Στο βιβλίο, «Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο: Το μέλλον του συστήματος που κυβερνά τον κόσμο», το οποίο κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιώργου Χρηστίδη, ο Branko Milanovic αποδεικνύει και πάλι, μετά το έργο του «Παγκόσμια ανισότητα» (το οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Νίκου Ρούσσου), ότι είναι ένας από τους πληρέστερους (σε μεθοδολογικά εργαλεία και φιλοσοφική θεμελίωση) μελετητές του φαινομένου της οικονομικής ανισότητας σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Κεντρική ιδέα του βιβλίου αποτελεί η διατύπωση και η εμπειρική απόδειξη της θέσης ότι ο καπιταλισμός δεν συνιστά απλώς το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο παραγωγής και κατανομής του πλούτου, αλλά επιπλέον ότι η ελεύθερη αγορά ανάγεται πλέον σε μοναδικό κι αδιαφιλονίκητο τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού βίου στις πολιτικές κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μοιάζει να επιβεβαιώνεται η διαπίστωση του Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου Michael J. Sandel, σύμφωνα με τον οποίο η οικονομία της αγοράς έχει μετεξελιχθεί σε «κοινωνία της αγοράς».
Μετά από δυο περίπου αιώνες οικονομικής κυριάρχησης της Δύσης (Ευρώπης-Βόρειας Αμερικής), με όχημα τη Βιομηχανική Επανάσταση, σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από de iure ή de facto αποικιοκρατικές σχέσεις με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα τελευταία 30 χρόνια παρατηρείται αλλαγή σκηνικού. Συγκεκριμένα, η εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη στην Ασία (ιδίως σε Κίνα και Ινδία, αλλά επίσης και σε Ινδονησία, Βιετνάμ) και η αντίστοιχη στασιμότητα στις μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού οδηγούν σε σταδιακή επανεξισορρόπηση της ισχύος μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Τούτο, αφενός, συνεπάγεται τη μείωση της ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς διευρύνεται σημαντικά ο αριθμός των κρατών που διεκδικούν και αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στις παγκόσμιες εμπορευματικές αλυσίδες παραγωγής και διανομής αγαθών και υπηρεσιών. Αφετέρου, όμως, επιφέρει ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών, διότι οι ελίτ νέμονται τους καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης σε υπερπολλαπλάσιο βαθμό έναντι της μεσαίας τάξης και των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού.
Η έκρηξη της ανισότητας στο εσωτερικό τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων κρατών εξηγείται, κατά τον Milanovic, μέσα από μια αξιακή και μια εμπειρική διάγνωση. Σε αξιακό επίπεδο, η επιδίωξη κέρδους εκλαμβάνεται ως ο σπουδαιότερος (αν όχι ο αποκλειστικός) σκοπός στη ζωή των ατόμων, τα οποία, αποσυνδεδεμένα από το σταθερό εργασιακό περιβάλλον της χρυσής τριακονταετίας του μεταπολεμικού δυτικού υποδείγματος, διεκδικούν ρόλο «καπιταλιστή του εαυτού» τους σε μια ολοένα και πιο απορρυθμιζόμενη αγορά. Από εμπειρική σκοπιά, πληθώρα στατιστικών δεικτών που παρατίθενται στο βιβλίο καταδεικνύουν την πλήρη κατίσχυση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, καθώς στις μέρες μας οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με τα υψηλότερα εισοδήματα τόσο από κεφάλαιο (ως ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων) όσο και από εργασία (ως διευθυντικά στελέχη λήψης αποφάσεων).
Ο Milanovic αφιερώνει μεγάλο μέρος του βιβλίου στα σημεία σύγκλισης και απόκλισης ανάμεσα στα δυο μοντέλα καπιταλισμού που κυριαρχούν στον 21ο αιώνα, τον (νεο)φιλελεύθερο αξιοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης, με εξέχοντα εκπρόσωπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τον πολιτικό-απολυταρχικό καπιταλισμό της Άπω Ανατολής, με επίκεντρο την Κίνα.
Στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα βασίζεται στην πρόσμιξη τριών συστατικών στοιχείων: α) τον πολιτικό φιλελευθερισμό μέσα από τη δημοκρατική εναλλαγή πλειοψηφίας-μειοψηφίας, τις θεσμικές οριοθετήσεις του κράτους δικαίου και την τυπική ισότητα των ευκαιριών που επιτρέπει τουλάχιστον μέχρις ορισμένου βαθμού την κοινωνική κινητικότητα, β) την αξιοκρατία, δηλαδή την κατανομή πλούτου και αξιωμάτων κατά το λόγο της προσωπικής αξίας καθενός, και γ) τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή την ελεύθερη αγορά ως θεμέλιο λίθο της οικονομικής σφαίρας.
