατί δεν μπορούν άμεσα χώρες όπως ο Καναδάς να καλύψουν τις ανάγκες σε ενέργεια και σιτηρά
Περαιτέρω άνοδο των τιμών στα τρόφιμα της τάξης του 20% (!) κατά μέσο όρο, σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, προβλέπουν ο ΟΗΕ και αρκετοί επιχειρηματικοί κολοσσοί ανά τον κόσμο, ακόμη κι αν ο πόλεμος στην Ουκρανία λήξει άμεσα.
Όπως όλα δείχνουν, θα χρειαστεί αρκετός καιρός από τη στιγμή που θα «σιγάσουν» τα κανόνια, όποτε αυτό γίνει, μέχρις ότου οι χώρες του δυτικού κόσμου να μπορέσουν με επάρκεια να καλύψουν τις ανάγκες τους τόσο σε επίπεδο ενέργειας, όσο και των σιτηρών (ενός απολύτως κρίσιμου παράγοντα για τον επισιτισμό των λαών τους).
Οι δυσοίωνες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εξελίξεις που έρχονται, είτε λήξει άμεσα ο πόλεμος είτε όχι, παραπέμπουν σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον. Οι επιπτώσεις τόσο από το ενεργειακό και των προβλημάτων που δημιούργησε στις μεταφορές, και όχι μόνο, όσο και η πανδημία του κορονοϊού και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αναμένεται να ενταθούν και να διαρκέσουν για αρκετό χρονικό διάστημα, προκαλώντας, λόγω του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου, μεγάλες αναταραχές στην παγκόσμια τροφική αλυσίδα.
Η πρώτη επίπτωση, που ήδη είναι εμφανής στις κοινωνίες των χωρών του δυτικού κόσμου και δη στην Ελλάδα λόγω της αναιμικής οικονομίας και των δεδομένων ολιγοπωλίων, αφορά στην αύξηση του κόστους των τροφίμων.
Οι τιμές τους, μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, θα αυξηθούν περαιτέρω (20% κατά μέσο όρο, σε επίπεδο παγκόσμιας κοινότητας) και για τον λόγο αυτό ο ΟΗΕ θεωρεί ότι απαιτείται «να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να παραμείνει ανοιχτό το διεθνές εμπόριο τροφίμων και λιπασμάτων».
«Αύξηση της πείνας σε όλο τον κόσμο» προβλέπει και ο όμιλος Eurasia, όπως και άλλοι επιχειρηματικοί κολοσσοί διεθνώς.
Γιατί στο τραπέζι βρίσκονται αυτά τα άκρως δυσοίωνα σενάρια; Η Ρωσία είναι μια από τις πιο σημαντικές χώρες εξαγωγείς πετρελαίου, φυσικού αερίου, σιταριού, λιπασμάτων, χρυσού, σίδερου, αλουμινίου, ξυλείας και άνθρακα.
Η παύση των συναλλαγών με τις χώρες του δυτικού κόσμου, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, ήδη προκαλούν ανατιμήσεις – «φωτιά» που αποτυπώνονται στα καύσιμα και όσο περνά ο καιρός γίνονται όλο και πιο εμφανείς στα τρόφιμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις (βλ. «Τελικά… λέμε το ψωμί ψωμάκι, κύριε Μητσοτάκη») ήδη αναζητούν τρόπους με τους οποίους να καλύψουν τις ανάγκες τους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες (π.χ. σιτηρά και ζωοτροφές) από άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία.
Μια ακόμη χώρα που μπορεί να βοηθήσει σε αυτή τη λύση είναι ο Καναδάς. Όμως, όλες αυτές οι λύσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν άμεσα αλλά χρειάζονται χρόνο ακόμη κι αν ο πόλεμος στην Ουκρανία λήξει άμεσα.
Αφενός, το κόστος μεταφοράς από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία είναι πολλαπλάσιο από αυτό που προκαλείται από συναλλαγές μεταξύ των κρατών της Γηραιάς Ηπείρου, αφετέρου χώρες όπως ο Καναδάς χρειάζονται προετοιμασία για να καταφέρουν να καλύψουν τις ανάγκες που προκαλούνται λόγω της παύσης των ρωσικών εξαγωγών προς τον δυτικό κόσμο.
Συγκεκριμένα, ο Καναδάς αν και μπορεί να διαθέσει φυσικό αέριο, μέχρι σήμερα δεν έχει τερματικούς σταθμούς για την εξαγωγή του και η κατασκευή τους απαιτεί χρόνο.
Όπως αναφέρουν διεθνείς αναλυτές, αν και τα επόμενα χρόνια τα ορυκτά καύσιμά του θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ορισμένα από αυτά από τη Ρωσία, σήμερα ο Καναδάς δεν είναι σε άμεση θέση να βοηθήσει.
Ακόμη και η κάλυψη σημαντικού μέρους των υφιστάμενων αναγκών σε σιτηρά είναι και θα γίνει ακριβότερη σε σχέση με τα προ πολέμου στην Ουκρανία δεδομένα, λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους αλλά και του απαιτούμενου επανασχεδιασμού σε επίπεδο παγκόσμιου εμπορίου.