Τεράστιες ζημιές σε εταιρείες χωρίς να υπολογίζεται η απώλεια από την εισαγωγή του ακριβού LNG
Παρά το γεγονός ότι οι διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μας με τη Ρωσία και την Ουκρανία δεν ήταν και οι ισχυρότερες η επιλογή της κυβέρνησης Κ.Μητσοτάκη για επιβολή κυρώσεων θα έχει μεγάλο πλήγμα που μπορεί να αγγίξει το 3% του ΑΕΠ!
Και εννοείται μιλάμε για τις επιχειρήσεις γιατί αν προστεθεί η ζημιά της απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο και προμήθειας αμερικανικού LNG τότε θα δούμε απλά μαζικά λουκέτα.
Ήδη οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες χώρες ή έχουν εμπορικές συμφωνίες εισάγοντας ή εξάγοντας προϊόντα και υπηρεσίες μετράνε ζημιές, τις οποίες πασχίζουν με έκτακτα μέτρα να περιορίσουν.
Η αγορά της Ουκρανίας ουσιαστικά έχει κλείσει, ενώ της Ρωσίας πλέον μπαίνει σε απομόνωση με τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση (τις οποίες συμφώνησε και η ελληνική κυβέρνηση), η οποία έφτασε να εκδιώξει από το χρηματοοικονομικό σύστημα Swift τις ρωσικές τράπεζες, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε διασυνοριακή συναλλαγή.
Και αν το παραπάνω αφορά τα «προσεχώς» της νέας κρίσης, ήδη υπάρχουν μία σειρά επιχειρήσεων και κλάδων που δέχονται τα πρώτα κύματα των συνεπειών από το κλείσιμο εργοστασίων και το πάγωμα των εμπορικών συναλλαγών με την Ουκρανία και τη Ρωσία, όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ.
Η διακοπή των εμπορικών σχέσεων αναμένεται να επηρεάσει ένα συνολικό ποσό συναλλαγών που είχε υπερβεί τα 5 δισ. ευρώ κατά την περασμένη χρονιά σε επίπεδο εμπορικών σχέσεων.
Τα 545 εκατ. ευρώ περίπου αφορούσαν ελληνικές εξαγωγές και τα 4,5 δισ. ευρώ εισαγωγές, εκ των οποίων 3,65 δισ. ευρώ αφορούσαν πετρελαιοειδή, τα οποία τα ελληνικά διυλιστήρια πλέον καλούνται να βρουν από αλλού!
Σημαντικές πιέσεις ωστόσο δέχονται και οι αλευροβιομηχανίες αφενός διότι προμηθεύονται σημαντικό μέρος των σιτηρών από την Ουκρανία και τη Ρωσία, αφετέρου διότι η νέα αναταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα επηρεάζει συνολικά τις τιμές των σιτηρών, που κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Στο επίπεδο των εισαγωγών ενδεικτικό της εξάρτησης της χώρας από τα σιτηρά της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι το γεγονός ότι πέρυσι το 31% των εισαγωγών σε αξία της Μύλοι Κεπενού, το 33% της Κυλινδρόμυλοι Κ. Σαραντόπουλος και το 17% των εισαγωγών της Μύλοι Λούλη προέρχονταν από τις δύο αυτές χώρες με βάση την ενημέρωση που παρείχαν προς τις Χρηματιστηριακές Αρχές.
Με τη σειρά τους οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων, ειδικά όσες χρησιμοποιούν ως βασική πρώτη ύλη τα σιτηρά και τα άλευρα, παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις τηρώντας προς το παρόν στάση αναμονής.
Η ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στο σιτάρι, στο καλαμπόκι και στη σόγια αναμένεται να επηρεάσει και τον τομέα της κτηνοτροφίας λόγω ακριβότερων ζωοτροφών.
Προβληματισμός επικρατεί και στις μεταλλουργικές εταιρείες, καθώς Ρωσία και Ουκρανία αποτελούν βασικούς προμηθευτές χάλυβα.
Επίσης, στην ελληνική αγορά γίνονται σημαντικές εισαγωγές ρωσικού αλουμινίου, με την πλειονότητα αυτών να απορροφά η ΕΛΒΑΛ ΧΑΛΚΟΡ στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τη Rusal.
Σημαντικό πλήγμα βέβαια δέχονται και όσοι πραγματοποιούν εξαγωγές στις δύο χώρες. Εκτεθειμένες πολλές επιχειρήσεις της χώρας που αφενός δεν μπορούν να προβούν σε νέες πωλήσεις, αφετέρου να εισπράξουν παλαιότερες οφειλές από τους πελάτες στη χονδρική – Ρωσία και Ουκρανία απορροφούν πάνω από το 50% της εγχώριας παραγωγής γούνας.
Σημαντικό πρόβλημα θα αντιμετωπίσει ο κλάδος της γουνοποιίας, που εξάγει πάνω από το 50% της παραγωγής του στη Ρωσία και την Ουκρανία.
Όπως εξηγεί στο «b.s.» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Γούνας Απόστολος Τσούκας, οι περίπου 2.000 επιχειρήσεις του κλάδου της ελληνικής γουνοποιίας όχι μόνο δεν μπορούν να προβούν σε νέες πωλήσεις, αλλά κινδυνεύουν να μείνουν με τον «μουντζούρη» στο χέρι, καθώς η αποπομπή των ρωσικών τραπεζών από το Swift καθιστά αδύνατη την όποια προσπάθεια αποπληρωμής των παλαιών οφειλών πελατών από τη Ρωσία.
«Πληρώσαμε τα δέρματα, και πλέον δεν μπορούν να τα στείλουν. Μιλάμε για εκατομμύρια ευρώ», λέει ο κ. Τσούκας. Ήδη η Ομοσπονδία έχει απευθύνει αίτημα στην κυβέρνηση για τη στήριξη του κλάδου.
Ανήσυχοι είναι και οι εξαγωγείς τροφίμων. Όπως εξηγεί ο Κώστας Αποστόλου, προέδρος της Ενωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), σε Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία, σήμερα εξάγονται κομπόστες, συμπυκνωμένοι χυμοί ροδάκινου και λίγες ποσότητες σαλατών. Ειδικά για τα προϊόντα που εξάγονται σε Ρωσία και Ουκρανία απαιτούνται περίπου 40.000 τόνοι φρέσκου ροδάκινου.
Επιπλέον, από τους συνολικά 25.000-30.000 τόνους χυμού ροδάκινου, που παράγονται στην Ελλάδα, το 1/3 πηγαίνει προς τη Ρωσία, ενώ η Ουκρανία απορροφά σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής επιτραπέζιου ροδάκινου.
Πέραν όμως των εταιρειών με εμπορική δραστηριότητα στη Ρωσία και την Ουκρανία, υπάρχουν και οι ελληνικές εταιρείες με ισχυρή παρουσία στην περιοχή, οι οποίες πλέον είναι αντιμέτωπες με τις συνέπειες του πολέμου.
Η Coca-Cola HBC ήδη διέκοψε τη λειτουργία του εργοστασίου της στην Ουκρανία, όπως και ο όμιλος Σαράντη, που διαθέτει παραγωγική μονάδα στη χώρα μέσω της θυγατρικής του, Ergopack. Η τελευταία, με 600 εργαζομένους, συνεισφέρει το 6,7% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών του ομίλου και το 50% των πωλήσεών της είναι μέσω εξαγωγών σε χώρες όπως η Γεωργία, η Μολδαβία και το Αζερμπαϊτζάν.
Σε αναστολή της λειτουργίας της θυγατρικής της στην Ουκρανία έχει προχωρήσει και η εταιρεία εμπορίας πρώτων υλών ELTON.
Συνολικά στη χώρα, σύμφωνα με το Ελληνο-ουκρανικό Επιμελητήριο, δραστηριοποιούνται επενδυτικά 70 ελληνικές επιχειρήσεις.
Στη Ρωσία, πάλι, οι επενδύσεις στις οποίες έχουν προβεί ελληνικές επιχειρήσεις, που πλέον αναζητούν τρόπους να μην εγκλωβιστούν, είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος και, σύμφωνα με το Γραφείο Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Μόσχα, κατανέμονται στους τομείς της μεταποίησης, του χονδρεμπορίου – λιανεμπορίου, των μεταφορών – αποθήκευσης, της διαμονής – σίτισης, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, του real estate, των επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών και της υγείας.
Επίσης, η Chipita, που πλέον έχει περάσει στα χέρια του πολυεθνικού ομίλου Mondelez International, διαθέτει παραγωγική μονάδα στην Αγία Πετρούπολη, από την οποία διοχετεύει τα προϊόντα της (είδη σνακ και αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής) σε πολύ μεγάλο αριθμό σημείων πώλησης.
Παρουσία στην περιοχή αλλά μικρότερη έκθεση διαθέτει επίσης η εταιρεία Πλαστικά Κρήτης (μέσω της θυγατρικής παραγωγικής εταιρείας Global Colors στη Ρωσία) και η Cenergy (διαθέτει joint venture των Σωληνουργείων Κορίνθου στη Ρωσία).
Εργοστάσιο συναρμολόγησης διαθέτει και ο όμιλος Kleeman που κατασκευάζει ανελκυστήρες, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία της εταιρείας δομικών υλικών Isomat.
Ελληνικές επενδύσεις έχουν γίνει και σε μονάδες επεξεργασίας αλουμινίου αλλά και στο λιανικό εμπόριο ενδυμάτων.
Πηγές κοντά στον Όμιλο Σαράντη αναφέρουν ότι η επίδραση για τον όμιλο είναι ιδιαίτερα περιορισμένη στη Ρωσία (διατηρεί θυγατρική εμπορική εταιρεία), σε επίπεδα μικρότερα του 0,5% επί του ενοποιημένου κύκλου εργασιών και ακόμα μικρότερο ποσοστό επί της ενοποιημένης κερδοφορίας.
Την ίδια ώρα υπολογίζεται πως το ρωσικών συμφερόντων κεφάλαιο που έχει επενδυθεί ήδη στη χώρα ή πρόκειται να επενδυθεί μέσω των στρατηγικών επενδύσεων που έχουν εγκριθεί από τη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων ξεπερνά το 1,5 δισ.
ευρώ. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι 596 Ρώσοι που έχουν λάβει «χρυσή βίζα», ο αριθμός των οποίων αυξάνει στους 1.693, αν συνυπολογιστούν και οι άδειες που έχουν δοθεί στα μέλη των οικογενειών τους.
Σε ό,τι αφορά τον χώρο του λιανεμπορίου τροφίμων, από το 2021 δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα η ρωσικών συμφερόντων αλυσίδα hard discount MERE του Ομίλου Svetofor. Ο τελευταίος ελέγχει 1.800 καταστήματα στη Ρωσία και την τελευταία τριετία επιχειρεί άνοιγμα σε αρκετές ευρωπαϊκές αγορές. Στη χώρα μας έχει τέσσερα καταστήματα, σε Λάρισα, Τρίπολη, Αγρίνιο και Κόρινθο, ενώ το πέμπτο κατάστημα που είχε ανοίξει στον Λαγκαδά έκλεισε πριν από λίγους μήνες. Επίσης Ρώσοι μέσω της SI Foods έχουν επενδύσει εδώ και χρόνια στη γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη, στην οποία πλέον έχει εισέλθει και το αμερικανικών συμφερόντων fund CVC Capital. Πάντως οι Ρώσοι της Δωδώνη απέκτησαν πέρυσι την Provet και προ ετών επένδυσαν στην εταιρεία Unismack.