Ο συγγραφέας, μέσα από ποικίλα δεδομένα, αποδεικνύει ότι αποτελεί σφάλμα να αντιμετωπίζεται η Κίνα, είτε σε φιλελεύθερες είτε σε αριστερόστροφες αφηγήσεις, ως «κρατικο-καπιταλιστική» ή, κατά μείζονα λόγο, ως «κομμουνιστική» χώρα. Συγκεκριμένα, στην Κίνα ο δημόσιος τομέας παράγει μονάχα το 20% του ΑΕΠ (60% ο ιδιωτικός τομέας και 20% συνεταιριστικές ή συνεργατικές επιχειρήσεις), η αγορά καθορίζει τις τιμές σχεδόν στο 85% των προϊόντων, ενώ μόλις το 16% των εργαζομένων στα αστικά κέντρα απασχολούνται σε κρατικές επιχειρήσεις-οργανισμούς.
Συνδυάζοντας τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί ότι το κινέζικο μοντέλο δεν συνιστά κρατικά διευθυνόμενο οικονομικό σύστημα, αλλά υιοθετεί το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς, όπως συμβαίνει και στον (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης. Η διαφορά ανάμεσα στους δυο καπιταλιστικούς δρόμους του 21ου αιώνα έγκειται στο γεγονός ότι στην Κίνα δεν υφίσταται κοινωνία των πολιτών τυπικά ίσων προσώπων, απεναντίας η πολιτική κοινωνία οργανώνεται με επίκεντρο μια μονοκομματική εξουσία χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και αρθρώνεται με βάση προϋφιστάμενες ιεραρχήσεις ανάμεσα στη διευθύνουσα πολιτικο-καπιταλιστική τάξη (ταύτιση πολιτικών και οικονομικών ελίτ στα ίδια πρόσωπα) και τον υπόλοιπο λαό.
Η σχετική αυτονομία μεταξύ πολιτικών και οικονομικών ελίτ, εννοιολογικό γνώρισμα του φιλελεύθερου καπιταλισμού στην ιδεοτυπική του μορφή, καθίσταται σε πρακτικό επίπεδο ολοένα και πιο θολή, καθώς διαβρώνεται μέσα από την ιδιωτική χρηματοδότηση των πολιτικών δρώντων, με τα «λόμπι» να καταλαμβάνουν παρα-θεσμικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων γύρω από τα κρίσιμα ζητήματα παραγωγής και διανομής του πλούτου.
Στο (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό η νομιμοποίηση των (de facto άδικων) αποφάσεων απορρέει από τη δημοκρατική αρχή και από τις a priori -γενικά κι αφηρημένα διατυπωμένες- διαδικασίες του κράτους δικαίου. Στον πολιτικό-απολυταρχικό καπιταλισμό, η νομιμοποίηση και αναπαραγωγή των de iure ιεραρχικών δομών συντελείται με κριτήριο την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων, ήτοι με βάση την ευημερία και ανάπτυξη που (τεκμαίρεται αμάχητα ότι) επιφέρουν.
Η αναγωγή της οικονομικής αποτελεσματικότητας σε κριτήριο νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας εργαλειοποιεί την αξία της δημοκρατίας ως «πρωταρχικού αγαθού», απαλλάσσοντας την πολιτική και οικονομική ελίτ που διαθέτει την τεχνογνωσία και την οικονομική ισχύ από τη λογοδοσία απέναντι στην κοινωνία των πολιτών.
Η παραγωγική διαδικασία αποπολιτικοποιείται και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας υποκαθίσταται από τεχνικές ιεραρχήσεις. Κατά συνέπεια, η ενοποίηση πολιτικών και οικονομικών ελίτ και η νομιμοποίηση του εξουσιαστικού φαινομένου με όρους αποτελεσματικότητας και όχι δημοκρατικής διαβούλευσης καθίσταται σταδιακά κοινό χαρακτηριστικό τόσο του (νεο)φιλελεύθερου όσο και του απολυταρχικού καπιταλισμού.
