Σε πλήρη αφελληνισμό οδηγείται ο κλάδος των ασφαλιστικών εταιριών, καθώς το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής η μοναδική σήμερα εισηγμένη εταιρία του κλάδου, η Ευρωπαϊκή Πίστη, είναι μόλις ένα βήμα πριν περάσει στα χέρια του γερμανικού ομίλου της Allianz, μέσω της θυγατρικής της στην Ελλάδα.
Η Allianz υπέβαλε δημόσια πρόταση προς τους μετόχους της Ευρωπαϊκής Πίστης, προκειμένου να εξαγοράσει τις μετοχές τους με τίμημα 7,8 ευρώ ανά μετοχή. Νωρίτερα ο γερμανικός όμιλος είχε προβεί στην απόκτηση του 72,2% των ποσοστών που κατέχουν στην εισηγμένη εταιρεία οι Χρήστος Γεωργακόπουλος (κατέχει το 27,04%), Σταύρος Λεκκάκος (5,45%), Ευδοκία Κωνσταντινίδη (8,94%) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) που ελέγχει το 15% tων μετοχών.
Μετά τις ηχηρές εξαγορές που έλαβαν χώρα μέσα στο 2021 στον ασφαλιστικό κλάδο (η AXA πέρασε στην Generali, η MetLife στην NN Hellas και η Εθνική Ασφαλιστική στo αμερικανικό fund CVC Capital), o κύκλος των εξαγορών συνεχίζεται και το 2022 με την εκκωφαντική εξαγορά της Ευρωπαϊκής Πίστης από την Allianz.
Σε ραγδαίες ανακατατάξεις οδηγείται η ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα, καθώς οι αλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος στις ασφαλιστικές εταιρίες λαμβάνουν πλέον διαστάσεις. Οι εγχώριες εταιρίες δύσκολα θα αντισταθούν στις σειρήνες των μεγάλων διεθνών ασφαλιστικών ομίλων, που διαθέτουν και ρευστότητα και τεχνογνωσία για να τις απορροφήσουν, αφού ο ελληνικός ασφαλιστικός κλάδος κινείται και φέτος υπό την πίεση που δημιουργούν οι διεθνείς συγκυρίες και το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση αρνείται να δεχτεί τις προτάσεις του κλάδου, που έχει ζητήσει τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων για συμβόλαια ζωής, υγείας και περιουσίας, τη συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών και κράτους για την κάλυψη των κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών και την προώθηση του διαλόγου προκειμένου ο κλάδος να μετέχει σε ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα) στον κλάδο της υγείας. Παρ’ όλα αυτά, στελέχη της αγοράς θεωρούν πως η πορεία της ασφαλιστικής παραγωγής θα συνεχίσει την επόμενη χρονιά -όπως και φέτος- την ανοδική της πορεία.
Ποιοι άλλοι συζητούν για εξαγορές
Σε ό,τι αφορά τα «μεγάλα ψάρια», η Interamerican φέρεται ότι είχε ξεκινήσει κάποιες επαφές για να εξαγοράσει ελληνική εταιρία του κλάδου, οι οποίες ωστόσο μέχρι τώρα δεν έχουν προχωρήσει.
Επίσης, το γεγονός ότι προ διετίας η Υδρόγειος Ασφαλιστική είχε δεχτεί πρόταση εξαγοράς από ελβετικό όμιλο έχει εντάξει την εταιρία στο κάδρο εκείνων που ενδεχομένως θα μπορούσαν να πωληθούν μέσα στο 2022. Από την άλλη πλευρά, όμως, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν πως οι ιδιοκτήτες της Υδρόγειος, ακόμη και αν είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν (λόγω των οικονομικών της επιδόσεων και των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων), δεν έχουν κανέναν λόγο ούτε να βιάζονται ούτε να συμβιβαστούν με χαμηλά τιμήματα.
Γενικότερα, από τη μια πλευρά, θα μπορούσαν να υπάρξουν ελληνικές εταιρίες που θα συζητούσαν την πώλησή τους, ωστόσο στις πλείστες των περιπτώσεων δεν φαίνονται διατεθειμένες να «ξεπουληθούν», με δεδομένο ότι διαθέτουν ισχυρούς εποπτικούς δείκτες και αρκετά ικανοποιητική κερδοφορία. Το αντίθετο, μάλιστα, φαίνεται να συμβαίνει, με παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν ότι πολλές φορές τα τιμήματα που ζητούνται είναι εξωπραγματικά υψηλά.
Οι δύο λόγοι για την έντονη κινητικότητα
Οι λόγοι που δικαιολογούν την τόσο έντονη κινητικότητα είναι κυρίως δύο: Πρώτον, το γεγονός ότι η εκδήλωση της πανδημίας, σε συνδυασμό με το περιβάλλον των αρνητικών – μηδενικών επιτοκίων, έχει προκαλέσει πιέσεις σε αρκετούς πολυεθνικούς ομίλους, που είναι τώρα αναγκασμένοι να επανεξετάσουν τη γεωγραφική τους παρουσία. Δεύτερον, ότι το ολοένα και πιο απαιτητικό – «γραφειοκρατικό» εποπτικό πλαίσιο δυσκολεύει τη λειτουργία και την αποδοτικότητα των μικρότερων εταιριών του κλάδου.
