Ιώσεις: Γιατί είναι πιο επικίνδυνες στους ασθενείς με άσθμα

Μεγάλη προσοχή χρειάζεται ένας ασθματικός ασθενής που προσβάλλεται από ιώσεις, καθώς μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν τα αναπνευστικά συμπτώματα οδηγώντας σε κάποιες περιπτώσεις σε σοβαρές επιπλοκές – Τι πρέπει να γνωρίζουμε

Το άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος, η οποία έχει εκλυτικούς παράγοντες που είτε συμβάλλουν στην παθογένεσή της, είτε την αποσταθεροποιούν (απώλεια ελέγχου), είτε την παροξύνουν. Οι ιώσεις συμμετέχουν με ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό το φάσμα. Γι’ αυτό και όταν ένας ασθματικός ασθενής προσβάλλεται από αυτές απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή.

Το άσθμα χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αεραγωγών (βρόγχοι), οι οποίοι είναι οι σωλήνες που μεταφέρουν τον αέρα στους πνεύμονες.

Όταν κάποιος ασθενής με άσθμα εισπνεύσει κάποιον ερεθιστικό παράγοντα από το περιβάλλον, προκαλείται μια υπερβολική απάντηση των βρόγχων με σύσπαση των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών (βρογχόσπασμος), η οποία οδηγεί σε στένωση του αυλού τους. Η φλεγμονή των βρόγχων χαρακτηρίζεται από οίδημα και παραγωγή εκκρίσεων που είναι παχύρρευστες και κολλώδεις, με τελικό αποτέλεσμα την επιδείνωση της στένωσης του αυλού των βρόγχων. Έτσι, περιορίζεται η ροή του αέρα μέσα από τους βρόγχους.

Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας για το Άσθμα (GINA), το 2018, 300 εκατ. άνθρωποι έπασχαν από άσθμα. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι περίπου 900.000 παιδιά και ενήλικες έχουν προσβληθεί από τη νόσο.

Ο ρόλος των ιώσεων

Οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν ή επιδεινώνουν τα συμπτώματα του άσθματος είναι η γενετική προδιάθεση σε συνδυασμό με την έκθεση σε ερεθιστικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι διαφορετικοί για κάθε ασθενή. Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει σημαντικά το άσθμα είναι οι ιώσεις.

«Εάν μία ίωση συμβεί σε μικρή ηλικία, σε ένα κατάλληλο σιωπηλό ακόμα υπόστρωμα, μπορεί να το ενεργοποιήσει και να οδηγήσει στην ανάπτυξη άσθματος.

Επίσης, μπορεί να αποσταθεροποιήσει ένα ελεγχόμενο άσθμα καθώς και να προκαλέσει παροξύνσεις και να οδηγήσει στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.

Στην περίπτωση της απώλειας ελέγχου, ενδέχεται να χρειαστεί αύξηση της δόσης της φαρμακευτικής αγωγής, η οποία περιλαμβάνει την ανακουφιστική αγωγή –όπως τα βρογχοδιασταλτικά ή/και την αντιφλεγμονώδη αγωγή, η οποία κατά βάση είναι η εισπνεόμενη κορτιζόνη.

Σε περιόδους κατά τις οποίες η επιδημία γρίπης είναι σε έξαρση, είναι πολύ σημαντικό, εάν διαπιστωθεί παρόξυνση και απώλεια ελέγχου, να χορηγηθεί κατά τις πρώτες 48 ώρες και ένα αντι-ιικό φάρμακο. Η αντιμετώπιση στις περιπτώσεις αυτές δεν έχει καμία σχέση με τη χρήση αντιβιοτικών, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κόρον.

Τα «καμπανάκια» κινδύνου

Η επιδείνωση των συμπτωμάτων (βήχας, ρινίτιδα, συριγμός, δύσπνοια) και η εμφάνιση νέων συμπτωμάτων κατά την περίοδο που ο ασθενής έχει προσβληθεί από ίωση απαιτούν διερεύνηση από ειδικό, καθώς εκτός του ότι υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής του πάσχοντα, οι καταστάσεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν τελικά σε σοβαρές επιπλοκές.

Παρότι οι ασθενείς έχουν λάβει ένα βαθμό εκπαίδευσης έτσι ώστε να αυτοδιαχειρίζονται αυτές τις καταστάσεις, εάν η χρήση των ανακουφιστικών φαρμάκων γίνεται πολύ συχνά ή με την αύξηση της αγωγής δεν παρουσιάζεται βελτίωση τις πρώτες 48 ώρες, τότε θα πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια από τον πνευμονολόγο.

Σοβαρές επιπλοκές και πρόληψη

Οι ιώσεις σε ασθματικούς ασθενείς μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές, εάν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως. Αυτές περιλαμβάνουν τις βαριές κρίσεις άσθματος που οδηγούν σε αναπνευστική ανεπάρκεια και απαιτούν νοσηλεία.

Ορισμένες ιώσεις είναι πολύ πιο επικίνδυνες. Αυτές μπορεί να αφορούν στην παθογένεση της νόσου, όπως αυτή που προκαλείται από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό στα βρέφη, ενώ κάποιες άλλες, όπως είναι γρίπη, είναι πολύ δύσκολα διαχειριζόμενες και ειδικά σε ανθρώπους με χρόνια νοσήματα όπου ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος.

Κατά συνέπεια είναι σημαντικό οι ασθενείς να εμβολιαστούν κατά της γρίπης, όπως συνιστούν και οι διεθνείς οδηγίες. Τέλος, υπάρχουν και άλλα υποστηρικτικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ακολουθούνται στη διάρκεια των ιώσεων, όπως καλή και ισορροπημένη διατροφή, χρήση βιταμίνης C και η πρόληψη της μετάδοσης από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος.

Στυλιανός Λουκίδης είναι Πνευμονολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Σχολής, Β’ Πνευμονολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, ΠΓΝ «Αττικόν»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.