Οι περισσότεροι έχουμε δυσαρεστηθεί από τον ήχο της δικής μας φωνής. Αλλά γιατί μας ενοχλεί τόσο το πώς ακούγεται η δική μας φωνή και όχι η φωνή των άλλων;
Όταν μιλάμε, λαμβάνουμε και τον ήχο που μεταφέρεται στα αυτιά μας εξωτερικά μέσω της αγωγιμότητας του αέρα και του ήχου που μεταφέρεται εσωτερικά μέσω των οστών μας. Αυτός ο ήχος που μεταφέρεται εσωτερικά από τα κόκαλά έχει πολύ χαμηλές συχνότητες. Όταν, λοιπόν, ακούσουμε την φωνή μας που έχει ηχογραφηθεί χωρίς αυτές τις συχνότητες που μεταφέρονται μέσω των οστών, ακούγεται ψηλότερα άρα και διαφορετικά.
Μια άλλη άποψη που μας δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό, διατυπώθηκε το 1966 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ηχογραφημένη φωνή δεν ακούγεται όπως την περιμένουμε, όχι μόνο λόγω της διαφορετικής συχνότητας αλλά και γιατί αποκαλύπτει πτυχές της προσωπικότητάς μας, τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως μόνο όταν ακούσουμε μια ηχογράφηση της φωνής μας. Αυτές οι πτυχές μπορεί να είναι το επίπεδο της ανησυχίας μας, η αναποφασιστικότητα, η θλίψη, ο θυμός μας και τα λοιπά.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν ακούμε την φωνή μας απομονωμένη και διαχωρισμένη από την υπόλοιπη συμπεριφορά μας, μπορούμε να προβούμε σε μια αυτόματη διαδικασία αξιολόγησης της δικής μας φωνής με τον τρόπο που συνηθίζουμε να κρίνουμε με τις φωνές των άλλων. Συγκρίνοντας, επομένως, τις δικές μας εντυπώσεις με το πώς οι άλλοι άνθρωποι πρέπει να μας αξιολογήσουν κοινωνικά, οδηγούμαστε σε δυσαρέσκεια ή σύγχυση, επειδή οι εντυπώσεις που σχηματίζονται από τον τρόπο ομιλίας μας δεν ταιριάζουν με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που επιθυμούμε να προβάλλουμε.
Ωστόσο, είναι απίθανο κάποιος άλλος να εκπλαγεί με το πόσο περίεργη ακούγεται η δική μας φωνή αφού κατά κύριο λόγο δεν επικρίνουμε τις φωνές των άλλων παρά μόνο ο καθένας τη δική του.
Πηγή: perierga.gr