Μπορείτε να φανταστείτε τη γενιά που έχει μεγαλώσει με τους υπολογιστές, το Internet, τα smart phones, τη Wikipedia, το facebook και το instagram, να περιτριγυρίζεται από βρώμικα θερμοηλεκτρικά ή επικίνδυνα πυρηνικά εργοστάσια και να κυβερνάται από αυταρχικούς εγωπαθείς ηγέτες, όπως ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Ερντογάν ή ο Όρμπαν; Δεν βγάζει νόημα. Δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα όσων είναι κάτω των 40 ετών, που τυγχάνει να ανήκουν μάλιστα και στην πιο μορφωμένη γενιά που πέρασε ποτέ από αυτόν τον κόσμο. Ή μήπως όχι;
Millennials, πιο απογοητευμένοι με τη Δημοκρατία σε σύγκριση με τους Boomers
Από τα 7,5 δισεκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν σήμερα στη Γη, τα 4 δισεκατομμύρια είναι κάτω των 35 ετών. Οι νέες γενιές, οι λεγόμενοι Millennials, που γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996, αλλά και η επόμενη Γενιά Z (γεννημένοι την περίοδο 1996-2008) αποτελούν σε πολλές χώρες πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος. Όμως υποεκπροσωπούνται και καταπιέζονται, ακόμη και όσοι ζουν στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο οι Millennials είναι περισσότερο απογοητευμένοι από τη Δημοκρατία σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά, σύμφωνα με μια μελέτη σχετικά με την ικανοποίησή των νέων από τη Δημοκρατία, την οποία εκπόνησε το 2020 το Κέντρο Μελέτης της Δημοκρατίας του Πανεπιστημίου του Cambridge με 4,8 εκατομμύρια ερωτηθέντες σε 160 χώρες. Από τα 2,3 δισεκατομμύρια άτομα που εκπροσωπούνται στο παγκόσμιο δείγμα της μελέτης, μόνο τα 700 εκατομμύρια (30%) ζουν σε χώρες με αυξημένη ικανοποίηση με τη Δημοκρατία και το 1,6 δισεκατομμύριο (70%) σε χώρες με μειωμένη ικανοποίηση.
Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν απογοήτευση όχι μόνο σε ζώνες υπερβολικής φτώχειας, όπως η υποσαχάρια Αφρική, αλλά και στις πιο «ώριμες» δημοκρατίες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και της Αυστραλίας. Συνοπτικά λιγότερο από το 50% των Millennials παρουσιάζονται ως ικανοποιημένοι με τη Δημοκρατία.
Δεν μπορούν να βρουν κόμματα που να ταιριάζουν με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις
Είναι κάπως δυσαρεστημένοι με τη Δημοκρατία από ό,τι συνέβαινε προηγουμένως στην ίδια ηλικία με τη Generation X, αποτελούμενη από όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965-1981, αλλά και με τους baby Boomers, που γεννήθηκαν 1944-1964, μεταξύ των οποίων το 51% ήταν πιο ικανοποιημένοι με τη Δημοκρατία στα νιάτα τους και 53% στα γηρατειά τους. Αυτό βέβαια συμφωνεί με την κοινή πεποίθηση ότι οι άνθρωποι, όσο είναι ακόμη νέοι, επικρίνουν τους θεσμούς, αλλά συμφιλιώνονται μαζί τους όσο μεγαλώνουν. Ωστόσο με τους Millennials συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, καθώς οι άνω των 30 ετών είναι πιο απογοητευμένοι από τη Δημοκρατία σε σχέση με τους νεαρότερους.
Φαίνεται πως, στις εκτιμήσεις τους για τη Δημοκρατία, οι νέοι μιλούν λιγότερο για την αξία της Δημοκρατίας ως ιδανικό και ότι η δυσαρέσκεια τους είναι στην πραγματικότητα μια κριτική για τη λειτουργία της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η κριτική τους εστιάζεται στην ανικανότητά της να καταπολέμήσει την ανεργία των νέων, τις ανισότητες, τη διαφθορά, την εγκληματικότητα, να προστατεύσει το περιβάλλον και να προωθήσει το Κράτους Δικαίου. Σε δημοσκόπηση 7.200 νέων Ευρωπαίων, το 44% δήλωσε ότι δεν μπορούσε να βρει κόμματα ή πολιτικούς υποψηφίους που να ταιριάζουν με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Κοσμοπολίτες στις αγκαλιές των λαϊκιστών
Οι δημοσκόποι χαρακτηρίζουν συχνά τους Millennials ως τους «πρώτους πολίτες του κόσμου», κοσμοπολίτες και «ευαίσθητους για τα πλανητικά ζητήματα», όπως π.χ. η κλιματική αλλαγή και η μετανάστευση.
