Το «νέο οικονομικό μοντέλο» που οραματίζεται ο Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται να πείθει πολλούς, καθώς η πλειοψηφία πιστεύει πως δεν έχει ιδιαίτερες πιθανότητες να γίνει πράξη και να στεφθεί με επιτυχία. Το ίδιο και οι αγορές, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η λίρα να δέχεται νέες πιέσεις σήμερα.
Ακόμη και ο νέος υπουργός Οικονομικών, Νουρεντίν Νεμπετί, ο οποίος ανέλαβε μετά την παραίτηση (ή μήπως τον εξαναγκασμό σε παραίτηση;) του προκατόχου του, Λουτφί Ελβάν, φαίνεται πως εναποθέτει τις ελπίδες του λιγότερο στην αξιοπιστία του σχεδίου και τις ικανότητες της κυβέρνησης και περισσότερο στη βοήθεια του… Αλλάχ! «Θεέ μου, κάνε το εύκολο, μην το κάνεις δύσκολο. Θεέ μου, κάνε το αποτέλεσμα να είναι ευνοϊκό. Δώσε μας δίκιο στη δουλειά μας, κάνε μας να πετύχουμε», έγραψε χαρακτηριστικά στο Twitter, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Γερμανικές επενδύσεις, ιταλο-ισπανικές τράπεζες
Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, κάνουν την Ευρώπη να ανησυχεί έντονα, καθώς μια ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας θα έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες, ενώ μια γενικευμένη κοινωνική και πολιτική αναταραχή ενδέχεται να προκαλέσει νέο «κύμα» προσφύγων. Ειδικά ορισμένες χώρες, όπως είναι η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία, έχουν ακόμη περισσότερους λόγους να ανησυχούν.
Η πρώτη διότι αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Τουρκίας. Άλλωστε, οι διμερείς συναλλαγές έφτασαν πέρυσι τα 36,6 δισ. δολάρια και οι άμεσες επενδύσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι Γερμανοί στη χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες να ξεπερνούν τα 10 δισ. – με αποτέλεσμα στο έδαφος της Τουρκίας να δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 7.400 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων.
Ισπανία και Ιταλία, από την άλλη, τρέμουν το ενδεχόμενο της κατάρρευσης ή της στάσης πληρωμών στο δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος για έναν άλλο λόγο: Οι τράπεζές τους είναι οι πλέον εκτεθειμένες στην Τουρκία, με το συνολικό «άνοιγμα» να φτάνει ή και να ξεπερνά τα 100 δισ. δολάρια.
Οικονομικός ανορθολογισμός ή κίνηση-ματ;
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η κυρίαρχη άποψη στη Δύση είναι ότι ο Ερντογάν πρέπει να εγκαταλείψει το ταχύτερο δυνατό την «ανορθόδοξη» οικονομική και νομισματική πολιτική που ακολουθεί και να επανέλθει στην τάξη, εφαρμόζοντας τους κλασικούς κανόνες. Ανάμεσα στα άλλα, δηλαδή, να αυξήσει τα επιτόκια και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα λιτότητας προκειμένου να ενισχύσει τη λίρα και να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Ταυτόχρονα, όμως, έχουν αρχίσει να ακούγονται και κάποιες άλλες, μάλλον πρωτότυπες ιδέες, που ήδη προκαλούν αίσθηση. Ανάμεσά τους είναι και αυτή την οποία διατύπωσε ο Ασλί Καραχάν-άι, επικεφαλής επενδύσεων της Lioness Capital, μέσω του Politico – ξεκαθαρίζοντας ότι «είναι προς το συμφέρον της ΕΕ να σταθεροποιήσει την Τουρκία και να την προσδέσει πάλι στη Δύση».
Η πρότασή του είναι απλή και, υπό μία έννοια, εξίσου ανορθόδοξη με τα όσα κάνει ο Ερντογάν: Να δώσει τη δυνατότητα στην Τουρκία να υιοθετήσει μερικώς το ευρώ, χωρίς να ενταχθεί παράλληλα στην ΕΕ, με αντάλλαγμα την προώθηση μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα συμβάλλουν ώστε να ανοικοδομηθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας, που έχουν υποστεί σημαντικές καταστροφές.
Γρήγορα και αποτελεσματικά
Τα επιχειρήματά του φαντάζουν, πάντως, ορθολογικά, ενώ η διαδικασία – σύμφωνα, τουλάχιστον, με όσα ισχυρίζεται – μπορεί να ολοκληρωθεί ταχύτατα, μέσα σε ένα περίπου χρόνο.
