Πριν από μερικά χρόνια είχα κληθεί από ένα επιστημονικό περιοδικό μεγάλης εμβέλειας να γράψω ένα άρθρο για την βελτίωση της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα. Ανέλυσα την προστιθέμενη αξία της συμπαραγωγής των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών με ιδιώτες και, ως καλό παράδειγμα, ανέφερα τους εθελοντές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Στην θεωρητική ανάλυση των κινήτρων των εθελοντών ανέφερα την υπερηφάνεια που δήλωναν οι ίδιοι ότι αισθάνονταν για την πατρίδα τους που κατάφερε να ανταποκριθεί σ’ ένα γιγαντιαίο εγχείρημα. Καταλαβαίνετε, λοιπόν τι εντύπωση μου προξένησε η αντίδραση των κριτών που μου επεσήμαναν, αφοπλιστικά, ότι στην βιβλιογραφία δεν απαντάται ο όρος «ελληνικός πατριωτισμός». Ο μόνος πατριωτισμός που αναδείχθηκε σε επιστημονικά ενδιαφέρον μέγεθος είναι ο «αμερικανικός», κι αυτός, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Το παράδοξο με τον ελληνικό πατριωτισμό είναι ότι τον γνωρίζουν, όμως, καλά και, μάλιστα βιωματικά, όλοι όσοι ζουν και εργάζονται σε ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι νίκες, οι ήττες, η λογική της ομάδας, οι εξαιρετικές επιδόσεις των Ελλήνων, η «εθνική» μας, πάνω απ’ όλα, συναντούν την ενθουσιώδη υποδοχή από το κοινωνικό σώμα, ανεξαρτήτως τάξεων και λοιπών οικονομικών, πολιτισμικών ή κοινωνικών διαφοροποιήσεων.
Το τι συγκροτεί, ιδιαίτερα, τον ελληνικό πατριωτισμό μπορεί κανείς να το εντοπίσει, ίσως όχι στην βιβλιογραφία της διοικητικής επιστήμης και της οργανωτικής θεωρίας αλλά, σίγουρα, στα σπουδαία λογοτεχνικά και ποιητικά έργα που περιγράφουν επακριβώς πολλά από τα ιδιοτυπικά του στοιχεία. Μάλιστα, ορισμένα εξ αυτών έχουν αποτελέσει και αντικείμενο διερεύνησης των κοινωνικών επιστημών, με πιο γνωστό το «φιλότιμο».
Ενώ, όμως, στον κοινωνικό βίο ο πατριωτισμός έχει μια σαφή συμπαραδήλωση και αποτύπωση, στην πολιτική αργκό και πρακτική υπερ-κωδικοποιείται ως εθνικισμός και διεθνισμός.
Αυτό δεν συνιστά, βεβαίως, ένα ακόμη ελληνικό παράδοξο, αν και η ένταση και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο αμφότερα εκδηλώνονται έχει δικά μας, φορτισμένα από την ιστορία και την παράδοσή μας στοιχεία. Ο ελληνικός εθνικισμός, για παράδειγμα, λόγω της ανήκεστης βλάβης που υπέστη από την κληρονομιά του εμφυλίου και της χούντας των συνταγματαρχών, μετατράπηκε σ’ ένα αισθητικό και πολιτικό κιτς που περισσότερο προκαλεί τον καγχασμό και την απαξία, παρά συσπειρώνει πολίτες σ’ ένα, έστω λάθος, ιδεολογικό ρεύμα. Στην αριστερή του, πάλι, εκδοχή, ο πατριωτισμός αφανίζεται εντός του τριτο-διεθνισμού του ΚΚΕ, όπου σε συνδυασμό με την εθνιομηδενιστική κουλτούρα των περιθωριακών ομάδων της αριστεράς, διαμορφώνει μια αρνητική πρόσληψη τόσου του εθνικού κράτους όσο και του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου περιβάλλοντός του.
Χρυσαυγίτες και λοιποί φασίζοντες αριστερο-λούμπεν τύποι φλερτάρουν με τον εθνικισμό και τον διεθνισμό μ’ έναν πρωτόγονο και χυδαίο τρόπο: Ποδοσφαιροποιώντας μια παραποιημένη ανάγνωση της ιστορίας, των νικών και των ηττών μας, προσπαθούν να «ντρεσάρουν» ένα εφηβικό ακροατήριο. Ποντάρουν στην άγνοια και την ημιμάθεια που πολύ συχνά απαντάται στους νέους αλλά και στην επαναστατική διάθεση που τους διακρίνει.
Πέραν, όμως, των άκρων που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, υπάρχει ένας συμπιεζόμενος και λοιδωρούμενος πατριωτισμός από τον οποίο εμφορείται η πλειοψηφία των μαθητών και νέων. Υπάρχει μια ελληνικότητα ως αντίληψη κατανόησης του κόσμου και ως τρόπος βίωσής του, την οποία οι νέοι –κι όσοι αισθάνονται νέοι- όχι μόνο δεν αποποιούνται αλλά θελουν, αντιθέτως, επιθετικά να στηρίξουν.
Οι νέοι δεν έχουν θυμό και οργή, γενικώς. Οργίζονται και θυμώνουν για κάποιο λόγο. Τότε επιλέγουν τους τρόπους που θέλουν να το εξωτερικεύσουν. Αυτοί, συχνά, είναι αδόκιμοι ή και αυτο-καταστροφικοί (όπως συμβαίνει με τις καταλήψεις των σχολείων). Όμως δεν είναι οι καταλήψεις το βασικό πρόβλημα των νεανικών διαδηλώσεων και, προφανώς, ούτε τα όποια ελλείμματα στην διαπαιδαγώγησή τους. Το τεράστιο έλλειμμα που θέλουν να αναδείξουν είναι η χωλή και στρεβλή κατανόηση της εθνικής μας ταυτότητας. Θέλουν να μπορούν να διαδηλώνουν την ελληνικότητά τους με καμάρι, με υπερηφάνεια που συμβαδίζει, μια χαρά, με αισθήματα αλληλεγγύης και κατανόησης για τους άλλους. Είναι εκείνη ακριβώς η ελληνικότητα που επέτρεψε στην Ελλάδα και τους Έλληνες, διαχρονικά, να μεγαλουργούν και να διακρίνονται.
Το αίτημά τους στρέφεται εναντίον ενός αυτοαναφερόμενου πολιτικού συστήματος το οποίο παραμένει εγκλωβισμένο μεταξύ των συντεχνιών που του επιφυλάσσουν μια μίζερη θέση στον σύγχρονο κόσμο και των ιδεολογικών ρακών του που δεν του επιτρέπουν να διαμορφώσουν μια σύγχρονη έννοια του πατριωτισμού.
Μόνη ελπίδα ανάκαμψής τους είναι να μάθουν από Μόνη ελπίδα ανάκαμψής τους είναι να μάθουν από τις εξαιρέσεις στην ιστορία τους που φέρουν τα ονόματα του Βενιζέλου, του Καραμανλή και του Παπανδρέου. Είναι η μόνη ελπίδα να μπορέσει η χώρα να μην σπαταλήσει πολύτιμο κεφάλαιο στην άγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στα «εθνίκια» και τους «αντιφά».