Ειδικότερα για τις μικρές εταιρίες εκτιμάται ότι κατά τα τελευταία χρόνια απέφυγαν τα deals, βασιζόμενες στα μεγάλα επενδυτικά κέρδη που αποκόμισαν από την αγορά ομολόγων, ή και από τα περιορισμένα τροχαία ατυχήματα στον κλάδο οχημάτων, είτε λόγω της κρίσης είτε εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι ευνοϊκοί αυτοί παράγοντες, ωστόσο, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να συνεχιστούν και στο μέλλον.
Ο «γάμος» Εθνικής Ασφαλιστικής – CVC
Επίσημα πλέον η Εθνική Ασφαλιστική περνά μέσα στο 2022 στο CVC Capital Partners, το οποίο κατέθεσε επίσημα αίτηση προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ανταγωνισμού (Dg Comp) για την εξέταση από την επιτροπή της πώλησης του 90,01% της Εθνικής Ασφαλιστικής στο fund. Σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουν οι εργαζόμενοι και ο σύλλογός τους, αν η Dg Comp κρίνει ότι δεν πλήττεται καμία αρχή ανταγωνισμού, πρέπει να εκδώσει την απόφασή της μέχρι τις 24/2/2022 και με την παράταση μπορεί να πάει μέσα στο δεκαήμερο του Μαρτίου.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα εξεταστεί ενδελεχώς η συναλλαγή και αυτό θα κρατήσει έξι έως οκτώ μήνες και πιθανόν θα επιβληθούν όροι στη συναλλαγή. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, η διοίκηση της εταιρίας δήλωσε ότι η όποια απάντηση για την Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τον Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας θα υπάρξει μετά τις 10 Μαρτίου 2022, ημερομηνία που εκτιμούν ότι η Dg Comp θα έχει εκδώσει τη θετική της απόφαση.
Ο σύλλογος, μπροστά σε αυτήν την αντιμετώπιση πρότεινε, στο πλαίσιο της καλής πίστης, να δοθεί μια δίμηνη παράταση ισχύος τόσο της ΕΣΣΕ όσο και του ΕΚΕ με τους ισχύοντες όρους, προκειμένου να συζητηθούν με το όποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς τα αιτήματα που θέτει.
Γιατί πούλησε την εταιρία ο Χρήστος Γεωργακόπουλος
Ο βασικός μέτοχος είχε αποφασίσει να πουλήσει, είχε δώσει εδώ και αρκετό καιρό το σχετικό μήνυμα και οι διαπραγματεύσεις είχαν αρχίσει από το περασμένο καλοκαίρι και βρίσκονταν στην τελική ευθεία, με τουλάχιστον τρεις ενδιαφερομένους, ώσπου κατέληξε τελικά στον γερμανικό όμιλο.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η αποτίμηση πώλησης θα κυμανθεί μεταξύ 190.000.000 και 250.000.000 ευρώ. Η πωλούμενη εταιρία βασίζει τις επιδόσεις της στην ύπαρξη ενός ισχυρού δικτύου συνεργατών σε όλη την Ελλάδα μέσω των οποίων διαθέτει τα προϊόντα της. Το δίκτυο αριθμεί 5.500 άτομα και η εταιρία κόντρα στις σύγχρονες πρακτικές προώθησης και διάθεσης προϊόντων του ασφαλιστικού κλάδου επιμένει να μη δραστηριοποιείται στις ηλεκτρονικές πωλήσεις, αλλά να δίνει έμφαση στις παραδοσιακές τεχνικές.
Το 2021 η εταιρία έκλεισε τη χρονιά με αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων της τάξεως του 5%, μέγεθος που κινείται ελαφρώς χαμηλότερα του μέσου όρου της ασφαλιστικής αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ερώτημα αν μετά την εξαγορά η εταιρία θα παραμείνει στο Χρηματιστήριο ή λόγω αλλαγής ιδιοκτησίας και υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης θα ακολουθήσει την πορεία που είχε πλήθος εταιριών τα τελευταία χρόνια, αποψιλώνοντας από εισηγμένες την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Υπενθυμίζουμε ότι είναι και η μοναδική εταιρία που εκπροσωπεί τον κλάδο στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Σύμφωνα με έγκυρους παράγοντες της αγοράς, κανείς δεν εξεπλάγη για την απόφαση του βασικού μετόχου της Ευρωπαϊκής Πίστης Χρήστου Γεωργακόπουλου να προχωρήσει στην πώληση του ποσοστού του σε μια εταιρία που ο ίδιος ξεκίνησε από το μηδέν και συνέβαλε τα μέγιστα επί σειρά δεκαετιών, έτσι ώστε σήμερα να συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες και υγιέστερες της ελληνικής αγοράς. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ακόμη ένας λόγος για την κίνηση του κ. Γεωργακόπουλου είναι ότι έχει τρεις κόρες, από τις οποίες όμως καμία δεν ακολούθησε το management για να μπορέσει να της εμπιστευτεί το πηδάλιο ο πατέρας της, με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Πίστη είναι κερδοφόρος, χρηματοοικονομικά υγιής και αναπτυσσόμενη (αύξηση παραγωγής 5,1% το 2021 και στόχος για 4,5% φέτος).
