Μπορεί ο πρωθυπουργός να εξήγγειλε ότι θα κλείσουν όλες οι λιγνιτικές μονάδες μέχρι το 2023, κάτι που έκανε τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα να ανοίγουν σαμπάνιες, περιμένοντας τον ευρω-πακτωλό της «πράσινης ανάπτυξης», αλλά αυτές τις μέρες τα λιγνιτικά εργοστάσια δουλεύουν στο φουλ
Οι φωτογραφίες που έστειλαν αναγνώστες του Antinews είναι σημερινές και δείχνουν τον σταθμό του Αγίου Δημητρίου Κοζάνης να δουλεύει στο φουλ.
Το να επιστρατεύονται τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη, ειδικά σε συνθήκες ψύχους, οπότε οι ανάγκες για θέρμανση είναι αυξημένες, ήταν αναμενόμενο.
Πόσο μάλλον, όταν οι τιμές του φυσικού αερίου «καίνε» (γίνεται λόγος ακόμα και για άνοδο 800% από την αρχή του 2022), τα περισσότερα σπίτια και πολυκατοικίες, πλέον, δεν βάζουν πετρέλαιο, και η «πράσινη ενέργεια», παρ’ ότι εδώ και χρόνια οι πολίτες την πληρώνουν, μέσω των λογαριασμών τους, δεν μπορεί να καλύψει ουσιαστικά την ζήτηση.
Τσουχτερή ευρω-πρωτιά
Να σημειωθεί πως, μέσα σε αυτό το σκηνικό ψύχους, με τις θερμοκρασίες, ιδιαίτερα στη Βόρειο Ελλάδα να πέφτουν τη νύκτα υπό το μηδέν, οι πολίτες έχουν φτάσει στο σημείο να φοβούνται να ανοίξουν τους λογαριασμούς ρεύματος.
Η Ελλάδα κατέχει πλέον την αρνητική πρωτιά πανευρωπαϊκά όσον αφορά τις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος. Κάτι, βέβαια, που βλέπουν με ανατριχίλα τα νοικοκυριά, όταν παίρνουν τους λογαριασμούς ρεύματος.
Έτσι, η χώρα μας έχει μέση τιμή έτους, 114,36 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν η Γαλλία έχει 106,93 ευρώ και η Γερμανία 95,48.
Λιγνίτης
Παρά τα «εγκλήματα» που έχουν γίνει με τον λιγνίτη εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες από τις κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει άκρως προβληματική κατάσταση στον τομέα αυτού του χαρακτηριζόμενου ως «στρατηγικού καύσιμου» για την Ελλάδα, το ορυκτό εξακολουθεί να σώζει την χώρα στις δύσκολες ώρες.
Να σημειωθεί πως, παρ’ ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανίστηκε να είναι από τους ιδιαίτερα «πρόθυμους» εντός της ΕΕ, για να κλείσει τα λιγνιτικά εργοστάσια, άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Πολωνία, παρά τις απειλές για ευρω-πρόστιμα, απαίτησαν την παράταση της λειτουργίας τους.
Παρά την εξαιρετικά μεγάλη πίεση των επιχειρηματικών λόμπυ της «πράσινης ενέργειας» στην ΕΕ, φαίνεται ότι οι Βρυξέλλες κάνουν, ως έναν βαθμό, τα στραβά μάτια στην περίπτωση της Πολωνίας, υποτίθεται εξαιτίας της ενεργειακής «απειλής» της Ρωσίας ειδικά στις περιοχές του πρώην «Ανατολικού μπλοκ».
Πράσινες μπίζνες
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δηλώνει ότι θα βάλει λουκέτο το 2023 σε όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια προς όφελος της «πράσινης ενέργειας».
Τα ίδια, βέβαια, ανακοίνωσε και για τα «πράσινα» ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, τα οποία πρέπει να αντικατασταθούν υποχρεωτικά. Τη στιγμή, δηλαδή, που ο Έλληνας δεν έχει ούτε μαντήλι να κλάψει, θα πρέπει να αλλάξει το αυτοκίνητό του μέχρι το τέλος της δεκαετίας, αγοράζοντας πανάκριβο ηλεκτρικό.
Και βέβαια, ενόψει της εκταμίευσης τεράστιων ευρω-κονδυλίων, ήδη παρατάσσονται τα στρατόπεδα των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών, τα οποία θα λειτουργήσουν ως «υποκατασκευαστές» των Γερμανών υπερεργολάβων που ήδη σαρώνουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ακόμα και εφοπλιστικά συμφέροντα που βλέπουν «κέρδη» από την «πράσινη ανάπτυξη», έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις στο χώρο.
Πολλές από τις εγχώριες εταιρείες φέρονται να έχουν ήδη αποσπάσει το μερίδιο του λέοντος από τα ευρω-πακέτα της «πράσινης ενέργειας», ενώ κάποιες φέρονται να διαθέτουν στενές σχέσεις με πρόσωπα του «περιβάλλοντος Μαξίμου».
«Φέσι» στα δημόσια έργα
Ταυτόχρονα, «φουσκώνουν» και τα δημόσια έργα. Κάτι που, και πάλι, θα πληρώσει ο Έλληνας πολίτης από την τσέπη του. Χτες, το υπουργείο Υποδομών αναθεώρησε προς τα πάνω το κόστος 500 εργασιών σε δημόσια έργα. Το, δε, Δημόσιο θα αναλάβει να καλύψει ένα μέρος της επιβάρυνσης των κατασκευαστικών εταιρειών, λόγω των αυξήσεων στις τιμές των πρώτων υλών.