Η διαφορά, βέβαια, παραμένει αξιοσημείωτη. Στην ανεπτυγμένη Δύση η παραπάνω διαπίστωση συνιστά απότοκο της de facto πλουτοκρατικής διάρθρωσης των πολιτικών κοινωνιών, ενώ στην αναπτυσσόμενη Άπω Ανατολή εγγενές στοιχείο του απολυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης. Ο κινέζικος καπιταλισμός εξαλείφει ευθύς εξαρχής την πολιτική από το νου των ανθρώπων ως μια υπόθεση των ειδημόνων που δεν αφορά τις μάζες, ενώ στο (νεο)φιλελεύθερο-αξιοκρατικό καπιταλισμό η απομάγευση της συμμετοχής σε διαδικασίες διαβούλευσης επέρχεται όχι τόσο λόγω της συνθετότητας των σύγχρονων διακυβευμάτων όσο λόγω της εσωτερίκευσης της ματαιότητας πως «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Η υποκατάσταση της δημοκρατικής αρχής από το δόγμα της αυταπόδεικτης αποτελεσματικότητας, ιδίως σε καιρούς κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής κ.λπ.) δείχνει ότι πράγματι το χάσμα μεταξύ (νεο)φιλελεύθερου και απολυταρχικού καπιταλισμού έχει μειωθεί σημαντικά όχι μόνο από τη σκοπιά οικονομικών δεικτών, αλλά και αναφορικά με ουσιώδεις πτυχές του καθημερινού τρόπου άσκησης της εξουσίας. Τούτο συμβαίνει δυστυχώς όχι μέσα από την ευκταία φιλελευθεροποίηση της Κίνας, αλλά με την ανεπιθύμητη αυταρχικοποίηση των δυτικών μετα-δημοκρατιών.
Οι προκλήσεις, με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι δυο τύποι καπιταλισμού είναι οι ακόλουθοι: Στον μεν (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό, η τυπική ισότητα έναντι του νόμου διαβρώνεται μέσα από τη διαγενεακή μεταβίβαση της ανισότητας μέσω της κληρονομικής διαδοχής, της ιδιωτικοποίησης κοινωφελών υπηρεσιών, καθώς και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο δε πολιτικός-απολυταρχικός καπιταλισμός είναι βέβαιο ότι θα δοκιμαστεί σοβαρά όσο διευρύνεται η μεσαία τάξη από την εγγενή διαφθορά των πολιτικών-καπιταλιστικών ελίτ και την απουσία δικαιοκρατικών εγγυήσεων κατά τη λήψη αποφάσεων.
O Milanovic θεωρεί ως μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων, υπερεμπορευματοποιημένων κοινωνιών την απο-ηθικοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Το laissez-faire του Adam Smith προϋπέθετε την καλλιέργεια ηθικών συναισθημάτων των συμμετεχόντων στην ελεύθερη αγορά, ώστε να εκτυλίσσεται απρόσκοπτα το «ευγενές εμπόριο της συμπάθειας».
Η ρύθμιση της αχαλίνωτης αγοράς πλέον δεν μπορεί να στηριχθεί σε εσωτερικευμένους, ηθικούς φραγμούς αυτόνομων ορθολογικών δρώντων με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση στις διατομικές και κοινωνικές τους σχέσεις. Αντιθέτως, επαφίεται μόνο σε νόμους και κανόνες, οι οποίοι, όμως, δεν αντανακλούν τη ρουσσωική «γενική βούληση» αλλά παράγονται από πολιτικούς σε στενή διασύνδεση με την περιουσιοκρατική ελίτ (στον (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό) ή από την ίδια την πολιτικο-καπιταλιστική διευθύνουσα τάξη (στον πολιτικό-απολυταρχικό καπιταλισμό).
Η ποσοτικά αυξανόμενη ευημερία, λοιπόν, δεν έχει συνοδευθεί καθόλου από ανάλογη ηθική και πολιτική ανάπτυξη των αγοραίων δρώντων, δηλαδή από την καλλιέργεια των «ανώτερων ηδονών» κατά τον ωφελιμισμό του κανόνα του John Stuart Mill. Αυτή η από-ηθικοποίηση των ολοένα και πιο εμπορευματοποιημένων πτυχών της κοινωνικής ζωής («οι άνθρωποι ως καπιταλιστικά κέντρα παραγωγής», σελ. 254-257) προξενεί μια σειρά από παθογένειες που διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας.
Στις παθογένειες αυτές συγκαταλέγονται: α) η κανονικοποίηση της διαφθοράς ως αναπότρεπτο στοιχείο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, β) η απουσία ισχυρών ανθρώπινων δεσμών για την εύρυθμη λειτουργία των συμβάσεων σε μια εποχή που η «αυτοκρατορία του νόμου» (κατά τη διατύπωση του Dworkin) έχει υποκατασταθεί από την παντοκρατορία των συμβάσεων, γ) η θεσμοποίηση της νοοτροπίας του «λαθρεπιβάτη» στην κοινωνική πολιτική, με τα ευπορότερα στρώματα να καταφεύγουν στην ιδιωτική παροχή κοινωφελών υπηρεσιών, αποστερώντας έτσι το υποχρεωτικό σύστημα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης από τους αναγκαίους πόρους για τη βραχυπρόθεσμη επάρκεια των παροχών και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Η ανάλυση του Milanovic είναι εξαιρετικά τεκμηριωμένη και διεισδυτικά κριτική προς τον κυρίαρχο, υπερεμπορευματοποιημένο καπιταλισμό (είτε με αξιοκρατικό είτε με a priori ιεραρχικό πρόσημο).
