Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Σύμφυτο με την σπουδαία μας κινηματογραφική παραγωγή το Αττικό Τοπίο. Πάνω στο ηθικό του χρώμα, τις ομορφιές, τις χάρες, τους ενθουσιασμούς του, αλλά και την κοινωνική του εκπόρευση, έχτισαν οι μεγάλοι μας σκηνοθέτες σπουδαίες ταινίες και μας κληροδότησαν μερικά από τα διαμάντια της σύγχρονης καλλιτεχνικής μας δημιουργίας. Και θαρρείς πως όλες αυτές οι ταινίες, που σμίλευσαν την ανθρώπινη ευαισθησία μας και συνδιαμόρφωσαν την σύγχρονη πνευματική ταυτότητα του ελληνικού λαού, δημιουργήθηκαν με καλλιτεχνική σοφία και με λεπταίσθητη γνώση της αττικής γής. Κάθε ταινία από αυτές στο σωστό μέρος της Αττικής και στον σωστό χρόνο, που εμπεριείχε μέσα του, όλες τις απαραίτητες παραμέτρους, για να εκφράσουν τα πάθη, τους πόνους, τα βάσανα, τις εξάρσεις, αλλά και τις δραματικές πτώσεις του ελληνικού λαού. Θα μνημονεύσουμε τέσσερις χαρακτηριστικές ταινίες, πολύ θα λέγαμε αντιπροσωπευτικές του ελληνικού κινηματογράφου, από το φάσμα τόσο του κοινωνικού δράματος, όσο και της κωμωδίας, γυρισμένες σε επίλεκτα σημεία της Αττικής, που έχουν να μας πούν πολλά για τις ομορφιές και το ηθικό χρώμα της μεταπολεμικής μας Αττικής, αλλά και τις κοινωνικές παραμέτρους που συνέθεταν την ελληνική ζωή, τις τελευταίες μας δεκαετίες.
Ξεκινούμε με την πολυθρύλητη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955), σε σενάριο του Μιχάλη Κακογιάννη, πάνω σε ιστορία του μεγάλου μας συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μουσική του μοναδικού Μάνου Χατζηδάκη και τραγούδι των Μελίνα Μερκούρη και Σοφία Βέμπο. Με έναν γαλαξία αστέρων, από την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα, ως τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Βούλα Ζουμπουλάκη. Η χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας γυρίζεται στα Εξάρχεια, στο τρίστρατο των οδών : Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Ένα κοινωνικό τοπίο σπαραγμένο από την δίνη του πολέμου και του εμφυλίου, αλλά με όλες τις πρωθύστερες μνήμες της πνευματικής ανάπτυξης, της πολιτισμικής έξαρσης, του πρώιμου αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και της μεσοπολεμικής ευημερίας. Με αρχοντικά νεοκλασικά που υψώνονται επιβλητικά πέριξ της πλατείας των Εξαρχείων, αλλά και με γκρεμίσματα και αποκαΐδια, που αναδύουν το άρωμα της φρίκης του φονικού πολέμου και του ειδεχθούς ηθικά εμφυλίου. Με υποδειγματικήν ευστοχία θεωρούμε λοιπόν, ότι ο Κακογιάννης, επιλέγει τα αισθαντικά Εξάρχεια, για να πλέξει το ειδύλλιο, του αστού Αλέκου Αλεξανδράκη, με μια πανέμορφη λαϊκή κοπέλα την Στέλλα, που δεν την εγκρίνει η οικογένειά του, για να αποζητήσει αυτή τελικά την αγάπη και τον έρωτα, στην αγκαλιά ενός λεβεντόπαιδο λαϊκού τύπου και κοινωνικά ασυμβίβαστου, του «Μίλτου», Γιώργου Φούντα. Αλλά και με τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα των Εξαρχείων, δένει η τελευταία πράξη του δράματος, όπου ο Μίλτος μαχαιρώνει την Στέλλα !