Όπως τονίζει, ανάμεσα στα άλλα, «η Τουρκία έχει μια αξιόλογη οικονομία, που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Έτσι, η εξάλειψη του νομισματικού ρίσκου θα έδινε ώθηση στο διμερές εμπόριο και θα βοηθούσε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να διευρύνουν το αποτύπωμά τους στην Τουρκία, απασχολώντας το σχετικά φτηνό, νέο και παραγωγικό εργατικό της δυναμικό, καθώς οι εφοδιαστικές αλυσίδες απομακρύνονται από την Κίνα».
Ο ίδιος τονίζει, επίσης, ότι «η υιοθέτηση του ευρώ από την Τουρκία δεν παραβιάζει καμία από τις πολιτικές κόκκινες γραμμές της Ένωσης. Δεν θα περιλαμβάνει κανενός είδους ελεύθερη μετακίνηση των Τούρκων στην Ευρώπη, ούτε συμμετοχή τους στην Ευρωβουλή ή άλλο ευρωπαϊκό θεσμό και σίγουρα δεν συνεπάγεται πλήρη ένταξη στην ΕΕ». Παράλληλα, μια τέτοια ρύθμιση «δεν απαιτεί κανενός είδους αλλαγή στις Συνθήκες και θα ταιριάζει απόλυτα με την ιδέα των στρατηγικών “προνομιακών σχέσεων”. Επίσης, θα περιόριζε τον δυνάμει κίνδυνο που συνεπάγεται το σενάριο η Τουρκία να γίνει ένα πιο ισλαμικό και ασταθές κράτος στην περιφέρεια της Ευρώπης».
«Αποικία» της ΕΚΤ
Τι θα σημαίνει, όμως, η μερική υιοθέτηση του ευρώ από την Τουρκία; Όπως εξηγεί ο αρθρογράφος – υπενθυμίζοντας ότι τέτοιου είδους ειδικές συμφωνίες υπάρχουν ήδη με τα κρατίδια της Ανδόρας και του Σαν Μαρίνο – η Άγκυρα θα αποκτήσει το δικαίωμα να υιοθετήσει το ευρώ επισήμως και να τυπώνει κέρματα, ενώ τα χαρτονομίσματα θα εκδίδονται αποκλειστικά από την ΕΚΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Φρανκφούρτη θα αποκτήσει τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο της τουρκικής οικονομίας, χωρίς η Τουρκία να έχει λόγο στις αποφάσεις της. Ακόμη δε και στην περίπτωση που καταφέρει να εκπληρώσει τα πέντε κριτήρια που απαιτούνται για ένταξη στην ευρωζώνη (κάτι μάλλον απίθανο για τις επόμενες μία-δύο δεκαετίες), το πολύ που μπορεί να κερδίσει είναι η θέση του παρατηρητή, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Γιατί, όμως, μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να είναι ελκυστική για την Τουρκία;
Ποτέ με τον Ερντογάν!
Το σίγουρο είναι ότι με πρόεδρο τον Ερντογάν, αυτό δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί, καθώς θα ισοδυναμεί με συνθηκολόγησή του και θα στείλει στα αζήτητα το «αφήγημα» της ισχυρής και αυτοδύναμης Τουρκίας, η οποία μπορεί να πηγαίνει κόντρα σε όλους και όλα. Για τον επιχειρηματικό κόσμο, ωστόσο – ή για ένα σημαντικό τμήμα του – ίσως αυτή η προοπτική δεν είναι… χαμένη από χέρι.
Με τα δύο τρίτα του δημόσιου χρέους να αναλογεί σε ξένα νομίσματα και το 55% των καταθέσεων στις τράπεζες να είναι κυρίως σε δολάρια και ευρώ, αλλά και με το 41% των τουρκικών εξαγωγών να κατευθύνονται προς την ΕΕ, ίσως κάτι τέτοιο μπορέσει να τους δώσει τη σταθερότητα και βεβαιότητα που επιθυμούν – έστω κι αν, λόγω ενίσχυσης της λίρας, πληγεί η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους.
Για την ώρα, πάντως, μια τέτοια εξέλιξη μοιάζει πολύ μακρινό σενάριο. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, τα ευρώ με τη μορφή του Κεμάλ Ατατούρκ θα μπορούσαν να αποδειχθούν μια δημοφιλής ιδέα στην τουρκική κοινωνία.