Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν καθαρός χθες στην Βουλή, διαμηνύοντας ότι ο κορονοϊός δεν αλλάζει την ατζέντα της κυβέρνησης – «οι δικοί του περιορισμοί», είπε, «δεν περιορίζουν τις δικές μας μεταρρυθμίσεις».
Όπερ, μετά το νομοσχέδιο Βρούτση, που αναμένεται μέχρι τα Χριστούγεννα στην Βουλή και βάζει στο στόχαστρο υπερωρίες, οκτάωρο και συνδικαλιστικό νόμο, η επόμενη «μεταρρυθμιστική τομή» της κυβέρνησης θεωρείται δεδομένο πως θα είναι το «ασφαλιστικό Πισσαρίδη- Τσακλόγλου».
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο σχεδιασμός από τον αρμόδιο υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πάνο Τσακλόγλου – ο οποίος είχε θητεύσει ως μέλος της επιτροπής Πισσαρίδη και ανέλαβε την συγκεκριμένη κυβερνητική θέση με αποκλειστική ευθύνη τις αλλαγές στο ασφαλιστικό – βρίσκεται σε προωθημένο στάδιο
Και, υπό την αίρεση πάντοτε της έκβασης της πανδημίας, πρόθεση της κυβέρνησης είναι να φέρει το νέο ασφαλιστικό στην δημόσια διαβούλευση μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2021.
Το τελικό κείμενο της έκθεσης Πισσαρίδη που δόθηκε αυτή την εβδομάδα στην δημοσιότητα δίνει ήδη και το βασικό πλαίσιο αυτού του νέου ασφαλιστικού, το οποίο έχει ως ακλόνητο θεμέλιο την εισαγωγή, για πρώτη φορά, του ιδιωτικού πυλώνα στην κοινωνική ασφάλιση.
Πιο απλά, με βάση την έκθεση Πισσαρίδη, στο νέο ασφαλιστικό η επικουρική ασφάλιση θα ανατεθεί στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες και στα ιδιωτικά επενδυτικά funds. Είναι το σύστημα το οποίο από την αντιπολίτευση περιγράφεται ως «ασφαλιστικό Πινοσέτ» καθώς στην πιο βίαιη μορφή του είχε εφαρμοστεί – ανεπιτυχώς – στην Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ, και πλέον εμφανίζεται όχι μόνον ως μεταρρυθμιστικό στοίχημα για την κυβέρνηση αλλά και ως προϋπόθεση για την εκταμίευση κονδυλίων από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης.
Εδώ, βρίσκεται και το πρώτο κομβικό στοιχείο των ανατροπών στο ασφαλιστικό: Είναι το γεγονός πως η εφαρμογή του μοντέλου Πισσαρίδη καθίσταται δεσμευτική, από την στιγμή που η κυβέρνηση σχεδιάζει να την εντάξει, ως στρατηγικό αναπτυξιακό πυλώνα, στο τελικό σχέδιο για την απορρόφηση των 32 δις του Ταμείου Ανάκαμψης που θα κατατεθεί τον Φεβρουάριο στις Βρυξέλλες.
Το δεύτερο στοιχείο που επισημαίνουν οι ειδικοί επί του ασφαλιστικού είναι πως, εκτός από την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, η έκθεση Πισσαρίδη βάζει «από το παράθυρο» και θέμα μείωσης των κύριων συντάξεων.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση προτείνεται η ενίσχυση του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης, χωρίς να αυξηθεί η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη.
Αντιθέτως, υπάρχει ευθεία αναφορά στην ανάγκη μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, γεγονός που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε μείωση συντάξεων.
Η μείωση των συντάξεων προκύπτει εμμέσως και από την έτερη πρόταση της έκθεσης – εκείνη, της χορήγησης κινήτρων για την παραμονή στην εργασία για περισσότερα χρόνια.
Η πρόταση όμως συνοδεύεται και από τον παράλληλο επαναπροσδιορισμό της σύνταξης με βάση το όριο ηλικίας: Συνδυάζεται, δηλαδή, το τελικό ύψος των αποδοχών της σύνταξης με την ηλικία εξόδου από την εργασία.
Από εδώ, όπως τονίζουν οι ειδικοί επί του ασφαλιστικού, προκύπτει πρόβλεψη για μικρότερες συντάξεις για όσους βγαίνουν στη σύνταξη στα 62 ή 65 έτη, σε σχέση με όσους συνταξιοδοτούνται στο 67ο έτος της ηλικίας, ανεξαρτήτως εάν έχουν τα ίδια έτη ασφάλισης – για παράδειγμα 40 έτη – και έχουν πληρώσει τις ίδιες εισφορές.
Ως προς το σκέλος του κεφαλαιοποιητικού συστήματος και του ιδιωτικού πυλώνα στην επικουρική σύνταξη, το σχέδιο προβλέπει ότι το 6,5% των εισφορών για τους νέους εργαζόμενους, αντί να καταβάλλεται στην κύρια σύνταξη, θα καταβάλλεται στην επικουρική.
Οι νέοι εργαζόμενοι θα μπορούν απευθύνονται για την επικούρηση σε επαγγελματικά ταμεία, εταιρείες επενδυτικές που θα πρέπει να έχουν την έγκριση και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Δικαίωμα ένταξης στο νέο «ιδιωτικό επικουρικό ασφαλιστικό» θα έχουν προαιρετικά και οι σημερινοί εργαζόμενοι.
Η ιδιωτικοποίηση και ουσιαστικά η σταδιακή κατάργηση του δεύτερου πυλώνα (ΕΤΕΑΕΠ) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σημαίνει ότι τα διανεμητικά και εγγυημένα στοιχεία των συνταξιοδοτικών παροχών από το κράτος περιορίζονται στην εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη.
Και αυτό με την σειρά του, στην πράξη, οδηγεί στην μείωση της εγγυημένης (από το κράτος) σύνταξης κάτω από το μισό. Από το 70%, που είναι σήμερα θα πάει στο 30%.