H φοροαποφυγή που απολαμβάνουν οι πέντε παγκόσμιοι κολοσσοί της τεχνολογίας (Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft) και φθάνει έως και στα 32 δις δολάρια ετησίως, θα μπορούσε να καλύψει οικονομικά τον πλήρη εμβολιασμό όλου του πλανήτη και να οδηγήσει την οικονομία σε ανάκαμψη.
Αυτό δείχνει η αποκαλυπτική έρευνα της μη κυβερνητικής οργάνωσης ActionAid, που έγινε εν όψει της συνόδου της G20 στις 21 Μαΐου για την υγεία και την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι γίγαντες της τεχνολογίας, οι GAFAM (ακρωνύμιο των γιγάντων της τεχνολογίας Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft) «έχουν αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο και έχουν συγκεντρώσει δισεκατομμύρια σε κέρδη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αν η φορολογία στις εταιρείες ήταν δίκαιη, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν καλύτερα τα συστήματα υγείας για να δοθεί τέλος στην πανδημία και να αρχίσει η ανάκαμψη», υπογραμμίζει η ΜΚΟ στην ανακοίνωσή της.
Η διεθνής ΜΚΟ ανέλυσε τις διαθέσιμες φορολογικές πληροφορίες για τις Big Tech εταιρίες, τις Alphabet, Amazon, Apple, Facebook και Microsoft – πέντε από τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο – για να δείξει πιθανά έσοδα που θα μπορούσαν να προκύψουν από ένα φορολογικό καθεστώς που αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την παγκόσμια οικονομική παρουσία αυτών των εταιρειών.
Σύμφωνα με υπολογισμούς που έκανε μαζί με την ένωση Patriotic Millionaires, η ActionAid εκτιμά την απώλεια εσόδων σε 21 δισεκατομμύρια δολάρια για την G7, σε 8 δισεκατομμύρια για τις 27 χώρες μέλη της ΕΕ ή ακόμη σε 100 εκατομμύρια δολάρια για την Νιγηρία, «αρκετά για να πληρώνονται 70.000 νοσηλευτές για ένα έτος».
«Αυτό που είναι εντυπωσιακό για τα στοιχεία, που συναντάμε, είναι το μέγεθός τους: ότι δηλαδή είναι τόσο μεγάλα τα ποσά και ότι βλέπουμε – ειδικά και τώρα στην περίοδο του COVID-19- τι θα μπορούσαν να είχαν κάνει αυτά τα χρήματα για δημόσιους σκοπούς στον κόσμο», δήλωσε στη Deutsche Welle η Anders Dahlbeck, επικεφαλής της ActionAid για την παγκόσμια φορολογική πολιτική.
«Σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις αναζητούν απεγνωσμένα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν τα έξοδα αντιμετώπισης του COVID-19, η μη αξιοποίηση αυτού του πιθανού φορολογικού πόρου είναι μια χαμένη ευκαιρία», γράφουν οι συντάκτες της έκθεσης.
«Όλο και περισσότερο ο κόσμος εξοργίζεται με τις απροκάλυπτες υπερβολές της παγκόσμιας ψηφιακής οικονομίας, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς τώρα, καθώς η πανδημία της Covid-19 επιδείνωσε τις ανισότητες στην οικονομία και στα συστήματα υγείας», σχολίασε η Julia Sánchez, Γενική Γραμματέας της ActionAid International και πρόσθεσε:
«Καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες καταρρέουν και ο κόσμος αντιμετωπίζει ένα απαρτχάιντ με τα εμβόλια, οι τεχνολογικοί κολοσσοί συσσωρεύουν δισεκατομμύρια κέρδη, επειδή το σημερινό παγκόσμιο φορολογικό σύστημα τους επιτρέπει να αποφύγουν την καταβολή του μεριδίου που τους αναλογεί. Κυρίως οι γυναίκες και οι νέοι πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα αυτής της αδικίας».
Παράλληλα, κατήγγειλε «ένα σύστημα που επιτρέπει στις μεγάλες εταιρείες να συλλέγουν και να πωλούν τα δεδομένα ανθρώπων, να επηρεάζουν ύπουλα τις συνήθειές μας και να δημιουργούν νέους δισεκατομμυριούχους, ενώ την ίδια ώρα συμβάλλουν ελάχιστα ή καθόλου στις δημόσιες υπηρεσίες των χωρών στις οποίες βγάζουν τα κέρδη τους».
Η κατηγορία αυτή δεν είναι νέα, αλλά διατυπώνεται έπειτα από μια χρονιά πανδημίας, η οποία απέφερε μεγάλα κέρδη στις μεγάλες πλατφόρμες και στις κορυφαίες εταιρείες ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης, καθώς οι καταναλωτές περνούν περισσότερο χρόνο από ποτέ στο διαδίκτυο (τηλεργασία, συνεχής ροή βίντεο και μουσικής ή ηλεκτρονικό εμπόριο).
