Κώστας Καλλωνιάτης*
Τα όσα εξακολουθούν να λέγονται από Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛΛ. για το κόστος διαπραγμάτευσης του α’ 6μήνου 2015 (από 86 έως 200 δισ.), με βάση διαδοχικές δηλώσεις και προσωπικές εκτιμήσεις των κ. Στουρνάρα, Ρέγκλινγκ και Βίζερ, δεν αντέχουν στη δοκιμασία της λογικής.
Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία επίσημη μελέτη από κανέναν οργανισμό (ούτε από ΤτΕ, ούτε από ESM ή IMF) που να τεκμηριώνει ανάλογες εκτιμήσεις. Κι αυτό δεν συμβαίνει τυχαία.
Δύο σημαντικά λάθη γίνονται από όσους υιοθετούν ανάλογες εκτιμήσεις: πρώτον, προσθέτουν ανομοιογενή μεγέθη όπως π.χ. διαφορές σε ΑΕΠ με διαφορές σε τραπεζικές καταθέσεις (σαν να λέμε μήλα με πορτοκάλια) και δεύτερον, παραθέτουν στοιχεία χωρίς σύγκριση ή όταν υπάρχει σύγκριση γίνεται με στοιχεία προβλέψεων…
Συγκεκριμένα:
• προσθέτουν το ΑΕΠ που «χάθηκε» (17-18 δισ.) συγκρίνοντας το αναπτυξιακό αποτέλεσμα της περιόδου 2015-2017 με την πρόβλεψη του ΔΝΤ το 2014 για μέση ετήσια ανάπτυξη 3,3% το εν λόγω διάστημα (όταν το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι οι προβλέψεις του ήταν υπεραισιόδοξες),
• προσθέτουν 40 δισ. καταθέσεις που έφυγαν από το τραπεζικό σύστημα, όταν εξ αυτών τα 24 δισ. έφυγαν μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015 (από 164,3 δισ. μειώθηκαν σε 140,5 δισ. ευρώ) υπό το καθεστώς αβεβαιότητας που τροφοδότησε η κινδυνολογία της τότε απερχόμενης κυβέρνησης και όταν την περίοδο 2010-2013 είχαν ήδη διαφύγει 80 δισ. καταθέσεις,
• προσθέτουν το ποσό του δανείου των 86 δισ. του τρίτου Μνημονίου, το οποίο όπως υπολογίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφορούσε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της περιόδου 2015-2018 για την εξυπηρέτηση του χρέους που δημιούργησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και από το οποίο τελικά χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα 66 δισ. (τα υπόλοιπα πήγανε στο τρέχον «μαξιλάρι ασφαλείας» που διαθέτει η χώρα),
• προσθέτουν την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών κατά 5 δισ. όταν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ τον Ιούνιο 2014 ανέβαζαν την ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών στα 6-9 δισ. κι όταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις έδωσαν ενίσχυση 20 δισ.
• προσθέτουν τη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζικών μετοχών όταν επί προηγούμενων κυβερνήσεων είχαν ήδη καταρρεύσει οι μετοχές των τραπεζών.
Προφανώς με τέτοιες λογιστικές αλχημείες εύκολα κατασκευάζεις ένα κόστος 150-200 δισ. Μόνο που αν -όπως σωστά δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος- εφαρμόσεις την ίδια αντιεπιστημονική μέθοδο για την περίοδο των δύο προηγούμενων μνημονίων, τότε το κόστος διαπραγμάτευσης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ξεπερνά τα 500 δισ.
Η πιο σοβαρή προσέγγιση στην εκτίμηση του κόστους διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ το α’ εξάμηνο 2015 έγινε από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, ο οποίος συνέκρινε την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που έκανε το ΔΝΤ στα τέλη 2014 με αυτήν που έκανε τον Ιούλιο του 2015 και από την οποία προκύπτει μια διαφορά 30% του ΑΕΠ ή περίπου 54 δισ. ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με την επιβάρυνση στην ανάπτυξη από την αύξηση του χρέους που προκάλεσαν η εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες και τα capital controls.
Στο επιχείρημα αυτό ωστόσο απάντησε ο τέως υπουργός Οικονομίας Δ. Παπαδημητρίου («Καθημερινή», 16/4/2018) επισημαίνοντας πως:
1. Οι αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ αποτελούν «ασκήσεις επί χάρτου» που σταθερά αλλάζουν αναλόγως των παραδοχών που κάνουν π.χ. για το ύψος των επιτοκίων, το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων ή το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων. Για παράδειγμα στην έκθεση του 2014 προβλέπονταν μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4%.
2. Η ίδια η Ε.Ε. δεν συμφώνησε ποτέ με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ.
3. Το όφελος που έφερε η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακριβώς η μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα από 7,5% του ΑΕΠ τη διετία 2015-2016 σε 0,25% ή όφελος αποτραπέντων μέτρων ύψους 12,5 δισ. ευρώ με επίπτωση 20 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ (μέσω συγκεκριμένων πολλαπλασιαστών). Οφελος που προσαυξάνεται με τα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους για τα οποία ο ESM επισημαίνει: «Οταν υλοποιηθούν πλήρως, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να οδηγήσουν σε σωρευτική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ESM στο βασικό σενάριο. Αναμένεται επίσης ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θα μειωθούν κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες στον ίδιο χρονικό ορίζοντα».
Συνοψίζοντας, οι καθυστερήσεις, τα λάθη και οι αυταπάτες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το α’ εξάμηνο 2015 είχαν ασφαλώς ένα κόστος, το οποίο στη χειρότερη περίπτωση δεν ξεπερνά τα 54 δισ. που συνάγει η διαφορά των δύο αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ που επικαλείται ο κ. Στουρνάρας.
Ομως ένας ορθός απολογισμός της περιόδου δεν μπορεί παρά να λογαριάζει και τα οφέλη που προέκυψαν από τη διαπραγμάτευση (20 δισ. από τα μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα και 55 δισ. από τα ώς τώρα μέτρα ελάφρυνσης χρέους σε παρούσα αξία). Ενας καθόλου άσχημος απολογισμός…
*Οικονομολόγος