Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Βαρυφορτωμένο με έξοχες ιστορικές μνήμες, την αστική ανάπτυξη της Αθήνας τον μεσοπόλεμο, αλλά και τις οδυνηρές μνήμες για τον ελληνισμό της μικρασιατικής τραγωδίας, προβάλλει στην δαιμονοποιημένη – και σιγά σιγά αναβαθμιζόμενη – Πλατεία Ομονοίας, το ιστορικό Καφενείο της Αθήνας «Νέον», με άλλη χρήση πλέον ωστόσο, ως φούρνος της αλυσίδας Βενέτη. Διατηρώντας όμως την περίφημη ιστορική εσωτερική του διακόσμηση, που αποτέλεσε πεδίο έμπνευσης ποιητών, συγγραφέων, αλλά και εικαστικών, με τον μεγάλο Γιάννη Τσαρούχη, να έχει αποθανατίσει το ιστορικό μας καφενείο, σε δυο σπουδαίους πίνακές του. Τις πελώριες δωρικές κολώνες, τις επιβλητικές τους στέψεις, τις διακοσμητικές σκαλιστές ιπτάμενες σφίγγες, που κρατούσαν τους πελώριους καθρέπτες του, και όλα τα άλλα αισθητικά του στοιχεία, που το καθιστούσαν μοναδικό ! Το καφενείο «Νέον» ξεκίνησε την λειτουργία του το 1920, με ιδιοκτήτες τους Περικλή Γκόσιο και Γιάννη Δούκα, στο ισόγειο του ξενοδοχείου Carlton, με το όνομα «Νέον Βυζάντιον».
Εν συνεχεία έλαβε το όνομα «Νέον», με την μικρασιατική τραγωδία, για να υπομνίζει την περιπέτεια του έθνους. Στα χρόνια του μεσοπολέμου το Νέον, υπήρξε χώρος συνάντησης καλλιτεχνών, διανοουμένων, αλλά και προσωπικοτήτων από την κοσμική ζωή της Αθήνας. Από την άλλη αποτέλεσε χώρο κοινωνικών ζυμώσεων, αλλά και ανάδειξης πνευματικών ρευμάτων. Αλλά πέρα από τον κοινωνικό και πολιτισμικό διάκοσμο του καφενείου, διακρίνονταν και για τα εξαιρετικά γλυκά και τους καφέδες του. Λαχταριστός μπακλαβάς από κωνσταντινουπολίτικες συνταγές, φίνο ρυζόγαλο, δροσερή κρέμα, και πλούσια ποικιλία αρωμάτων καφέ, συνιστούσαν τα μεγάλα ανταγωνιστικά του ατού, έναντι των προβεβλημένων καφενείων των Αθηνών.
Από το 1950 και εντεύθεν, αλλάζει ριζικά η Πλατεία Ομονοίας με την έξαρση της ανοικοδόμησης και βεβαίως η αισθητική της, αλλά και η κοινωνική διαστρωμάτωση, που την περιβάλλει. Στοιχεία που μοιραία προσδιορίζουν και τον κοινωνικό χαρακτήρα του καφενείου. Τα πανέμορφα νεοκλασικά της περιοχής, αντικαθίστανται από πολυώροφες πολυκατοικίες και νέα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, προβάλλουν δυναμικά στην περιοχή, δίνοντας έναν αέρα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η πλατεία Ομονοίας γίνεται συγκοινωνιακό και κοινωνικό σταυροδρόμι και με αυτά τον νέο της χαρακτήρα, συμπαρασύρει και το «Νέον». Και σε αυτή την κοσμογονία της περιοχής της Ομονοίας, το καφενείο γίνεται το στέκι συνάντησης, πολλών ετερόκλητων θα λέγαμε κοινωνικών ομάδων.
Τον τόνο δίνουν με το κύρος τους, οι καλλιτέχνες-διανοούμενοι Γιάννης Τσαρούχης και Γιάννης Ρίτσος, που απολαμβάνουν το πρωί το τσάι τους, για να τους ακολουθούν σε όλη την διάρκεια της ημέρας, πλήθος άλλων προσώπων, με διαφορετικό κοινωνικό και επαγγελματικό προσανατολισμό. Οι επαρχιώτες που ήλθαν από τον Κηφισό στην Αθήνα και κάνουν την πρώτη τους γνωριμία με την πόλη, οι κυρίες που κάνουν τις αγορές τους στο παρακείμενο «Μινιόν» και κάνουν στάση για έναν καφέ, τις μεσημεριανές ώρες οι δικηγόροι μετά τις αγορεύσεις τους στο κοντινό Εφετείο τότε Αθηνών – που υφίστατο στο Αρσάκειο Μέγαρο, στην Πανεπιστημίου – οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού τις Κυριακές και τις Τετάρτες στους αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλου της ομάδας – μάλιστα στις μεγάλες επιτυχίες του ΠΑΟ, βουτούσαν και στο σιντριβάνι της Πλατείας – εν παραλλήλω με τους εργάτες των πλησιέστερων συνοικιών του Μεταξουργείου και του Ψυρρή, που έσπευδαν για το πρώτο τονωτικό καφεδάκι πρίν το μεροκάματο. Και όλο αυτόν τον διάκοσμο που συναποτελούσε την κοινωνική ταυτότητα του καφενείου, αποθανάτισε ο μεγάλος μας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, σε δυο έξοχους πίνακές του, που βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Τους : «Το καφενείο Νέον – ημέρα» (1956-66) και «Το καφενείο Νέον – βράδυ» (1965-66). Κεντρικό σημείο αναφοράς όπως προαναφέραμε αποτελούσε το «Νέον» για την «μαστοράντζα», τους εργατοτεχνίτες και τους βοηθητικούς τους εργάτες, όπως και το γειτονικό καφενείο «Παρθενών».
Ήδη από τις 6 τα χαράματα συνωστίζονταν στο πεζοδρόμιό του, σοβατζήδες και μαρμαράδες, προσμένοντας τους ισχυρούς εργολάβους, να βγούν από το καφενείο και να τους οδηγήσουν στην δουλειά. Τα γκαρσόνια με τις μεγάλες τους παραμάνες και νευρώδεις κινήσεις, σέρβιραν τους καφέδες στους πελάτες, με μια σύντομη και κοφτή καλημέρα. Πολλούς από αυτούς – ιδίως τους εργάτες, που πήγαιναν κάθε πρωί τα χαράματα για την δουλειά με τους εργολάβους – τους γνώριζαν πλέον με το μικρό τους όνομα και τους σερβίριζαν μηχανικά τους καφέδες τους. Ήταν αυτές οι πρώτες πρωινές ώρες της μέρας, που το καφενείο ανέβαζε στροφές για να εξυπηρετήσει δεκάδες καφέδες και είχε νευρώδη ρυθμό και ένταση στην λειτουργία του, με την κοσμοσυρροή των εργατών. Και λίγο αργότερα πρίν τις εφτά, όλο αυτό το μελίσσι των εργατών έφευγε για τη δουλειά και παρέμεναν ξοπίσω λίγοι άνθρωποι, που δεν βρήκαν μεροκάματο ή αργόσχολοι, που πήγαιναν από το πρωί στην Ομόνοια, για να σκοτώσουν τον χρόνο τους. Για να ξαναρχίσει κατά τις 9:00 νέος κύκλος πελατών, με άλλα βεβαίως κοινωνικά χαρακτηριστικά. Το καφενείο ήταν σε έκταση πελώριο και είχε πλήθος από μικρά μαρμάρινα τραπεζάκια, που σου δημιουργούσαν μια αίσθηση απεραντοσύνης και μεγαλοπρέπειας συνάμα. Στοιχείο που υπέβαλλε ψυχολογικά τους πελάτες και επενεργούσε καταλυτικά σε αυτούς. Κατά μείζονα λόγο στα λαϊκά στρώματα, που μπορούσα με το γλίσχρο εισόδημά τους, να απολαμβάνουν τον καφέ ή το γλυκό τους, σε ένα καφενείο κύρους, όπου συμπλέκονταν ταιριαστά, το λαϊκό, με το μεσοαστικό και το πνευματικά ελιτίστικο στοιχείο. Σύχναζαν ακόμα κατά την διάρκεια της ημέρας, και μερικές κλασικές φιγούρες της αθηναϊκής ζωής βιοπαλαιστές, που στο «Νέον» είχαν έτοιμη την πελατεία τους. Οι «λούστροι», στιλβωτές των παπουτσιών, με το κασελάκι τους κρεμασμένο στον ώμο και το σκαμνί τους υπο μάλης, για να γυαλίσουν τα παπούτσια των εργολάβων που ήταν λασπωμένα από την οικοδομή, οι λαχειοπώλες για τους σταθερούς πελάτες τους, θαμώνες του καφενείου, τον οποίον γνώριζαν και τις προτιμήσεις – τον λήγοντα αριθμό της αρεσκείας τους στο «λαϊκό λαχείο» και πολλοί άλλοι.
Ένα ατέρμονο κοινωνικό μελίσσι, στο μεγαλοπρεπές καφενείο, με τα αχανή μαρμάρινα τραπεζάκια του, τους κιτρινισμένους από το διάβα του χρόνου τοίχους της λαδομπογιάς, που επικάλυπταν οι επιβλητικοί καθρέπτες στηριζόμενοι στις ιπτάμενες σφίγγες και τα πανύψηλα ταβάνια με τις ανάγλυφες παραστάσεις, που επίσης υπέβαλαν ψυχολογικά τους πελάτες ! Ένα μικρό θαύμα στο κέντρο της πόλης, που συνταίριαζε μέσα στο πολύπλαγκτο ηθικό και κοινωνικό του χρώμα, ολάκερη την κοινωνική ταυτότητα της Αθήνας. Όμως όλα αυτά έχουν περάσει στο παρελθόν, μαζί με τα στοιχεία της Αθήνας, για αυτή την χρονική περίοδο της κεντρικής περιοχής της Ομονοίας, που πάντα υπήρξε ένας οδοδείκτης στην ζωή της πόλης. Πρίν λίγα χρόνια πάραυτα, το καφενείο ξανάνοιξε τις πόρτες του, με άλλη χρήση – ως κατάστημα της αλυσίδας φούρνων «Βενέτη» – αλλά διατηρώντας τα ατίμητα εσωτερικά διακοσμητικά του στοιχεία και μαζί τους, τις αξέχαστες αναμνήσεις της αθηναϊκής κοινωνίας για αυτό
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων