Νέα μελέτη δείχνει ότι αύξηση του βάρους σε γυναίκες, που αντιστοιχεί σε αλλαγή του μεγέθους της φούστας κατά ένα νούμερο, σε διάστημα 10 χρόνων κατά την περίοδο από τα 25 έως 55 έτη, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού μετά την εμμηνόπαυση.
Η συνολική αύξηση του βάρους κατά την ενήλικο ζωή έχει φανεί ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού, ωστόσο η παρούσα μελέτη τονίζει πως ειδικότερα η αύξηση της περιφέρειας μέσης, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής.
Για τους σκοπούς της μελέτης, που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό BMJ, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 93.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες άνω των 50 ετών, οι οποίες παρακολουθήθηκαν για 5 χρόνια. Η συλλογή δεδομένων περιλάμβανε πληροφορίες για τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, την αναπαραγωγική υγεία, τη γονιμότητα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού και ωοθηκών, τη λήψη αντισυλληπτικών και θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης, που αποτελούν παράγοντες που σχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Επιπλέον, οι εθελόντριες ρωτήθηκαν για το παρόν μέγεθος φούστας καθώς και ποιο ήταν αυτό κοντά στην ηλικία των 20 ετών.
Από τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψε ότι η λήψη θεραπείας για τη γονιμότητα, το οικογενειακό ιστορικό και η λήψη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης σχετίζονται, όπως ήταν αναμενόμενο, στατιστικά σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ η εγκυμοσύνη βρέθηκε να δρα προστατευτικά. Επιπλέον όμως, βρέθηκε ότι η αύξηση του μεγέθους της φούστας κατά ένα νούμερο σε διάστημα 10 ετών, σχετίστηκε με 33% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ αύξηση κατά δύο νούμερα σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα, σχετίστηκε με αύξηση του κινδύνου κατά 77%.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, απαιτούνται περισσότερες μελέτες προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα παρατηρούμενα αποτελέσματα και να διευκρινιστούν οι υπεύθυνοι μηχανισμοί. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ενδείξεις ότι το λίπος γύρω από την περιοχή της κοιλιάς είναι περισσότερο μεταβολικά ενεργό συγκριτικά με άλλες περιοχές του λιπώδους ιστού, ενώ έχει φανεί ότι η αύξηση του κοιλιακού λίπους συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων που πιθανόν να συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr(Πηγή)