Κανείς, επίσης, δεν μπορεί να παραβλέψει και τη συμμετοχή της EBRD με 15% στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Πίστης και το ενδεχόμενο να ρευστοποιήσει και αυτή τη συμμετοχή της. Η EBRD είχε εισέλθει το 2016 στην ελληνική ασφαλιστική εταιρία, διευκολύνοντας την Τράπεζα Πειραιώς να αποεπενδύσει από την Ευρωπαϊκή Πίστη της οποίας κατείχε το 30%, προκειμένου να ενισχύσει τους εποπτικούς της δείκτες.
Για τη συγκεκριμένη συμφωνία στην Tράπεζα Πειραιώς μάλλον θα πρέπει να έχουν μετανιώσει σε αντίθεση με την EBRD που αγόρασε περίπου στο 1,5 ευρώ τη μετοχή, όταν η τρέχουσα τιμή του τίτλου υπερβαίνει σήμερα τα 5,5 ευρώ και όταν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχει εισπράξει παχυλά μερίσματα.
Οι προοπτικές του κλάδου και η πίεση των αρνητικών επιτοκίων
Ο ασφαλιστικός κλάδος αναδεικνύεται «εντάσεως κεφαλαίου», επισημαίνουν χαρακτηριστικά στελέχη και η επιβίωσή του (εκτός από την ανάγκη απόκτησης της κρίσιμης μάζας) προϋποθέτει τη θεσμοθέτηση κινήτρων που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη ασφαλιστικής συνείδησης για τις ασφαλίσεις περιουσίας, δηλαδή για καταστροφικούς κινδύνους, όπως ο σεισμός και τα φυσικά φαινόμενα.
Πρόκειται για κινδύνους που μπορεί να εξελιχθούν σε μια επώδυνη καθημερινότητα για σημαντικό μέρος του πληθυσμού και η κάλυψή τους, παρά το γεγονός ότι έχει τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ασφαλιστικού κλάδου, προϋποθέτει τη στήριξη της Πολιτείας με την υιοθέτηση φοροαπαλλαγών, που θα καταστήσουν προσιτές τις σχετικές καλύψεις.
Εξίσου σημαντικό στοίχημα για τον κλάδο αποτελεί η ενίσχυση του τρίτου πυλώνα ασφάλισης, δηλαδή η ενίσχυση της αποταμίευσης μέσω ασφαλιστικών προγραμμάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα. Οι φοροαπαλλαγές για τη συγκεκριμένη κατηγορία καλύψεων μέσω έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα αποτελεί μια δοκιμασμένη πολιτική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Με τον τρόπο αυτόν επιμερίζεται το βάρος για τις συντάξεις των επόμενων γενεών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ενισχύεται η αποταμίευση σε μια περίοδο κατά την οποία τα αρνητικά επιτόκια δεν επηρεάζουν μόνο την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά εξανεμίζουν και τις αποδόσεις παραδοσιακών μορφών τοποθετήσεων, όπως οι καταθέσεις.
Δαπάνες υγείας και ο ρόλος των τραπεζών
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 35% των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά των Ελλήνων. Οι σχετικές μελέτες αναφέρουν ότι μόλις το 5% των ιδιωτικών δαπανών υγείας περνάει μέσα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, γεγονός που σημαίνει ότι ο πολίτης πληρώνει απευθείας πολλά χρήματα για την υγεία του. Υπάρχει, λοιπόν, η ανάγκη επανακαθορισμού της όλης κατάστασης.
Η αγορά συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερους παίκτες μέσω των εξαγορών, ο ανταγωνισμός εντείνεται ολοένα και περισσότερο, οι απαιτήσεις των εποπτικών Αρχών αυξάνουν και σ’ αυτό το περιβάλλον, οι ασφαλιστικές εταιρίες καλούνται να μειώσουν δραστικά τα κόστη τους μέσα από την ψηφιοποίηση των εργασιών τους.
Η ψηφιοποίηση, όμως, δεν εξυπηρετεί μόνο το ψαλίδισμα του κόστους, αλλά πλέον αποτελεί λύση και για τους νέους τρόπους επικοινωνίας και συναλλαγών με τους πελάτες. Μια δεύτερη πρόκληση για τις εταιρίες μπορεί να προέλθει από μια άνοδο των διεθνών επιτοκίων, η οποία θα επηρεάσει αρνητικά τις αποτιμήσεις των ομολόγων που διαθέτουν στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.
Οι τράπεζες αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ως κανάλι διανομής και αξιόπιστου παρόχου τέτοιων προϊόντων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι συμφωνίες bancassurance αποτελούν αναπόσπαστο πλέον τμήμα των επιχειρηματικών κινήσεων που συζητούνται μεταξύ του ασφαλιστικού και τραπεζικού κλάδου, ξεδιπλώνοντας υπεραξίες και οφέλη και για τις δύο πλευρές.