Ένα ξεπερασμένο και άδικο σύστημα
Η έκθεση υπογραμμίζει πώς η άνοδος της ψηφιακής οικονομίας περιπλέκει τις πρακτικές φορολογίας των εταιρειών. Οι περισσότεροι ισχύοντες παγκόσμιοι φορολογικοί κανόνες σχεδιάστηκαν πριν από την έλευση του διαδικτύου, αναφέρει η έκθεση. Μια βασική δυσκολία που τίθεται από την ψηφιακή οικονομία είναι ο καθορισμός της γεωγραφικής φορολογίας των κερδών μιας εταιρείας.
Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως αυτές που εξετάστηκαν στην έκθεση, έχουν χρήστες και πελάτες σε όλο τον κόσμο . Όμως, η διάρθρωση των διεθνών νόμων περί φορολογίας εταιρειών σημαίνει ότι οι εταιρείες τείνουν να πληρώνουν φόρους στις χώρες όπου εδρεύουν. Για τις περισσότερες εταιρείες Big Tech, αυτό σημαίνει τον παγκόσμιο Βορρά, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα παγκόσμια φορολογικά πλαίσια έχουν επίσης ωθήσει τις εταιρείες να αναζητήσουν δικαιοδοσίες χαμηλής φορολόγησης, τους λεγόμενους «φορολογικούς παραδείσους» όπως η Ιρλανδία ή οι χώρες της Καραϊβικής.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική δραστηριότητα στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, είναι πολύ δύσκολο για αυτές τις χώρες να εισπράξουν πραγματικά φορολογικά έσοδα από αυτές τις εταιρείες, με βάση τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα οι φορολογικοί κανόνες.
Σε μια προσπάθεια για την εξεύρεση καλύτερης λύσης, η έκθεση της ActionAid καλεί τις κυβερνήσεις να εισαγάγουν έναν παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, προειδοποιώντας ότι ο παγκόσμιος ελάχιστος φορολογικός συντελεστής δεν αποτελεί πανάκεια. Η οργάνωση προτείνει έναν εταιρικό ελάχιστο φορολογικό συντελεστή τουλάχιστον 25%, που θα ισχύει εξίσου για τα κέρδη μιας εταιρείας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Για το λόγο αυτό, η ActionAid ζητά επίσης οι φορολογικές υποχρεώσεις να βασίζονται στο πού πραγματοποιείται η οικονομική δραστηριότητα και όχι στο που μια εταιρεία καταγράφει τα κέρδη της.
Υπό την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ αντιτίθενταν σε οποιαδήποτε εναρμόνιση, αλλά ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πρότεινε να καθιερωθεί ελάχιστος φόρος 21% για τις πολυεθνικές.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως δικαίωσε την Amazon
Σημειώνεται ότι το πρώτο τρίμηνο του 2021 η Amazon, ξεπερνώντας κατά πολύ τις εκτιμήσεις των αναλυτών, κατέγραψε τριπλασιασμό των καθαρών της κερδών και αύξηση των πωλήσεων κατά 44%, εν μέσω πανδημίας. Συγκεκριμένα, τα καθαρά κέρδη της Amazon ανήλθαν σε 8,1 δισ. δολάρια έναντι 2,5 δισ. δολάρια το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2020, ενώ οι πωλήσεις ανήλθαν 108,5 δισ. δολάρια έναντι 75,5 δισ. δολάρια ένα χρόνο πριν.
Πριν λίγες μέρες, στις 12 Μαϊου 2021, ευρωπαϊκό δικαστήριο έσβησε το πρόστιμο των 250 εκατ. ευρώ που η ΕΕ ζήτησε από την Amazon.
Συγκεκριμένα, το 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διέταξε το Λουξεμβούργο να ανακτήσει 250 εκατομμύρια ευρώ σε μη καταβληθέντες φόρους από τον γίγαντα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι Βρυξέλλες ισχυρίστηκαν ότι η Amazon απέφυγε να πληρώσει φόρους στα τρία τέταρτα των κερδών της στην ΕΕ διογκώνοντας τα δικαιώματα που μεταφέρθηκαν από τη μία εταιρεία στην άλλη. Το γενικό δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η Amazon δεν επωφελήθηκε από παράνομο φορολογικό πλεονέκτημα στο Λουξεμβούργο.
Η επικεφαλής ανταγωνισμού της ΕΕ Μαργκρέτ Βεστάγκερ αντέδρασε στην απόφαση, λέγοντας ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα για συγκεκριμένες εταιρείες στερούν από τους πολίτες της ΕΕ χρήματα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της πανδημικής ανάκαμψης.
«Η Amazon πραγματοποιεί πωλήσεις 44 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΕ, οι περισσότερες διοχετεύονται μέσω του Λουξεμβούργου. Και δεν πληρώνει φόρο. Στην πραγματικότητα, λαμβάνει πίστωση φόρου. Αυτό που δείχνει αυτή η απόφαση δεν είναι ότι πρέπει να παίζουμε πια με τις αποφάσεις περί κρατικών ενισχύσεων. Χρειαζόμαστε παγκόσμιες μεταρρυθμίσεις στους διεθνείς φορολογικούς κανόνες για να λειτουργήσουμε», είπε ο Alex Cobham, Διευθύνων Σύμβουλος του Tax Justice Network.