Μεγάλη βρετανική μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε αρχεία για περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους που νόσησαν με Covid-19 έδειξε ότι, δύο χρόνια μετά τη μόλυνση με τον ιό, οι αναρρώσαντες ασθενείς διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν ψυχώσεις, άνοια και «ομίχλη του εγκεφάλου» σε σχέση με άλλους που ανάρρωσαν από παθήσεις του αναπνευστικού.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο «The Lancet Psychiatry» ορισμένα από τα συμπτώματα των ασθενών δύο χρόνια μετά τη νόσηση αρχικά αυξάνονταν και στη συνέχεια μειώνονταν. Το άγχος και η κατάθλιψη μειώθηκαν σε ποσοστά που συμβαδίζουν με άλλες αναπνευστικές παθήσεις μετά από δύο μήνες. Αλλά στην περίπτωση της «εγκεφαλικής ομίχλης» (έτσι περιγράφεται το σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από κατάσταση σύγχυσης, μειωμένη ενέργεια και νοητική λειτουργία, προβλήματα ύπνου, μειωμένη ικανότητα πολλαπλών εργασιών συγχρόνως, δυσκολία να βρει κάποιος την κατάλληλη λέξη), για παράδειγμα, οι ενήλικες ηλικίας μεταξύ 18 και 64 ετών που είχαν αναρρώσει από τον COVID-19 υπέφεραν σε ποσοστό 16% υψηλότερο από τους ασθενείς με άλλες αναπνευστικές ασθένειες. Η διαφορά ήταν πιο έντονη σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, όπου διαπιστώθηκε επίσης αυξημένος κίνδυνος για ψύχωση και άνοια.
Τα στοιχεία, κυρίως από ασθενείς στις ΗΠΑ, δείχνουν ότι επηρεάζονται και ανήλικοι. Δηλαδή, τα παιδιά που ανάρρωσαν από Covid-19 είχαν διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν από επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ψυχωσική διαταραχή σε σύγκριση με εκείνα που ανάρρωσαν από αναπνευστική νόσο. Ωστόσο, στα παιδιά ο απόλυτος κίνδυνος των καταστάσεων παραμένει χαμηλός.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ακόμη και η πιο ήπια παραλλαγή Όμικρον του κορονοϊού ενέχει παρόμοιους μακροπρόθεσμους κινδύνους.
Όπως επισημαίνει ο Μαξίμ Τάκετ, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, στην έρευνα έχουν συμπεριληφθεί μόνο ασθενείς που ήταν αρκετά άρρωστοι ώστε να πάνε στο νοσοκομείο και να διαγνωστούν ότι μολύνθηκαν με Covid-19, συνεπώς η μελέτη έχει αφήσει εκτός εκείνους που είχαν ήπια συμπτώματα. Το ίδιο ισχύει για την ομάδα σύγκρισης ασθενών που ανάρρωσαν από άλλες αναπνευστικές ασθένειες.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Πολ Χάρισον, εξήγησε ότι η μελέτη επιδίωξε «να αποκαλύψει αυτό που μπορεί να προκαλέσει η Covid έναντι του τι μπορεί να κάνουν άλλοι ιοί που επηρεάζουν το ίδιο μέρος του σώματος με γενικά παρόμοιο τρόπο» και σημείωσε ότι η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να προσδιορίσει τον βιολογικό μηχανισμό με τον οποίο ο ιός προκαλεί τον αυξημένο κίνδυνο ψυχολογικής και νευρολογικής διαταραχής.
Ωστόσο, η έρευνα προσθέτει νέες πληροφορίες στον αυξανόμενο όγκο στοιχείων που υποδεικνύουν τη μακροχρόνια ζημιά που προκαλεί η νόσος Covid-19, ζήτημα που έχει απασχολήσει τις κυβερνήσεις, οι οποίες ξοδεύουν χρήματα για έρευνα και για να θεραπεύσουν τα συμπτώματα που περιγράφονται άτυπα ως «μακρά Covid», χαρακτηρισμός που περιλαμβάνει τόσο νευρολογικά προβλήματα όσο και άλλα, όπως κόπωση και δύσπνοια.
Από την πλευρά της, η Τζάνετ Ντίαζ, επικεφαλής του ΠΟΥ στο Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας, εκτιμά ότι το 3,7% των ασθενών με COVID-19 αναπτύσσουν ένα τουλάχιστον σύμπτωμα μετά τη νόσηση. Μιλώντας σε συνέδριο, είπε ότι η μέση βαρύτητα των καταστάσεων μετά τη νόσο Covid-19 είναι ισοδύναμη με αυτές που βιώνουν ασθενείς με έντονο πόνο στον αυχένα, νόσο του Crohn ή μακροπρόθεσμες συνέπειες τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης.