Ορισμένες φορές οι στατιστικές έρευνες αποτελούν έναν εύσχημο τρόπο για να ειπωθούν ψέματα ή μισές αλήθειες
Οι άνθρωποι φαίνεται να ψεύδονται σε κάποιον βαθμό, όταν απαντούν σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική τους συμπεριφορά. Άλλοτε υπερβάλλουν, άλλοτε κρατάνε μυστικά. Ποιος, όμως, μπορεί να τους κατηγορήσει; Γιατί θα έπρεπε να αποκαλύψουν τα βαθύτερα και πιο σκοτεινά σεξουαλικά τους μυστικά σε έναν ξένο; Και σε ποιο βαθμό μπορούμε να τους εμπιστευόμαστε;
Συμβαίνει σε κάποιους ανθρώπους, να εξανίστανται όταν διαβάζουν λόγου χάρη ότι ένα υπολογίσιμο ποσοστό (στο οποίο εκείνοι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ανήκουν) έχουν κάνει και εκείνο και το άλλο στο σεξ και είχαν έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό σεξουαλικών συντρόφων στο παρελθόν. Επίσης, όταν μιλάμε για ετεροφυλόφιλους θα είχε λογική ο αριθμός των συντρόφων του κάθε φύλου (ο μέσος όρος) να είναι παραπλήσιος, στο θέμα φεριπείν της απιστίας. Σε σχετικές έρευνες βλέπουμε ότι οι άντρες απατούν πολύ περισσότερο από τις γυναίκες, ενώ πριν λίγες δεκαετίες το ποσοστό των γυναικών που είχαν απατήσει ήταν αμελητέο, όταν των αντρών ήταν σημαντικό. Ας μην ξύνουμε πληγές και ας δούμε τρεις βασικές εξηγήσεις που προσφέρουν οι ερευνητές για τα ψεματάκια που παρατηρούνται στις έρευνες. Συνεκδοχικά μπορούμε να φανταστούμε τα υπόλοιπα.
Διαφορές των φύλων στον τρόπο καταμέτρησης
Όταν ερωτώνται για τον αριθμό των προηγούμενων σεξουαλικών συντρόφων, οι γυναίκες τείνουν να απαριθμούν ή να ανακαλούν κάθε σύντροφο και σεξουαλική γνωριμία του παρελθόντος. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι ακόμη και τα one night stands εμπεριέχουν για το άλλο μισό του ουρανού ένα είδος δοσίματος -ακόμη και αν ήταν για ελάχιστο χρόνο. «Και μία φορά αρκεί», σαν να λέμε.
Από την άλλη οι άνδρες τείνουν να στρογγυλοποιούν τις συνευρέσεις σε δεκάδες. Ενδεχομένως επειδή υπερισχύουν άλλα στοιχεία, όπως αυτό της σωματικής εκτόνωσης και όχι το ψυχικό δέσιμο και δόσιμο. Επομένως, τι νόημα έχει αν αυτή η σωματική διεργασία συνέβη 17 ή 20 φορές. «Το ίδιο κάνει», σαν να ακούμε να λένε. Αυτό το φαινόμενο φαίνεται να εξομαλύνεται για τους άντρες όταν οι ερευνητές ζητούν ακρίβεια στις απαντήσεις. Αν και εκεί υπεισέρχεται ένα ζήτημα ηθελημένης ή ακούσιας μνήμης…
Διαφορά νοηματοδότησης της σεξουαλικής πράξης
Σε πολλές μελέτες διαπιστώνεται ότι τα δύο φύλα διαφωνούν στο τι αποτελεί σεξουαλική επαφή. Συνήθως οι άντρες θεωρούν ότι περισσότερες σεξουαλικές πράξεις είναι σεξ ακόμη και αν δεν περιλαμβάνουν διείσδυση, ενώ οι γυναίκες υποβαθμίζουν το θέμα, θεωρώντας για παράδειγμα το στοματικό ως μη σεξ. Ως συνέπεια, δεν εντάσσουν στον κατάλογο των εραστών τους κάποιον με τον οποίον είχαν κάνει μόνο αυτό στο παρελθόν, διότι η απόφασή τους να μην προχωρήσουν είχε κάποιο απορριπτικό υπόστρωμα.
Το αμφιλεγόμενο του πληρωμένου σεξ
Περίπου το 20% του ανδρικού πληθυσμού στον δυτικό κόσμο, είχε μία τουλάχιστον επαφή με εργαζόμενη στην πορνεία. (Για τις γυναίκες το ίδιο ποσοστό είναι κάτω του 1%). Παρόλα αυτά το γεγονός αυτό (η ανδρική έφεση στην πορνεία), τείνει να αγνοείται συστηματικά στις έρευνες, καθότι οι ερευνητές δεν θέλουν να φέρουν σε δύσκολη θέση τους ερωτώμενους. Σκεφτείτε, να δηλώνουν ότι έχουν «πάει» με 15 γυναίκες στη ζωή τους και οι 13 να είναι επί χρήμασι. Από την άλλη, εύλογα όλο αυτό δημιουργεί παρερμηνείες και περιπλέκει τις απαντήσεις, καθώς αν δεν συμπεριλάβουν στον υπολογισμό τους τις συνευρέσεις με το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, το συνολικό τους σκορ θα πέσει πολύ (και μαζί η αυτοεκτίμηση).
Στο δια ταύτα, μπορούμε τελικώς να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους όταν μιλούν για τη σεξουαλική τους συμπεριφορά και αν ναι, σε ποιο βαθμό; Κατά την άποψή μας, όχι, χωρίς να είμαστε βέβαια απορριπτικοί. Όσο πιο καλά είναι δομημένο το ερωτηματολόγιο και όσο πιο καλά πατούν στο επιστημονικό έδαφος οι ερωτήσεις τόσο το καλύτερο, ωστόσο πάντα πρέπει να διατηρούμε επιφυλάξεις. Εξυπακούεται ότι έρευνες χωρίς βάθος και ποικιλία δειγματολογίου μπορεί να στρεβλώσει εντελώς την εικόνα. Από την άλλη δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε συλλήβδην για ψευδομαρτυρία. Καθένας απαντά όπως αισθάνεται και όπως θεωρεί ότι είναι τα πράγματα, ενώ κάποιοι κωλύονται να εκφραστούν με απόλυτη ειλικρίνεια για λόγους κοινωνικής κατακραυγής ή στιγματισμού.