Ok… Και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε το σάλτο μορτάλε από τα «πράσινα τείχη» του και έθεσε στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περασμένη εβδομάδα τη γεωπολιτική διάσταση του ενεργειακής κρίσης.
Τώρα που η «τέλεια ενεργειακή καταιγίδα» παρασύρει την νέα γεωπολιτική της ενέργειας που είχε μόλις αρχίσει να κυριαρχεί πριν από δύο χρόνια. Μια θεωρία που είχε κρίνει ξεπερασμένες τις επενδύσεις στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο. Ορισμένοι ειδήμονες άρχισαν να μιλούν πως πρόκειται για μια θεωρία που έχει εγκλωβίσει σε παγίδα τους πάντες και βεβαίως τη χώρα μας, καθώς θεωρείται επικίνδυνη η πρόωρη κατάργηση των λιγνιτικών μονάδων.
Η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να υλοποιηθεί με την τρέχουσα κρίση του φυσικού αερίου, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της ηλεκτροδότησης. Η προθυμία της κυβέρνησης να προσαρμοστεί άμεσα στις κυρίαρχες λογικές της Ε.Ε., την οδήγησαν να εγκαταλείψει με συνοπτικές διαδικασίες την παραγωγή ρεύματος με λιγνίτη, χωρίς να έχει εξασφαλίσει πραγματική και ασφαλή μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Δηλαδή, μάς λένε πως το παιχνίδι έχει τελειώσει πριν καλά-καλά αρχίσει… Βέβαια, ήδη έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το ποιο τελικά θα είναι το κόστος της «πράσινης ενέργειας» και πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Αν σήμερα κάποιος κάνει την ερώτηση σε ένα δημοψήφισμα «Προτιμάτε πράσινη ενέργεια που προστατεύει τη φύση ή βρώμικη ενέργεια που καταστρέφει τον πλανήτη;», όλοι, φυσικά, θα απαντήσουν «πράσινη». Αν τους θέσεις το πραγματικό και ολοκληρωμένο ερώτημα «Προτιμάτε πράσινη ενέργεια που προστατεύει τη φύση, αλλά θα κοστίζει ακριβά για τα επόμενα δέκα χρόνια ή βρώμικη ενέργεια που καταστρέφει τον πλανήτη, αλλά δεν κοστίζει;», είναι πολύ αμφίβολο αν θα προτιμήσουν όλοι την πράσινη.
Η ενεργειακή κρίση ξεκίνησε από το 2008
Βέβαια, αυτή η ενεργειακή κρίση δεν είναι παροδικό φαινόμενο, αλλά νέο κύμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που… ξεκίνησε από το 2008 και συνεχίζεται επηρεαζόμενη καταλυτικά από την πανδημία. Και έχει προφανώς γεωπολιτική -πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί;- διάσταση, που την κάνει ακόμη πιο επικίνδυνη. Η γεωπολιτική διάσταση της ενεργειακής, αλλά και κάθε κρίσης, δεν αποτελεί έκπληξη για όλους όσοι θέλουν να βλέπουν ακόμα τις εξελίξεις με όρους πολιτικής οικονομίας.
Οι γεωπολιτικές εντάσεις, η αναστάτωση που έφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η διεθνής πίεση που δέχθηκε η Κίνα να επιταχύνει πολιτικές που μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Η θεωρία της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο που είχε κυριαρχήσει έντονα μεταξύ 2010-2018, με τη δυναμική του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να παράγει πλουτισμό, ξαφνικά θωρήθηκε μια συζήτηση του χθες. Οι μεγάλες εξελίξεις στην τεχνολογία το 2018 άνοιξαν το δρόμο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ηδη το 2020 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) αποφάσισε ότι από το 2021 και μετά δεν θα χρηματοδοτηθεί απολύτως κανένα έργο για εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, περιλαμβανομένου και του φυσικού αερίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις πριν από έναν χρόνο (Νοέμβριο του 2020) η Δανία πήρε την απόφαση να σταματήσει τις έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στη Βόρεια Θάλασσα, στο πλαίσιο του σχεδίου της να εγκαταλείψει σταδιακά την εξόρυξη υδρογονανθράκων έως το 2050, ύστερα από 80 χρόνια αφότου άρχισε να εξερευνά τα κοιτάσματά της. Ακόμη θυμάμαι τον Ευάγγελο Βενιζέλο κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης του Κύκλου Ιδεών, να επισημαίνει ότι η οικονομική εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της περιοχής, μετά την επέλαση της απολιγνιτοποίησης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν είναι πλέον οικονομικά συμφέρουσα.
Η γεωπολιτική της ενέργειας στην πρώτη γραμμή της διεθνούς ατζέντας
Αιώνες φαίνεται να μοιάζουν οι οβιδιακές μεταβολές που έχουν σημειωθεί στην αγορά της ενέργειας. Από τη δεκαετία του ’90, όταν κυριαρχούσε η ιδέα της παγκοσμιοποιημένης Νέας Οικονομίας, μιας οικονομίας άυλης, στηριγμένης στην πληροφορική, τις τηλεπικοινωνίες και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, που θα μας απάλλασσε από τις «παλιές» συγκρούσεις για τις πρώτες ύλες, η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα άρχισε να μοιάζει έντονα με την αρχή του 20ού, με τη γεωπολιτική της ενέργειας στην πρώτη γραμμή της διεθνούς ατζέντας.
Οι αναδυόμενοι οικονομικοί γίγαντες της Ασίας συναγωνίζονταν με τις σπάταλες οικονομίες του καταναλωτισμού, της Αμερικής και της Ευρώπης για τα πεπερασμένα αποθέματα ορυκτών καυσίμων και πρώτων υλών. Το γεγονός αυτό ισχυροποίησε μια άλλη κατηγορία δυνάμεων, τις «δυνάμεις της εκμετάλλευσης». Το χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ρωσία.
Σήμερα, λοιπόν, οι υπερδυνάμεις αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε κλίμα αβεβαιότητας και αδιεξόδου στο πλαίσιο μιας πολύπλευρης γεωπολιτικής στρατηγικής της ενέργειας. Είναι μια παραξενιά της ιστορίας. Όπως, η εξάρτηση της Κεντρικής Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας από τη Ρωσία που επιτείνει την κρίση στην αγορά φυσικού αερίου, την ώρα που ο αγωγός Nordstream 2 έχει μπει στο στόχαστρο των ΗΠΑ.
Όμως, για την Ευρώπη ο Nordstream 2 είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, διότι έτσι εξασφαλίζεται ότι σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όπως η παρούσα, δεν χρειάζεται να καταφύγει στις εισαγωγές LNG μέσω πλοίων, μια διαδικασία που είναι χρονοβόρα. Το θέμα του αγωγού Nordstream 2 είναι προφανώς γεωπολιτικό και δεν προβλέπεται να βρεθεί άμεσα μια λύση.
Πολλοί, όπως ο «Economist», υποστηρίξαν πως αυτός ο εν εξελίξει μετασχηματισμός της ενεργειακής βιομηχανίας θα αλλάξει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων και τη γεωπολιτική ισχύ για πάντα. Δηλαδή οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως αυτές του Περσικού Κόλπου, θα κινδυνεύσουν με κατάρρευση, η Ρωσία θα χάσει την ισχύ της και νέες χώρες θα κυριαρχήσουν. Ωστόσο δεν έχουν επιβεβαιωθεί (ακόμη) αυτές οι προβλέψεις.
Ιδιαίτερα πολύπλοκες οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της μετάβασης
Στην πραγματικότητα, οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της μετάβασης είναι πιο πολύπλοκες. Όσον αφορά τη Ρωσία, όντας ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως, μπορεί και διατηρεί ακόμα την επιρροή της, καθώς το φυσικό αέριο θεωρείται καύσιμο μετάβασης προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών.
Τέλος, η διαβόητη κερδοσκοπία παίζει και εδώ το ρόλο της. Από το 2020 οι τιμές για συμβόλαια φυσικού αερίου στις αγορές παραγώγων έχουν αυξηθεί σημαντικά. Σε μία από αυτές, την ολλανδική Title Transfer Facility (TTF), η κιλοβατώρα τιμάται πλέον 65 ευρώ, έναντι μόλις 17 ευρώ τον Ιανουάριο του 2021. Πρόκειται για μία αύξηση-ρεκόρ της τάξης του 320%, ενώ κατά μέσο όρο η ετήσια μεταβολή δεν ξεπερνά τα 15-20 ευρώ. Στις spot αγορές πάλι, όπου διενεργούνται οι βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, η τιμή του φυσικού αερίου έχει διπλασιαστεί από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2020.
Αυτά.