Το πρώτο σοβαρό κρούσμα εποχικής γρίπης καταγράφηκε για φέτος. Ωστόσο, η δραστηριότητα της βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας.
Στην έκθεσή του για την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, από τις 30 Σεπτεμβρίου έως και 6 Οκτωβρίου, ο ΕΟΔΥ χαρακτηρίζει το κρούσμα της εποχικής γρίπης ως εισαγόμενο, καθώς ο ασθενής ήταν ταξιδιώτης στη χώρα μας.
Πρόκειται για 71χρονο, ο οποίος είχε νοσήσει με γρίπη Α (Η3Ν2), και χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Διαβάστε όλες τις Ειδήσεις απο το Dikaiologitika News
Επισημαίνεται, ότι ο τουρίστας ήταν ανεμβολίαστος, παρότι ανήκε σε ομάδα υψηλού κινδύνου για την οποία συστήνεται εμβολιασμός από την εποχική γρίπη.
Οι επιστήμονες του Οργανισμού έχουν αναφερθεί επανειλημμένως στην αξία του εμβολιασμού έναντι της εποχικής γρίπης.
Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνει το αργότερο έως τον Νοέμβριο, ώστε να θωρακιστεί ο οργανισμός έναντι της νόσου.
Για φέτος, έχουν παραγγελθεί 2,6 εκατ. αντιγριπικά εμβόλια προκειμένου να καλυφθούν οι ομάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή οι ηλικιωμένοι άνω των 65 χρόνων, οι χρονίως πάσχοντες, οι έγκυοι και οι λεχωίδες, οι παχύσαρκοι, οι καπνιστές.
Οδηγίες για την εποχική γρίπη, έχει δώσει το υπουργείο Υγείας, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά τη σημασία του αντιγριπικού εμβολιασμού ως αποτελεσματικότερου τρόπου πρόληψης.
«Όταν το αντιγριπικό εμβόλιο χορηγηθεί σωστά και έγκαιρα προφυλάσσει από τη μετάδοση τού ιού της γρίπης και συμβάλλει στην προστασία από τις σοβαρές επιπλοκές της».
Η γρίπη είναι μια μεταδοτική νόσος του αναπνευστικού συστήματος προκαλούμενη από τον ιό της γρίπης. Μπορεί να προκαλέσει ήπια έως σοβαρή νόσο και κάποιες φορές να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο. Οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά και άτομα που πάσχουν από ορισμένα χρόνια νοσήματα κινδυνεύουν περισσότερο από σοβαρές επιπλοκές της γρίπης. Η διαχρονική παρακολούθηση του νοσήματος στην Ελλάδα δείχνει ότι η δραστηριότητα της εποχικής γρίπης συνήθως αρχίζει να αυξάνεται κατά τον Ιανουάριο, ενώ κορυφώνεται κατά τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο.
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών της χώρας μας, ο αντιγριπικός εμβολιασμός πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά σε άτομα (ενήλικες και παιδιά) που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου:
* Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι).
* Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω
* Παιδιά (6 μηνών και άνω) και
* Ενήλικες με έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
Καρδιακή νόσο με σοβαρή αιμοδυναμική διαταραχή
Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη)
Μεταμόσχευση οργάνων
Δρεπανοκυτταρική αναιμία (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες)
Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα
Χρόνια νεφροπάθεια
Νευρολογικά-νευρομυϊκά νοσήματα
* Έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, λεχωίδες και θηλάζουσες
* Άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία (Δείκτη Μάζας Σώματος 40Kg/m2) και παιδιά με ΔΜΣ &95ηΕΘ
* Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη.
* Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα που αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών της γρίπης.
* Οι κλειστοί πληθυσμοί, όπως προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές (σχολείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων και τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.).
* Κτηνίατροι, πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, εκτροφείς, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πτηνά ή χοίρους.
Οδηγίες χορήγησης εμβολίου
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα και πριν την έναρξη της συνήθους περιόδου εμφάνισης της έξαρσης των κρουσμάτων γρίπης, δεδομένου ότι απαιτούνται περίπου δύο εβδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης. Κατά προτίμηση ο εμβολιασμός θα πρέπει να ολοκληρώνεται τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες προς της ενάρξεως του ετήσιου επιδημικού κύματος της γρίπης στην Ελλάδα (δηλαδή στα μέσα-τέλος Νοεμβρίου). Επιπρόσθετα ο εμβολιασμός συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχικής γρίπης για άτομα για τα οποία ενδείκνυται ο εμβολιασμός και δεν πρόλαβαν να εμβολιαστούν εγκαίρως.
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός γενικά περιλαμβάνει 1 μόνο δόση του εμβολίου ετησίως. Βρέφη και παιδιά ηλικίας 9 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά, ή εκείνα 9 ετών που στο παρελθόν είχαν λάβει μόνο 1 δόση εμβολίου γρίπης χρειάζονται 2 δόσεις αντιγριπικού εμβολίου με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 28 ημερών. Σε βρέφη ηλικίας 6 μηνών χορηγείται 0,5 ml (ολόκληρη η δόση), σύμφωνα με τις οδηγίες από επίσημους Ευρωπαϊκούς ή άλλους φορείς φαρμάκων ( FDA, ΕΜΑ κ.α.).
Επισημαίνεται ότι, εργαστηριακή διάγνωση γρίπης δεν απαιτείται για την χορήγηση αντι-ιικής θεραπείας. Τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου συνιστάται να προσέρχονται έγκαιρα στις μονάδες υγείας με την έναρξη συμπτωμάτων για ιατρική διάγνωση και θεραπεία.
Εργαζόμενοι στις Μονάδες Υγείας
Οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες υγείας βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από λοιμώξεις κατά την εργασία και να τις μεταδώσουν στους συναδέλφους, τους ασθενείς και τις οικογένειες τους. Η ανοσοποίηση έναντι της γρίπης του προσωπικού των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας προστατεύει όχι μόνο τους εμβολιασμένους, αλλά λειτουργεί και ως φραγμός κατά της μετάδοσης της γρίπης και μάλιστα σε άτομα με αντένδειξη εμβολιασμού (π.χ. βρέφη κάτω των 6 μηνών, αλλεργικά άτομα κ.α.) ή με χαμηλή ανοσιακή απόκριση και συμβάλλει στην απρόσκοπτη διατήρηση της παροχής υγειονομικής περίθαλψης κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της εποχικής γρίπης. Ιδιαίτερα το προσωπικό των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων και των Μονάδων Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών, των Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας, καθώς και το προσωπικό των Μονάδων Ειδικών Λοιμώξεων, των ειδικών Μονάδων Ανοσοκατασταλμένων, των Μονάδων Μεταμοσχεύσεων, των Αιματολογικών και Ογκολογικών Κλινικών και των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) πρέπει να είναι στο σύνολό του εμβολιασμένο.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό ετήσιου αντιγριπικού εμβολιασμού επαγγελματιών υγείας σε κάθε νοσοκομείο ή ιδιωτική κλινική είναι ένας από τους δείκτες επιτήρησης συμμόρφωσης των επαγγελματιών υγείας στην εφαρμογή των μέτρων ελέγχου διασποράς μικροβίων, με τους οποίους γίνεται η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των Διοικήσεων των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας και της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας.