Η ατμοσφαιρική ρύπανση αναδεικνύεται σε μέγιστο επιβαρυντικό παράγοντα της λειτουργίας των πνευμόνων και πρόκλησης εμφυσήματος σύμφωνα με νέα έρευνα
H ατμοσφαιρική ρύπανση, συγκεκριμένα οι αυξημένες συγκεντρώσεις όζοντος που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, επιδεινώνει το πνευμονικό εμφύσημα σύμφωνα με μελέτη των Πανεπιστημίων Ουάσινγκτον, Κολούμπια και Μπάφαλο.
Η νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA παρουσιάζει μία σχέση μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης τους ρύπους, ειδικά στο όζον, με την αύξηση στα περιστατικά εμφυσήματος.
«Μας εκπλήσσει ότι η έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση επιδρά στην εξέλιξη του εμφυσήματος με τον ίδιο τρόπο όπως το κάπνισμα, το οποίο είναι η πιο γνωστή αιτία της νόσου», δήλωσε ο εκ των συγγραφέων της μελέτης, Δρ. Joel Kaufman.
«Η συχνότητα της Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ) αυξάνεται διαρκώς και εκδηλώνεται πλέον και σε μη καπνιστές», δήλωσε ο Δρ. Kaufman. «Πρέπει να κατανοήσουμε τι προκαλεί την ΧΑΠ και φαίνεται ότι η έκθεση στη ρύπανση του αέρα ενδέχεται να αποτελεί μείζονα αιτία πρόκλησης η οποία είναι και δύσκολο να αποφευχθεί».
Τα αποτελέσματα βασίζονται σε μία εκτενή 18ετή μελέτη όπου εξετάστηκαν περισσότεροι από 7.000 άνθρωποι και μία λεπτομερή ανάλυση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο χρονικό διάστημα 2000-2018 σε έξι μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ: Σικάγο, Γουίνστον-Σάλεμ, Bόρεια Καρολίνα, Βαλτιμόρη, Λος Άντζελες, Σεντ Πολ, Μινεσότα και Νέα Υόρκη.
«Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξετάζει τη σχέση μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης στους ατμοσφαιρικούς ρύπους και στην αύξηση του εμφυσήματος», δήλωσε η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Meng Wang.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν καινοτόμες και ακριβείς μεθόδους αξιολόγησης της έκθεσης στα επίπεδα του αέρα στα σπίτια των συμμετεχόντων της μελέτης συλλέγοντας εκτενή στοιχεία μετρήσεων με την πάροδο του χρόνου σε αυτές τις μητροπολιτικές περιοχές. Ενώ οι περισσότεροι ατμοσφαιρικοί ρύποι είναι σε ύφεση λόγω των επιτυχημένων προσπαθειών μείωσής τους το όζον έχει αυξηθεί σύμφωνα με τη μελέτη.
Το εμφύσημα είχε μετρηθεί με αξονικές τομογραφίες που εντοπίζουν μεγάλες εμφυσηματικές κύστεις στους πνεύμονες των εθελοντών, και εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας (σπιρομετρήσεις) που μετρούσαν την ταχύτητα και την ποσότητα του αέρα που εισέπνεαν και εξέπνεαν.
«Η μελέτη αυτή προσθέτει στοιχεία για τη σχέση μεταξύ της ρύπανσης και του εμφυσήματος. Η καλύτερη κατανόηση της επίδρασης των ρύπων στους πνεύμονες θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερες μεθόδους πρόληψης και θεραπείας της νόσου», δήλωσε ο Δρ. James Kiley. «Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να εξετάζουμε παράγοντες που επηρεάζουν το εμφύσημα», κατέληξε ο Δρ. Kiley.