Πώς γίνεται όμως αυτοί οι κοσμοπολίτες και ευαίσθητοι να πέφτουν συχνά στα σαγόνια των λαϊκιστών; Οι ερευνητές του Cambridge παρουσιάζουν γιατί οι λαϊκιστές σε αρκετές χώρες κατάφεραν να κινητοποιήσουν την υποστήριξη των νέων.
Για παράδειγμα χρησιμοποίησαν την εκτεταμένη δυσπιστία των νέων για τις πολιτικές ελίτ, που είναι φορτωμένες με σοβαρά σκάνδαλα διαφθοράς, όπως η έρευνα Lava Jato στη Βραζιλία (2014-2016), η υπόθεση Rivin στην Πολωνία (2002–2004), το σκάνδαλο της Tangentopoli στην Ιταλία (1992–1994), η διαφθορά στην εκτελεστική εξουσία στη Νότια Κορέα το 2017 κ.ά.
Επίσης οι λαϊκιστές χρησιμοποίησαν δυσαρέσκεια των νέων για τις κυβερνώντες ελίτ. Στις γαλλικές εκλογές του 2017, περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους κάτω των 25 ετών υποστήριξαν, είτε τη ακροδεξιά Μαρί Λεπέν (οι περισσότεροι) είτε τον αριστερό Μελανσόν (οι λιγότεροι). Στις πολωνικές εκλογές του 2019 περίπου το 20% των νέων κάτω των 30 ετών ψήφισαν υπέρ του εθνολαϊκιστικού κόμματος PiS του Γιάροσλαβ Καζίνσκι, ενώ στην Ουγγαρία ψήφισαν τον Βίκτωρ Όρμπαν.
Millennials και ακροδεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις
Αρκετές δημοσκοπήσεις έχουν καταγράψει αύξηση της ικανοποίησης με τη Δημοκρατία, κατά μέσο όρο 16%, στον πληθυσμό ηλικίας 18-44 και στις χώρες όπου λαϊκιστές πολιτικοί ήρθαν στην εξουσία προσφέροντας απλά και γρήγορα μέτρα για την ανακούφιση μεγάλων προβλημάτων των νέων (φτώχεια, ανεργία, χαμηλό βιοτικό επίπεδο κ.λ.π.). Αυτό το άλμα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χώρες όπου οι επικράτησαν οι δεξιοί λαϊκιστές, όπως στη Βραζιλία μετά την εκλογή του Μπολσονάρο, αλλά εμφανίστηκε επίσης στην Αυστρία μετά την είσοδο του FPO του Γιοργκ Χάιντερ στην κυβέρνηση το 2000, στην Ουγγαρία μετά την εκλογή του Βίκτορ Όρμπαν το 2010 και στις δύο περιπτώσεις (2005 και 2015 μέχρι σήμερα), όταν το Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) ήρθε στην εξουσία στην Πολωνία.
Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις η ικανοποίηση με τη Δημοκρατία στους νέους αυτών των χωρών, άρχισε να μειώνεται όταν η οικονομία άρχισε να μην τα πηγαίνει και τόσο καλά ή όταν αυτές οι κυβερνήσεις άρχισαν να καταπατούν βασικά δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συγγραφείς της συγκεκριμένης μελέτης του Πανεπιστημίου του Cambridge δηλώνουν ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι συντηρητικοί λαϊκιστές ασχολούνται με «αριστερόστροφα» ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανεργίας σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπως π.χ. το πρόγραμμα εργασίας του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία ή τη δέσμευση του Γιάροσλαβ Καζίνσκι να οικοδομήσει μια πολωνική εκδοχή του Κράτους Πρόνοιας.