Για να περάσουμε στην Τρίτη ταινία μας, τον «Ηλία του 16-ου», του πολυδύναμου Αλέκου Σακελλάριου (1959), με πρωταγωνιστή τον αεικίνητο Κώστα Χατζηχρήστο, τους Θανάση Βέγγο, Σταύρο Ξενίδη, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Μαρίκα Κρεββατά κ.α. Κατά το σενάριο τρείς φουκαράδες που τους κυνηγούν τα χρέη, αποφασίζουν να κλέψουν έναν ενεχυροδανειστή και κλεπταποδόχο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Ο ένας τον παρακολουθεί ο άλλος σπεύδει σπίτι του για να κλέψει τα κοσμήματα που αποκτά ληστρικά με την τοκογλυφία και ο τρίτος ο Ηλίας – Κώστας Χατζηχρήστος, ντυμένος αστυνομικός, φυλάει τσίλιες ! Τελικά θα οδηγηθούν όλοι στο αστυνομικό τμήμα και ο δαιμόνιος Χατζηχρήστος, θα αποδώσει την αρμόζουσα για τον καθένα δικαιοσύνη. Με μαεστρία εδώ ο σπινθηροβόλος Αλέκος Σακελλάριος, επιλέγει ως καμβά της ταινίας του, τη προσφιλή του Κυψέλη, που γνωρίζει μεταπολεμικά πελώρια οικονομική και κοινωνική άνθηση και φιλοξενεί τα ανερχόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Από τον πρωθυπουργό τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέχρι δικαστικούς και περίσεπτους συγγραφείς και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ελλάδος. Με σπουδαία της στέκια στην ονομαστή Φωκίονος Νέγρη, επίλεκτο μέρος της αστικής τάξης, το καφεζαχαροπλαστείο «Σελέκτ», το μπάρ «Κουίντα» κ.α. Αρμόζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο παμπόνηρος τοκογλύφος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και όλος ο κοινωνικός περίγυρος που τον περιβάλλει στο σενάριο των εξαιρετικών Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Η Κυψέλη του ΄60, αναδίνει όλο το ηθικό χρώμα που ζητά η ταινία.
Κατά το σενάριο λοιπόν ο Αντώνης – Αλέκος Αλεξανδράκης, επιστρέφει από τις σπουδές του ως Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος στην Ιταλία μαζί με την γυναίκα του φοιτήτρια Καλών Τεχνών, την Μπιάνκα- Μάρω Κοντού, που την πλασάρει στην αδελφή του Τούλα- Κατερίνα Γιουλάκη, ως Ιταλίδα ! Ο λόγος είναι ότι η αδελφή του, που είναι και ο κληρονόμος της περιουσίας, είναι ξενομανής και δεσποτική προς τον σύζυγό της Πολυκράτη – Γιώργο Βογιατζή. Τελικά καταστρώνουν ένα σχέδιο και με τον Πολυκράτη, να την παρασύρουν σε έναν φρενήρη και πολυέξοδο τρόπο ζωής «γιατί έτσι ζουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι, στην Ευρώπη και αλλού», με μπάνια, έξοδα, τολμηρούς χορούς και έτσι την πείθουν, να αποδεχτεί το ζευγάρι, τον αδελφό της Αντώνη με την Μπιάνκα ! Ο εμπνευσμένος Ντίνος Δημόπουλος εδώ, επιλέγει την σπουδαία αυτή βίλα – που ενοικιάζονταν την δεκαετία του ΄70 για γυρίσματα ταινιών, ένεκα των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας Λεβίδη- για να δείξει την έπαρση, την αμετροέπεια, την ξενομανία, τον νεοπλουτισμό, αλλά και τον στείρο μιμητισμό στα δυτικά πρότυπα ζωής, που ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία, την δεκαετία του ΄70. Και μέσα από το λεπταίσθητο χιούμορ του και την διεισδυτική κοινωνική ματιά του, κατορθώνει να μας αποδώσει όλα αυτά τα στοιχεία. Χωρούν όλα, εξάλλου, σε αυτή την υπερβολικά μεγάλη βίλα των 70 δωματίων ! του πολύδροσου και πανέμορφου Λόφου Λεβίδη, στην Παιανία. Για την ιστορία αναφέρουμε, ότι σήμερα η Βίλα Λεβίδη, υπο κατάρρευση, αποψιλωμένη και λεηλατημένη από όλα τα πολύτιμα άλλοτε οικοδομικά υλικά της, βιώνει την αδιαφορία, την εγκατάλειψη, αλλά και την πολυφωνία του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, μεταξύ των κ.κ Μπουζάλα – Ματζώρη, του Μετοχικού Ταμείου της Πολεμικής Αεροπορίας και της οικογένειας Κάργα. Παραμένει όμως αναλλοίωτο το αισθητικό της μεγαλείο, στην καρδιά και την μνήμη όλων όσοι την γνώρισαν !
Παραθέσαμε, τέσσερις εξαιρετικές ταινίες μας, γυρισμένες μέσα στην ομορφιά και την μοναδική αισθητική του έξοχου αττικού τοπίου. Αλλά υπάρχουν και δεκάδες πολλές άλλες. Γιατί η Αττική γή, είναι πανέμορφη και μοναδική !
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων