Ρεκόρ διολίσθησης για την τουρκική λίρα

Οι οικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία μετά τις νέες παρεμβάσεις Ερντογάν στη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας απασχολούν σήμερα τον γερμανόφωνο Tύπο.

«Ρεκόρ διολίσθησης για την τουρκική λίρα» επιγράφεται δημοσίευμα στις οικονομικές σελίδες της Süddeutsche Zeitung, το οποίο αναφέρει: «Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμείχθηκε για μία ακόμη φορά στην πολιτική της κεντρικής τράπεζας, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες μειώσεις επιτοκίων. Απέλυσε τους δύο υποδιοικητές, Σεμίχ Τουμέν και Ουγκούρ Ναμίκ Κιουτσούκ, καθώς και τον Αμπνουλάχ Γιαβάς, έμπειρο στέλεχος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής. Οι Κιουτσούκ και Γιαβάς είχαν εξοργίσει τον Ερντογάν, που αυτοαποκαλείται ‘εχθρός του τόκου’, καθώς επέκριναν τη μείωση επιτοκίων που αποφασίστηκε τον περασμένο μήνα. Οι αγορές δεν ενθουσιάζονται, όταν μάλιστα ο Ερντογάν έχει εκδιώξει τρεις διοικητές μέσα σε διόμισυ χρόνια. Η λίρα υποχώρησε σε ισοτιμία 9,19 έναντι του δολαρίου, μία διολίσθηση-ρεκόρ. Μόνο φέτος έχει χάσει το 19% της αξίας της. Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στη συνεχή ανάμειξη του Ερντογάν σε υποθέσεις της κεντρικής τράπεζας, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της τράπεζας, αλλά και στην τουρκική λίρα».

«Ο Ερντογάν πυροδοτεί τον πληθωρισμό» είναι ο τίτλος της Neue Zürcher Zeitung (NZZ), που επικρίνει σε υψηλούς τόνους τους χειρισμούς του Τούρκου προέδρου: «Σε καμία άλλη χώρα δεν είναι τόσο εμφανής η ανάγκη για ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας από την πολιτική εξουσία όσο στην Τουρκία, όπου ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εδώ και πολλά χρόνια, αισθάνεται την υποχρέωση να παρεμβαίνει σε θέματα νομισματικής πολιτικής. Κάθε φορά οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές. Το ίδιο συνέβη και μετά την τελευταία παρέμβαση του αυταρχικού ηγέτη». Η ελβετική εφημερίδα σημειώνει ότι ο πληθωρισμός στην Τουρκία πλησιάζει το 20% και επισημαίνει: «Προϋπόθεση για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός είναι ένα στοιχειωδώς σταθερό νόμισμα. Αλλά κάθε φορά ο Ερντογάν, με τις παράλογες παρεμβάσεις του, επιτυγχάνει το αντίθετο αποτέλεσμα, ενώ όλο και περισσότεροι επενδυτές γυρίζουν την πλάτη στη λίρα. Έτσι η ισοτιμία της συνεχώς υποχωρεί και η Τουρκία, που αγωνίζεται να μειώσει ένα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αναγκάζεται να πληρώσει τις εισαγωγές της ακόμη πιο ακριβά».

Ο κίνδυνος της …ανάκαμψης

Σε ανταπόκρισή της από την Τουρκία η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt εξηγεί ότι η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία μπορεί να αποδειχθεί …επικίνδυνη, καθώς ο πληθωρισμός καλπάζει. Ως παράδειγμα αναφέρει την Χατιγιέ Κιλίτς, μητέρα τριών παιδιών και ιδιοκτήτρια ενός μικρού ξενοδοχείου στα παράλια της Τουρκίας, η οποία επισκέπτεται τη λαϊκή αγορά. «Πριν από έναν χρόνο μία παλέτα με αυγά στοίχιζε 17 λίρες, τώρα πήγε 34 λίρες, λέει η Κιλίτς. Πηγαίνει στον πάγκο με τις ντομάτες και βλέπει ότι έχουν ανέβει από τις τέσσερις στις επτά λίρες το κιλό. Μία πεντάκιλη συσκευασία γιαουρτιού στον διπλανό έμπορο στοιχίζει 20 λίρες έναντι 13 (πριν από έναν χρόνο). Η ίδια όμως δεν μπορεί να ζητήσει πάνω από 80 λίρες (περίπου 7,90 ευρώ) για μία διανυκτέρευση με ημιδιατροφή. Γιατί αν το κάνει, ο πελάτης θα προτιμήσει τους ανταγωνιστές της. Η Κιλίτς λέει ότι δεν θέλει να κάνει πολιτικό σχόλιο, αλλά ‘με αυτούς που μας κυβερνούν δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση’».

Κακοπληρωμένες δουλειές στην τουρκική βιομηχανία

Ένα από τα πιο περιζήτητα προϊόντα της Τουρκίας είναι τα ακατέργαστα δέρματα, που συχνά αξιοποιούνται σε αγαθά πολυτελείας, όπως ενδύματα, παπούτσια ή και σκάφη αναψυχής. Σε συνεργασία με τη γερμανική Μη Κυβερνητική Οργάνωση Südwind η εφημερίδα Tageszeitung (TAZ) καταγράφει τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας που επικρατούν στον κλάδο: «Οι δουλειές δεν πληρώνονται καλά. Σχεδόν κανείς δεν παίρνει περισσότερα από τον κατώτατο μισθό των 2.300 λιρών, που ισοδυναμεί με λιγότερα από 230 ευρώ. Μόνο ένας από τους ερωτηθέντες είχε υπογράψει συμβόλαιο, οι υπόλοιποι απασχολούνται χωρίς γραπτή συμφωνία, χωρίς καμία εξασφάλιση. (…) Αλλά και οι συνθήκες εργασίας είναι απαίσιες. Προστασία δεν υπάρχει, αν και στην επεξεργασία δέρματος χρησιμοποιούνται επιβλαβείς χημικές ουσίες. Για εμάς, λέει μία από τις γυναίκες που ερωτήθηκαν, είναι εντελώς φυσιολογικές καταστάσεις η βρωμιά, ο θόρυβος, ο κίνδυνος από τα μηχανήματα. Προστατευτικός εξοπλισμός δεν υπάρχει, κατά κανόνα».

Επιπλέον, καταγγέλλουν τα τουρκικά συνδικάτα, τα τελευταία χρόνια απασχολούνται στις βιοτεχνίες δέρματος χιλιάδες πρόσφυγες με μισθούς πείνας: «Σύμφωνα με εκπρόσωπο των συνδικάτων στην περιφέρεια Γκεντίτεπε της Κωνσταντινούπολης, που έχει παράδοση στη βυρσοδεψία, το 80% των εργαζομένων είναι πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τη Συρία, αλλά και από το Αφγανιστάν ή το Ιράκ. Όλοι εργάζονται χωρίς συμβόλαιο, για μισθούς πείνας που συνήθως δεν ξεπερνούν τα 100 ευρώ τον μήνα. Πληρώνονται κάθε εβδομάδα με μετρητά, κάποιες φορές δεν πληρώνονται καθόλου. Με τους Σύρους, που από το 2015 συρρέουν στην Τουρκία ως πρόσφυγες, η παραγωγή ακατέργαστων δερμάτων έχει αυξηθεί κατά 50%, λένε τα συνδικάτα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εργάζονται σε μικρές βιοτεχνίες, που λειτουργούν ως υπεργολάβοι για μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι Τούρκοι εργαζόμενοι εκτοπίζονται από το επάγγελμα, γιατί απαιτούν τουλάχιστον τον κατώτατο μισθό, ενώ οι πρόσφυγες παίρνουν και λιγότερα, γιατί έχουν ανάγκη. Είναι και αυτός ένας λόγος που έχει επιδεινωθεί το κλίμα απέναντι στους πρόσφυγες στην Τουρκία».

Πηγή: dw.com

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.