Εξαίρεση αποτέλεσε η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η εξουσία του οποίου δεν συνοδεύτηκε από επαίνους για τη Δημοκρατία. Η πολιτική του Τραμπ εγκρίθηκε μόνον από το 25% των νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 24 ετών, και τελικά οι Αμερικανοί Millennials του έστρεψαν την πλάτη στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Millennials και αριστερά κινήματα
Οι συγγραφείς της ίδιας μελέτης αναφέρουν επίσης πως και αριστερά κόμματα και κινήματα, τα οποία ασκούσαν κριτική κατά της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης τάξης, κυρίως σε κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, έγιναν ελκυστικά σε παρόμοιες δημογραφικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των νεότερων ψηφοφόρων. Αναφέρουν τα παραδείγματα των Podemos στην Ισπανία και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα που άκουσαν τη δυσαρέσκεια των νέων, τον θυμό τους για την δυσθεόρατη ανεργία, τους αποκλεισμούς, τις ανισότητες και τη διαφθορά.
Η μελέτη επισημαίνει πως κατά τα δύο πρώτα χρόνια των αριστερών κυβερνήσεων σημειώθηκε στα κοινωνικά βαρόμετρα μια αύξηση της ικανοποίησης των νέων με τη Δημοκρατία. Αναφέρεται επίσης το παράδειγμα της Ελλάδας, στο οποίο αυξήθηκε η ικανοποίηση των νέων με τη Δημοκρατία, παρόλο που το δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2015 για οικονομική διάσωση, επέστρεψε τη χώρα σε ένα νέο Μνημόνιο με τους πιστωτές από το οποίο βγήκε τελικά το καλοκαίρι του 2018.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν προσπάθησε να ενοποιήσει το πολιτικό κέντρο ιδρύοντας ένα νέο πολιτικό κόμμα, το La Republique en Marche, τα κοινοβουλευτικά μέλη του οποίου ήταν ως επί το πλείστον νεότεροι υποψήφιοι που ήταν γενικώς απολιτικοποιημένοι. Όμως έπειτα από δύο χρόνια της κυβέρνησής του, η ικανοποίηση των Millennials με τη Δημοκρατία στη Γαλλία επέστρεψε στο χαμηλότερο επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκε το «κίνημα των κίτρινων γιλέκων».
Ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ματέο Ρεντζί, ο οποίος κατείχε το χαρτοφυλάκιο του πρωθυπουργού σε ηλικία 39 ετών, απέτυχε να συγκρατήσει τους νέους Ιταλούς, οι οποίοι τελικά μεταπήδησαν στο λαϊκιστικό κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο.
Η κρίση του Τρίτου Κύματος εκδημοκρατισμού
Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Millennials δείχνει πραγματικά μια βαθιά κρίση του λεγόμενου Τρίτου Κύματος Εκδημοκρατισμού. Η μελέτη του Cambridge δείχνει ότι ο ακτιβισμός των νέων έπαιζε συχνά έναν κρίσιμο ρόλο στον τερματισμό των στρατιωτικών δικτατοριών και των μονοκομματικών κυβερνήσεων, όταν οι νεαροί διαδηλωτές γέμισαν τους δρόμους απαιτώντας κοινωνικές και πολιτικές ελευθερίες.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, όλο και περισσότερες χώρες στον κόσμο, έχουν υιοθετήσει ένα δημοκρατικό πολυκομματικό σύστημα. Τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία έπεσαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η φιλελεύθερη δημοκρατία ήρθε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διέλυσε τα αυταρχικά καθεστώτα σε όλη την υποσαχάρια Αφρική και στο μετα-σοβιετικό κομμουνιστικό μπλοκ.
Ωστόσο, καθώς η μνήμη του αγώνα για Δημοκρατία σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ασία εξασθενεί, μια νέα γενιά ψηφοφόρων που ενηλικιώθηκε δεν αξιολογεί την θετική επίδραση της Δημοκρατίας βάσει ενός αυταρχικού παρελθόντος, που άλλωστε δεν θυμάται, αλλά με βάση τις τρέχουσες προκλήσεις.
Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μετά τη λήξη της εντολής της πρώτης γενιάς δημοκρατικών πολιτικών, η ικανοποίηση των νέων με τη Δημοκρατία άρχισε να μειώνεται απότομα.
Στην Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία, που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση της Ευρωζώνης, σε χρονιές που η ανεργία των νέων ήταν παρόμοια με το συνολικό ποσοστό ανεργίας, οι περισσότεροι νέοι δήλωσαν ότι ήταν ικανοποιημένοι με τη Δημοκρατία. Όταν το κύριο βάρος της κρίσης στην Ευρωζώνη έπεσε στους νεότερους πολίτες, όταν τα ποσοστά ανεργίας των νέων αυξήθηκαν πάνω από το μέσο όρο κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες (στην Ελλάδα και Ισπανία είχε φτάσει στο 50%), οι αξιολογήσεις των νέων σχετικά με τη απόδοση της Δημοκρατίας ήταν αρνητικές.
Μείωση του ενδιαφέροντος για πολιτική συμμετοχή στις Δυτικές χώρες
Τα τελευταία χρόνια οι Δυτικές οικονομίες έχουν δημιουργήσει μια διπλή αγορά εργασίας με μικρό αριθμό επαγγελματικών θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης και αντίστοιχων αμοιβών και μεγαλύτερο αριθμό θέσεων εργασίας με χαμηλότερες αποδοχές στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής από κανονισμούς που περιορίζουν την μόνιμη απασχόληση και έτσι η νεότερη γενιά μετατράπηκε σε «προκαταρκτική», με επισφαλείς συμβάσεις εργασίας και μισθούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό αποκλεισμό, την ανεργία και την ανισότητα.
Καθώς τα περισσότερα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα άρχισαν να υιοθετούν στρατηγικές που προωθούσαν τη συναίνεση σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που περιόριζαν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα κίνητρα των νέων της Ευρώπης για πολιτική συμμετοχή μειώθηκαν.
Μετά-δημοκρατία;
Ο Roberto Stefan Foa, συν-συγγραφέας της προαναφερθείσας μελέτης του Cambridge, προειδοποιεί ότι, όχι μόνο η ικανοποίηση των νέων με τις τρέχουσες δημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά και η υποστήριξή τους για τη Δημοκρατία καθεαυτή έχει αποδυναμωθεί.
Ορισμένα στοιχεία επισημαίνουν όχι μόνο την πολιτική απάθεια του νέου πληθυσμού, αλλά συχνά την αυξανόμενη αντιπάθεια σε βασικά φιλελεύθερα και δημοκρατικά ιδανικά, όπως ο συμβιβασμός, η συναίνεση, η αποδοχή πολιτικών αντιπάλων ως νόμιμων και η υποστήριξη σε ανεξάρτητους θεσμούς, όπως τα μέσα ενημέρωσης και τη δικαιοσύνη. Ο πολιτικός ανταγωνισμός θεωρείται πλέον ως «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» στο οποίο οι πολιτικοί αντίπαλοι δεν έχουν ίση ηθική νομιμότητα στο δικαίωμα ανταγωνισμού για πολιτική εξουσία και ως εκ τούτου γίνονται στόχοι παρενόχλησης, δαιμονοποίησης, και αποκλεισμού από τη δημόσια συζήτηση.
Σε δημοσκόπηση του 2017, η YouGov διαπίστωσε ότι σχεδόν οι μισοί νέοι της Ευρώπης (48%) δεν θεωρούν πλέον τη Δημοκρατία ως την καλύτερη μορφή διακυβέρνησης. Στη Γαλλία, αυτή η στάση υιοθετείται από την πλειοψηφία (58%), και στην Ιταλία (55%). Για τους περισσότερους από αυτούς, η Δημοκρατία είναι εξίσου καλή ή κακή με άλλες μορφές διακυβέρνησης. Ο Άγγλος κοινωνιολόγος Colin Crouch εξηγεί αυτόν τον διαχωρισμό των νέων από τη Δημοκρατία με τη θέση ότι τα Δυτικά έθνη είναι στην πραγματικότητα μετά-δημοκρατίες, στις οποίες η πολιτική διακυβέρνησης μείωσε το χώρο για πραγματικό ιδεολογικό ανταγωνισμό, καθώς οι πολιτικοί μοιάζουν περισσότερο με μάνατζερς επιχειρήσεων, οδηγώντας έτσι σε απάθεια και κυνισμό τις νεότερες γενεές.