Οι αυξήσεις στην ενέργεια, που, εκτός των άλλων, οφείλονται στα μεγάλα γεωπολιτικά παιχνίδια και αντιπαραθέσεις Δύσης – Ρωσίας, καθώς και στον εντονότατο ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων διεθνώς, έχουν άμεσες συνέπειες στις αυξήσεις των τιμών σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, διάφοροι βρίσκουν την ευκαιρία να ανακοινώσουν αυξήσεις και σε άλλους τομείς. Όπως στα διόδια, όπου οι ιδιώτες επικαλούνται την αύξηση του πληθωρισμού. Κάτι, μάλιστα, που προβλεπόταν στις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί. Έτσι, αυξήσεις από την Πρωτοχρονιά θα γίνουν στα διόδια Κορίνθου – Τρίπολης – Καλαμάτας. Επίσης, αυξήσεις θα γίνουν και στην «Ολυμπία Οδό».
Νέοι λογαριασμοί με λάθη
Στο μεταξύ, προτού καν βγουν οι νέοι λογαριασμοί, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) εξέδωσε «πρότυπο έντυπο λογαριασμού» με εξόφθαλμο λάθος.
Η ΡΑΕ, αναφέρει η Εφημερίδα των Συντακτών, «ανακοίνωσε ότι οι λογαριασμοί θα βγαίνουν με «πρότυπο έντυπο» ώστε οι καταναλωτές να ενημερώνονται με «πληρότητα, διαφάνεια, σαφήνεια και αξιοπιστία» για αυτά που πληρώνουν.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα πρότυπα έντυπα λογαριασμού αλλά και αίτησης προσφοράς συζητιούνται και σχεδιάζονται από το περασμένο καλοκαίρι παραμένουν λαβυρινθώδη ενώ περιλαμβάνουν και ένα λάθος που «βγάζει μάτι».
Συγκεκριμένα, σε ένα από τα δεκάδες κουτάκια εμφανίζεται ο ΦΠΑ, ο οποίος όμως υπολογίζεται με 13% επί της αξίας ρεύματος, αντί για το 6% που ισχύει.
Από τη ΡΑΕ απαντούν ότι πρόκειται για αβλεψία (αργά χτες το βράδυ εκδόθηκε νέα ανακοίνωση χωρίς το 13%), παρά το γεγονός ότι τα πρότυπα έντυπα πέρασαν από εκατοντάδες μάτια, ενώ η διαβούλευση για αυτά είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι προκαλώντας αντιδράσεις στις εταιρείες παροχής ρεύματος.
Εκτός από την αβλεψία με τον ΦΠΑ, η διαβούλευση αυτή τελείωσε με επικράτηση των απόψεων των εταιρειών που δεν ήθελαν να μπουν τα τιμολόγια χρέωσης σε κατηγορίες ανάλογα με τον κίνδυνο που ενέχουν για τον πελάτη.
Είχε, δηλαδή, προτείνει η ΡΑΕ τα τιμολόγια με ρήτρα αναπροσαρμογής να έχουν τον εμφανή χαρακτηρισμό υψηλού ρίσκου, σε αντίθεση με εκείνα τα σταθερά. Τα σταθερά δεν έχουν ρήτρα αλλά έχουν υψηλότερη βασική χρέωση που δεν αλλάζει για ένα συμφωνημένο διάστημα και οι εταιρείες υποστήριξαν ότι και αυτό οδηγεί σε κίνδυνο εάν στο μέλλον πέσουν οι τιμές χονδρικής. Οι εταιρείες φαίνεται πως υποχώρησαν στις αντιδράσεις για την ενιαία μορφή, την ομογενοποίηση όπως έλεγαν των λογαριασμών.
Τώρα, το αν και κατά πόσο αυτή η ομογενοποίηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια είναι άγνωστο. Θεωρητικά θα μπορεί ένας πελάτης μιας εταιρείας σε ένα τιμολόγιο να συγκρίνει τον λογαριασμό του με εκείνον μιας άλλης ή ενός διαφορετικού τιμολογίου και να βλέπει ποιος χρεώνει περισσότερα και πού.
Το ερώτημα είναι όμως εάν θα καταλαβαίνει πού οφείλονται οι διαφορές . Για παράδειγμα, είναι άγνωστο τι θα αναγράφεται στο «κουτάκι» με τους «Πρόσθετους όρους σύμβασης» και πώς θα αποτυπώνεται η «Ταυτότητα Τιμολογίου».
Άλλο μεγαλύτερο «κουτάκι» είναι αφιερωμένο στην «Ανάλυση Ρήτρας Αναπροσαρμογής», η οποία όμως αντιστοιχεί σε διαφορική εξίσωση που γίνεται αντιληπτή μόνον από φοιτητές Φυσικομαθηματικού.
Το χειρότερο όλων είναι η διαφαινόμενη αδυναμία των αρμόδιων αρχών, δηλαδή πρωτίστως της ΡΑΕ, να τραβήξουν αυτιά στις περιπτώσεις εκείνες που οι εταιρείες χρεώνουν πέρα από τα συμφωνημένα , ακόμη και πέρα από τα ψιλά γράμματα των συμβολαίων».