Εντούτοις, οι προτάσεις του συγγραφέα αρκούνται σε μια εκ των έσω μεταρρύθμιση του συστήματος προς την κατεύθυνση ενός πιο εξισωτικού καπιταλισμού, ο οποίος θα βασίζεται στην ίση κατανομή κεφαλαίου και δεξιοτήτων («ικανοτήτων» κατά τη διάσημη διατύπωση του Amartya Sen) και στη δημοκρατική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας με ταυτόχρονη διατήρηση της αγοράς ως μοχλού διαρρύθμισης των οικονομικών σχέσεων, προκειμένου να επιτευχθεί το πέρασμα από την τυπική στην πραγματική ισότητα των ευκαιριών.
Μοιάζει να αποδέχεται έστω και κριτικά το δόγμα «δεν υπάρχει εναλλακτική», αναζητώντας, πάντως, ρεαλιστικές λύσεις εντός ενός κλυδωνιζόμενου αλλά ηγεμονικού συστήματος μέσα από τη διεθνοποίηση των αναδιανεμητικών-διορθωτικών επεμβάσεων του κράτους πρόνοιας. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι η κομμουνιστική ουτοπία όχι απλώς διαψεύστηκε παταγωδώς ως προς τις χειραφετητικές της διακηρύξεις, αλλά συνάμα ό, τι πέτυχε στις χώρες όπου επικράτησε η κοινωνική-εθνική επανάσταση ήταν η οικοδόμηση ενός εγχώριου, κεντρικά διευθυνόμενου καπιταλισμού σε τέως αποικιοκρατούμενες κοινωνίες με προαστικές, φεουδαλικές σχέσεις παραγωγής («ο κομμουνισμός είναι το αντίστοιχο της ανάδυσης της αστικής τάξης στη Δύση», σελ. 104).
Η παγκοσμιοποίηση ως κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής, είτε του κεφαλαίου με τη μορφή ιδιωτικών επενδύσεων είτε, κυρίως, της εργασίας με τη μορφή της μετανάστευσης, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας.
Η απάντηση του Milanovic απέναντι στην ολοένα επιτεινόμενη ξενοφοβία των εγχώριων πληθυσμών είναι μάλλον αμήχανη, καθώς εισηγείται τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου νομικού status μεταξύ πολίτη και μη πολίτη (υπο-ιθαγένεια) ως θεσμικού τρόπου πρόληψης του χειρότερου σεναρίου που είναι η συστηματική παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων των μεταναστών, οι οποίοι εκτίθενται σε κίνδυνο απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης.
Η λύση που εισηγείται ο Milanovic, βέβαια, ενέχει (όπως επισημαίνει προς τιμήν του και ο ίδιος ο συγγραφέας) τον κίνδυνο δημιουργίας μιας περιθωριοποιημένης υπο-τάξης, κατεβάζοντας εκ των προτέρων τον πήχυ ως προς τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό στόχο της συμπερίληψης των εν λόγω πληθυσμών.
Εν κατακλείδι, ο Milanovic είναι θετικά διακείμενος προς τη ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από τις δυστοπικές εικόνες ρομποτοποίησης του ανθρώπινου βίου και εκφράζοντας, παράλληλα, επιφυλάξεις για εναλλακτικές θεωρήσεις του κράτους πρόνοιας στα δεδομένα της αυτοματοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας, όπως ο θεσμός του καθολικού, απροϋπόθετου βασικού εισοδήματος.
Εκφράζει σκεπτικισμό απέναντι στο βασικό εισόδημα για εμπειρικούς (απουσία πρακτικών αποτελεσμάτων εφαρμογής), δημοσιονομικούς (αμφιβολίες ως προς τη χρηματοδότηση) και, πρωτίστως, ηθικοπολιτικούς λόγους (αποσύνδεση της κοινωνικής πολιτικής από νομοθετικά προκαθορισμένους κοινωνικούς κινδύνους).
Το πιο αισιόδοξο μήνυμα, πάντως, που αφήνει το βιβλίο σε κάθε αναγνώστη είναι ότι η ιστορία, μολονότι φαντάζει ασφυκτική με την παντοκρατορία ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος υπό κρίση, δεν εξελίσσεται γραμμικά, όπως έχει διακηρυχθεί με ντετερμινιστικό τρόπο τόσο από το φιλελεύθερο «τέλος της ιστορίας» ή από τον μαρξογενή δρόμο προς τον κομμουνισμό.
Απεναντίας, ο κοινωνικοπολιτικός βίος αφήνει πάντοτε χαραμάδες μετασχηματισμών μέσα από την ενεργό παρέμβαση των ατόμων και των συλλογικοτήτων στις πολλαπλές αβεβαιότητες του σύγχρονου κόσμου.
Ο Θωμάς Ψήμμας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών