Ο Χέρτσφελντ διευκρινίζει τον όρο «κρυπτο-αποικιοκρατία», εξηγεί πόσο αυτός αφορά σήμερα την Ελλάδα και επιμένει ότι η ανθρωπολογία και οι κοινωνικές επιστήμες εν γένει μπορούν να αποτελέσουν αντίβαρο στον κυρίαρχο επιστημονισμό και οικονομισμό.
• Εχετε εισαγάγει στον δημόσιο διάλογο τον όρο «κρυπτο-αποικιοκρατία», στον οποίο περιλαμβάνετε διαφορετικές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ταϊλάνδη, η Ισλανδία ή το Νεπάλ. Μας εξηγείτε πώς το εννοείτε;
Υπάρχουν χώρες που, ενώ δεν υπέστησαν την απευθείας αποικιοκρατία, δηλαδή με όλο το βάρος της στρατιωτικής και γραφειοκρατικής κατοχής, ωστόσο υποχρεώθηκαν να προσαρμόσουν τη μορφή της εθνικής ανεξαρτησίας τους στις απαιτήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και ιδιαίτερα να προσαρμόσουν τον «εθνικό πολιτισμό» τους στο πρότυπο που ζήτησαν εκείνες οι δυνάμεις (ενιαία κουλτούρα ή τουλάχιστον κουλτούρα ελεγχόμενη από την κυριαρχούσα κοινωνική τάξη, κυριαρχία μιας ενιαίας «επίσημης» ή «εθνικής» γλώσσας σε αντιπαράθεση με τις τοπικές διαλέκτους και τις μειονοτικές γλώσσες, ξεκάθαρα και διαρκώς αστυνομευμένα εδαφικά σύνορα, κεντρική γραφειοκρατία, πολλές φορές αν και όχι αναγκαστικά μοναρχικό σύστημα πολιτικής δομής).
Αυτή η περιγραφή μάς επιβάλλει και κάποια ιστορική ευαισθησία στις διαφορές μεταξύ των χωρών αυτών, γιατί είναι φανερό ότι δεν αφορά τη σημερινή Ελλάδα όσο, π.χ., τη σημερινή Ταϊλάνδη, ενώ σε προηγούμενες φάσες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας θα ήταν πολύ καταλληλότερη.
• Ο όρος «κρυπτο-αποικία» αφορά κυρίως το πώς υποκειμενικά βιώνουν μια κατάσταση οι κάτοικοι μιας χώρας, αρνούμενοι συχνά αυτό το στάτους για την πατρίδα τους, ή αναφέρεται σ’ ένα αντικειμενικό γεγονός που θα ενέπιπτε στις κατηγορίες του «ιμπεριαλισμού» ή της «αποικιοκρατίας», με όρους εξωτερικής επιρροής και κυριαρχίας;
Και τα δύο. Αλλά δεν μου αρέσει η αντιπαράθεση μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, μια διάκριση δηλαδή που πηγάζει από τη σκέψη του Καρτέσιου και υπήρξε η φιλοσοφική έμπνευση της αποικιοκρατικής σκέψης, η οποία «δικαιολογούσε» τον διαχωρισμό του πληθυσμού σε ενεργούς Ευρωπαίους και δήθεν παθητικούς «ιθαγενείς», ανίκανους να δρουν χωρίς την ηγεσία των κατακτητών. Στις πραγματικές αποικίες, οι ντόπιοι ήξεραν πολύ καλά τι συνθήκες βίωναν, απλώς έπρεπε να κρίνουν κατά πόσο μπορούσαν να αντισταθούν ή ακόμη να ανατρέψουν την ξένη εξουσία.
Στις κρυπτο-αποικιοκρατίες όμως λειτουργούσε ένα είδος παραμυθιού, σύμφωνα με το οποίο ο κόσμος μάθαινε να θεωρεί την ανοιχτή αναγνώριση της υπαρκτής εξάρτησης σαν εθνική προδοσία, όπως π.χ. έγινε στην περίπτωση των κομμουνιστών της εποχής του ψυχρού πολέμου. Πάντως, ακόμη κι όταν δεν μιλάνε, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πολύ καλά περί τίνος πρόκειται και οι άτυπες εκφράσεις συχνά το δείχνουν.
Οταν ακούει κανείς εκφράσεις του τύπου «δεν μας αφήνουν», που πολλοί δυτικοί παρατηρητές κακώς αποδίδουν σε απλά μοιρολατρικές τάσεις (γνωστό τέχνασμα, άλλωστε, της αποικιοκρατικής ιδεολογικής κυριαρχίας), πρόκειται, αντίθετα, για μια σιωπηλή, αλλά συνήθως και συνειδητή, αναγνώριση μιας υπαρκτής καταπίεσης. Μερικές φορές, βέβαια, πρόκειται για φαντασία και μόνο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δικαιολογείται ποτέ.
• Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εσείς χρησιμοποιείτε τον όρο «κρυπτο-αποικιοκρατία» με πολιτισμικούς όρους. Ωστόσο, ο Αμερικανός οικονομολόγος Jack Rasmus, στο βιβλίο του «Looting Greece: a new financial imperialism emerges» (Clarity Press, 2016), λέει πως με δεδομένο ότι το 95% των πληρωμών της Ελλάδας για το χρέος από το 2010 έχει κατευθυνθεί στους Ευρωπαίους τραπεζίτες, η ανακύκλωση του χρέους και των επιτοκίων εκπροσωπεί μια αναδυόμενη νέα μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος οικοδομείται στην ίδια τη δομή της ευρωζώνης. Πώς το σχολιάζετε;
Υπάρχει σίγουρα στενή σχέση μεταξύ της πολιτισμικής και της οικονομικής κυριαρχίας. Πολλοί Ελληνες μάλιστα παραπονιούνται για τις «αποικιοκρατικές» συνθήκες ζωής που βιώνουν. Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει συγκεκριμένα την κρυπτο-αποικιοκρατία είναι η πολιτισμική διαδικασία αποδοχής ξενόφερτων προτύπων του δήθεν εθνικού πολιτισμού.
Η Ελλάδα δεν είναι πλέον τελείως κρυπτο-αποικιοκρατούμενη διότι, παρ’ όλο που η οικονομική εξάρτηση εξακολουθεί να τη βασανίζει, η πολιτισμική επιρροή έγινε στόχος ανοιχτών αμφισβητήσεων και ανοιχτής αντίστασης. Ισως η πιο ενδιαφέρουσα ένδειξη της κατάστασης είναι το ότι, ενώ στον 19ο αιώνα οι αρχαιολόγοι ανεξαιρέτως πρωτοστατούσαν στη διαδικασία εμπέδωσης της ξενόφερτης αντίληψης για την έννοια του Ελληνισμού, στην εποχή μας αρκετοί γνωστοί αρχαιολόγοι –όπως π.χ. ο Δημ. Πλάντζος και ο Γιάννης Χαμιλάκης– ανέλαβαν μια πολύ σημαντική κριτική του ρόλου της αρχαιολογίας στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας.
• Η νέα πρόεδρος της Κομισιόν έδωσε τίτλο σε έναν από τους επιτρόπους: «αντιπρόεδρος για την προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», απόφαση που προκάλεσε σφοδρή κριτική από ευρωβουλευτές και ΜΚΟ, καθώς φαίνεται να υπονοεί μια «λευκή και χριστιανική Ευρώπη», η οποία κινδυνεύει από τη μετανάστευση. Πώς κρίνετε αυτή την απόφαση;
Ασφαλώς η δήλωση αυτή «μυρίζει» ρατσισμό. Τι θα πει άραγε η έκφραση «ευρωπαϊκός τρόπος ζωής»; Ποιος καθορίζει αυτόν τον «τρόπο ζωής» ως «ευρωπαϊκό»; Ποιος καθορίζει τα περιεχόμενά του; Και αν υπήρχε κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο θα χρειαζόταν προστασία; Να προστατευτεί από ποιον ή από ποιους;
Ο έμμεσος αλλά και σαφέστατος υπαινιγμός ότι πρόκειται για απειλή από «άλλους» δεν αφήνει πολύ χώρο για εναλλακτικές ερμηνείες! Η έκφραση άλλωστε δεν έχει επιστημονικό νόημα, αποτελεί δείγμα ουσιοκρατίας, που είναι το νοητικό σφάλμα που υπόκειται σε κάθε είδος προκατάληψης, σε κάθε στερεότυπο. Και γι’ αυτόν τον λόγο, το να αρθρωθεί από τέτοια πηγή, από τέτοια θέση εξουσίας και δήθεν ηθικής ηγεσίας, αποτελεί πραγματική απειλή κατά της θεμελιώδους αξίας του αμοιβαίου σεβασμού. Η δήλωση αυτή, εξάλλου, ανήκει στο ίδιο φάσμα στενά εθνοκεντρικής σκέψης με την κατηγορηματική άρνηση να συγκριθεί η ελληνική ή οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ταυτότητα με εκείνη ενός ασιατικού λαού.
• Πόσο μπορούν να επηρεάσουν τα πράγματα σήμερα οι κοινωνικές επιστήμες και ειδικότερα η ανθρωπολογία, δεδομένης της κυριαρχίας των οικονομικών και μιας προσέγγισης ότι η επιστήμη πρέπει να έχει «μετρήσιμα» –άρα ποσοτικά– αποτελέσματα;
Η τυφλή πίστη στη μετρικοποίηση της κοινωνικής εμπειρίας αποτελεί ένα από τα πιο επικίνδυνα φαινόμενα της εποχής μας και απέχει πολύ από την εμπειρική επιστήμη. Ας κοιτάξουμε το παράδειγμα της ασάφειας στις κοινωνικές σχέσεις, κάτι που βιώνουμε καθημερινά. Εν όψει αυτής της ασάφειας, ο αναγωγισμός της κοινωνικής ζωής σε αριθμητική μορφή ή στους όρους της στατιστικής πιθανότητας κάθε άλλο παρά πραγματικότητα εκφράζει.
Γιατί; Γιατί συγχωνεύει τα εμπειρικά δεδομένα, που τα γνωρίζουμε διά μέσου των σωματικών αισθήσεών μας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περνάνε από τα μυαλά μας), με τον «εμπειρισμό», μίμηση δηλαδή της βιωμένης εμπειρίας. Μιλάμε για μια προσέγγιση που διυλίζει τα πάντα σε ένα είδος λογιστικής, και που προφανώς διευκολύνει τη δουλειά των γραφειοκρατών και δημιουργεί και την εντύπωση της διαύγειας και της ακρίβειας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται, τις περισσότερες φορές, για απατηλή ρητορεία.
• Αρα τίθεται θέμα πολιτικής χειραγώγησης των πραγμάτων;
Το πρόβλημα είναι κατά βάθος πολιτικό. Στην εποχή μας πολύς κόσμος έχει πεισθεί ότι κάθε είδος αξίας μπορεί να μετρηθεί και από εκεί να «μεταφραστεί» σε οικονομικούς όρους. Η απλοποίηση και ο «οικονομισμός» είναι τα πιο αποτελεσματικά όπλα ενός λαϊκισμού (κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, της Δεξιάς) ο οποίος, ενώ συχνά απορρίπτει τη συμβολή των εμπειρογνωμόνων, παρουσιάζει ως «επιστημονικά εγγυημένες» τις προφητείες κάποιων οικονομολόγων και άλλων επιστημόνων που ανήκουν στον χώρο τους.
Και ενώ ο κόσμος διαθέτει αναμφισβήτητα τη δυνατότητα να διαβάζει, να αναλύει και να κρίνει τις λεπτομέρειες που στα χέρια των ανθρωπολόγων διαψεύδουν τις χοντρές γενικεύσεις, η ρητορεία των αριθμών προσφέρει το αιωνίως δελεαστικό όραμα της προπαρασκευασμένης αλήθειας. Ο κόσμος ξεχνάει, κατά συνέπεια, ότι η οικονομική αξία δεν είναι το μοναδικό κριτήριο της ποιότητας, της «αριστείας» όπως αρέσκονται να λένε οι οπαδοί της προσέγγισης αυτής.
Αρκετοί ανθρωπολόγοι έχουν γράψει για τους κινδύνους της λεγόμενης «κουλτούρας της λογιστικής» που επιβάλλεται όλο και περισσότερο στην καθημερινή ζωή μας στο όνομα της «αντικειμενικής» αξιολόγησης. Ο κόσμος θα κέρδιζε ένα πολύτιμο όπλο κατά της απάτης αυτής διαβάζοντας τα σχετικά κείμενα. Κάποιο σύστημα αξιολόγησης πρέπει να υπάρχει, συμφωνώ. Αλλά πρέπει επίσης να ρωτάμε συνεχώς: ποιος αξιολογεί τους αξιολογητές;
• Τι ρόλο παίζει η γλώσσα και τι η επί τόπου έρευνα;
Εδώ θα ήθελα να κάνω μια διευκρίνιση. Είμαι ρεαλιστής. Τι θα πει αυτό; Σημαίνει ότι, αντίθετα με εκείνους που θέλουν να επιβάλλουν στο καθετί την αντιπαράθεση αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας, αγνοώντας ότι η διαφοροποίηση αυτή εξαρτάται πάντα από τις προϋποθέσεις του παρατηρητή, εκτιμώ ότι η ασάφεια, η αμφισημία και η εννοιολογική αστάθεια των κοινωνικών γεγονότων δεν μας επιτρέπουν την πολυτέλεια μιας τόσο εύκολης «λύσης».
Η Κοινωνική Ανθρωπολογία προσφέρει μια εναλλακτική προσέγγιση. Η «πυκνότητα» των ανθρωπολογικών δεδομένων, η υπομονετική κατάκτηση των απαιτούμενων γλωσσών, η οικοδόμηση σχέσεων βαθιάς εμπιστοσύνης διά μέσου της πολύχρονης γνωριμίας με τους ανθρώπους, η έντιμη αναγνώριση των συνθηκών που περιορίζουν τις γνώσεις μας – για μένα όλα αυτά έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις αναλύσεις που βασίζονται στη διύλιση ερωτηματολογίων και άλλων «εξ αποστάσεως» μεθόδων.
Που δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αποκλείω κατηγορηματικά κάποια συνεργασία με επιστήμονες που χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους αλλά και που καταλαβαίνουν –αυτό είναι το κατ’ εξοχήν απαραίτητο προσόν σε τέτοιες περιπτώσεις– τα όρια της γνώσης που παράγουν.
ΜΑΪΚΛ ΧΕΡΤΣΦΕΛΝΤ
Ποιος είναι
Γεννημένος το 1947, έχει σπουδάσει αρχαιολογία στο Κέμπριτζ και έχει διδακτορικό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία από την Οξφόρδη. Σήμερα διδάσκει Κοινωνικές Επιστήμες στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια τα βιβλία του «Πολιτισμική οικειότητα» (2016), «Η ποιητική του ανδρισμού» (2012), «Πάλι δικά μας» (2002) και «Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη» (1988), ενώ έχει συμμετοχή και σε συλλογικά έργα.