Κείμενο: Χριστίνα Λαγούτη
Ο μεταβατικός μήνας ανάμεσα στο καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Συννεφιασμένος, ζεστός, απολογιστικός και όμορφος μέσα στην μικρή πίκρα που αφήνει για το τέλος των διακοπών και την επιστροφή στη ρουτίνα.
Ο Σεπτέμβριος όμως κρύβει μέσα του μία υπόσχεση. Μία επανεκκίνηση. Ωραίες καλοκαιρινές ιστορίες για νέες φιλίες, πεζοπορίες, βουτιές, μαγικά μέρη και περιπέτειες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Από αυτές που μόνο το καλοκαίρι μπορούν να συμβούν. Βλέπεις γύρω σου πρόσωπα ψημένα από τον ήλιο και την αλμύρα, πιο γεμάτα, πιο χορτασμένα, πιο χαμογελαστά, λες και το καλοκαίρι έχει μείνει πάνω τους και έχει αλλάξει τις εκφράσεις και το βλέμμα τους. Ολα είναι ακόμα ρευστά και νωχελικά.
Τα τοπία γίνονται λίγο πιο άγρια, πιο απόμακρα, πιο σκοτεινά, αλλά αποκαλύπτονται σε όλη τους την αληθινή ομορφιά μόλις κοπάσει το πέρασμα των τουριστών του Αυγούστου. Σαν να μας δίνουν μία τελευταία ευκαιρία να τα γνωρίσουμε πραγματικά. Και η πόλη γεμίζει ξανά με εκδηλώσεις, με συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές. Θέλει να μπει με φόρα, με όρεξη για νέες εικόνες και εμπειρίες.
Τα σημάδια της πόλης όμως δεν θα αργήσουν να φτάσουν.
Οι γειτονιές γεμίζουν ξανά με τους ανθρώπους τους. Το μποτιλιάρισμα στους δρόμους, το άγχος στις κινήσεις, το πήξιμο στα πρόσωπα, σε λίγο θα εγκατασταθεί για τα καλά. Οι βαλίτσες αδειάζουν από τα ρούχα της αλμύρας, οι σελίδες των βιβλίων τινάζονται από την άμμο, τα εισιτήρια από τα πλοία μπαίνουν στα συρτάρια με τα ενθύμια.
Και τότε τι θα μείνει από το καλοκαίρι; Ισως η ανάγκη να κάνουμε λίγο πιο “καλοκαίρι” το εδώ. Να ζήσουμε λίγο πιο μαζί. Να μοιραζόμαστε σκέψεις, όνειρα και αγωνίες όπως τις μπύρες που γεμίζουν τα τραπέζια μας τα καλοκαίρια. Αυτές που δεν φτάνουν για να χωρέσουν τη λαχτάρα μας.