Συντάκτης: Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας άρχισαν να οικοδομούνται, με πολιτικούς όρους, από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ετσι, σε μια διαδρομή 185 χρόνων Εκκλησία και Κράτος συνυπήρξαν, συμπορεύτηκαν και πολλές φορές αλληλοϋποστηρίχτηκαν, για να διαμορφώσουν τελικά ένα πλέγμα σχέσεων «αγάπης και μίσους».
Από την πλευρά της Εκκλησίας επιλέχθηκε να τηρηθεί, για πολλές δεκαετίες, μια στάση υποταγής στις επιθυμίες και στις παρεμβάσεις του κράτους, η οποία εξυπηρέτησε, κατά διαστήματα, προσωπικά συμφέροντα, κυρίως μητροπολιτών, αλλά βασικά εξασφάλισε τη μη αμφισβήτηση της δράσης της.
Ετσι, ακόμα και εάν σε κάποιες περιόδους ο κλήρος παρουσιαζόταν αδύναμος ως συλλογικό σώμα, στις πολιτικές υποθέσεις παρέμενε η πλέον ισχυρή συντηρητική ομάδα, ασκώντας ουσιαστικό έλεγχο στο πλήθος των πιστών.
Από την άλλη πλευρά, το κράτος ενεργούσε διαχρονικά με στόχο τον έλεγχο της Εκκλησίας και τη χρησιμοποίηση της επιρροής της στον λαό, στην εξυπηρέτηση πολιτικών επιδιώξεων, παλαιότερα του Παλατιού και φυσικά των κυβερνήσεων και κομμάτων.
Οι κρατικές επεμβάσεις είχαν αποτέλεσμα να μεταφέρονται στον εκκλησιαστικό χώρο αντιπαραθέσεις της πολιτικής και ταυτόχρονα ανατροπές, πραξικοπήματα και μεταπολιτεύσεις να φέρνουν αλλαγές στην Εκκλησία της Ελλάδος, με πιο χαρακτηριστικά:
Τον Εθνικό Διχασμό της επταετίας 1915-1922, οπότε η πολιτική διαίρεση έγινε και εκκλησιαστική, με τους επισκόπους της «Παλαιάς Ελλάδας» να τάσσονται στο πλευρό του βασιλιά και αυτούς των «Νέων Χωρών» να υποστηρίζουν τον Βενιζέλο.
Τον Μάιο του 1915 ο αρχιεπίσκοπος έφερε στην Αθήνα την εικόνα της Παναγίας από την Τήνο για υποστήριξη του βασιλιά και διοργάνωσε λιτανείες και λατρευτικές εκδηλώσεις, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου 1916 έγινε ογκώδης αντιβενιζελική πορεία με επικεφαλής την Ιερά Σύνοδο, που κατέληξε στο Πεδίον του Αρεως, με αναθεματισμό του «σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου, Ελ. Βενιζέλου.
Φυσικά, όταν επέστρεψε, το 1917, ο Βενιζέλος καθαίρεσε με διάταγμα τον αρχιεπίσκοπο και διόρισε αριστίνδην Σύνοδο, ελεγχόμενη από την κυβέρνηση.
Την επεισοδιακή εκλογή του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου το 1938 διαρκούσης της δικτατορίας Μεταξά.
Την άνοδο του Ιερώνυμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο κατ’ επιθυμία του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Ομως, όλα αυτά φαίνεται να έχουν τις… ρίζες τους στον 19ο αιώνα, με αφετηρία το 1833, οπότε ήρθαν οι Βαυαροί και οργάνωσαν τις βασικές κρατικές δομές, με στόχευση να καμφθεί η ισχύς της καθεμιάς κυρίαρχης ομάδας, των στρατιωτικών, των προεστών-πολιτικών και του κλήρου.
Ειδικά για την Εκκλησία υπήρχαν πρόσθετοι λόγοι ελέγχου λόγω των σχέσεων με τη Ρωσία και με το Πατριαρχείο, με το οποίο αν και είχαν εξασθενήσει μετά το 1821, παρέμεναν ζωντανές.
Εκείνα τα χρόνια η κατάσταση στην Εκκλησία ήταν το ίδιο χαοτική με αυτήν του μικρού ελληνικού κράτους.
Οπως σημειώνουν ιστορικοί, «κληρικοί, πρόσφυγες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέφυγαν στην Ελλάδα για να ξεφύγουν τους τουρκικούς διωγμούς, δημιουργούσαν εσωτερικά προβλήματα στην ελληνική Εκκλησία. Εξουθενωμένοι ψυχικά και οικονομικά, δύσκολα μπορούσαν να αντιστέκονται σε προσφορές αξιωμάτων, οι οποίες γίνονταν με αναμενόμενη αντιπαραχώρηση τη σιωπηρή τους υποταγή στην κοσμική εξουσία. Το παράδειγμά τους επηρέαζε τον ντόπιο κλήρο, που για να διατηρήσει τα δικαιώματά του φάνηκε επίσης ενδοτικός σε πιέσεις φορέων της εξουσίας. Ολα αυτά ήταν φυσικό να υπονομεύουν το κύρος της Εκκλησίας, καθώς οι εκπρόσωποί της βρέθηκαν χωρισμένοι από αλληλοσυγκρουόμενα υλικά συμφέροντα, από αντιτιθέμενες κλίσεις και ροπές προς πολιτικές μερίδες, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να ενεργούν ως συγκροτημένο αυτοδύναμο σώμα».
Σε αυτό το περιβάλλον εκδόθηκε, στις 15 Μαρτίου 1833, από την Αντιβασιλεία, που κυβερνούσε μέχρι την ενηλικίωση του Οθωνα, διάταγμα για…τη σύσταση επιτροπής για το εκκλησιαστικό ζήτημα.
Πρόσωπα-κλειδιά ήταν:
◼ Ο υπουργός επί των Εκκλησιαστικών Σπυρίδων Τρικούπης, «οπαδός της ευρωπαϊκής σκέψης, [που] πίστευε ότι ένας από τους σκοπούς της Επανάστασης ήταν και η “αποτίναξη” της πατριαρχικής εξουσίας στην Ελληνική Εκκλησία», όπως έχει γράψει στην «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος» ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.
◼ Ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, επίσης οπαδός της ευρωπαϊκής σκέψης, με σπουδές στη Ρουμανία και τη Γερμανία, ο οποίος από τον Επαμ. Κυριακίδη χαρακτηρίζεται «αγγλόφιλος», που είχε «τυφλό μίσος για τους Ρώσους».
Στην επιτροπή συμμετείχαν, ακόμα, οι λαϊκοί Πανούτσος Νοταράς και Σκαρλάτος Βυζάντιος, συνεργάτες του υπουργού, που διαμόρφωναν την πλειοψηφία, ενώ οι εκκλησιαστικοί παράγοντες ήταν μόνο δύο, οι επίσκοποι Αρδαμερίου (σήμερα Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου) Ιγνάτιος και Ελαίας (ανήκει στη Μητρόπολη Παραμυθιάς) Παΐσιος.
Οι προτάσεις της επιτροπής εξέφραζαν τις θέσεις του Φαρμακίδη, τις οποίες υιοθέτησε ο καθηγητής Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, που είχε την ευθύνη των εκκλησιαστικών εκ μέρους της τριμελούς Αντιβασιλείας και ως προτεστάντης πίστευε στην υπεροχή της κοσμικής εξουσίας.
Κομβικό σημείο ήταν η αυτοδίκαιη (ipso jure) ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο.
Μια άλλη άποψη, που υποστηρίχτηκε από τον λόγιο Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων, ο οποίος κατά τον Επ. Κυριακίδη ήταν «φίλος των Ρώσων, μη τυφλούμενος υπό των εσπερίων προλήψεων», ήταν να προχωρήσει η ανεξαρτησία της Εκκλησίας, αλλά έπειτα από άδεια του Πατριαρχείου.
Ομως, η Αντιβασιλεία είχε προκρίνει την αυτοδίκαιη ανεξαρτησία διότι, όπως σημειώνουν ιστορικοί, ήθελε να σταλεί μήνυμα προς τον Πατριάρχη ότι έπρεπε να αποφεύγει κάθε ανάμειξη σε ό,τι αφορούσε την Εκκλησία της Ελλάδος.
Ετσι, συγκεντρώθηκαν, στις 15 Ιουλίου 1833, στο Ναύπλιο, 22 μητροπολίτες και επίσκοποι και οι λαϊκοί Σπ. Τρικούπης, Κ. Σχινάς, σύμβουλος του υπουργού, και Σκαρλάτος Βυζάντιος, οι οποίοι ανακήρυξαν το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Ορθόδοξου Ανατολικής Εκκλησίας. Μάλιστα, αποδέχτηκαν να τεθεί υπό τη διοικητική αρχηγία του (ρωμαιοκαθολικού) βασιλιά της Ελλάδας.
Υστερα από μερικές μέρες προσχώρησαν ακόμα 10 επίσκοποι και στις 25 Ιουλίου με βασιλικό διάταγμα συστήθηκε η πρώτη Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Κορινθίας, Κυρίλλου. Γραμματέας της Συνόδου ορίστηκε ο Φαρμακίδης και βασιλικός επίτροπος ο Σχινάς.
Η αντίδραση του Πατριαρχείου ήταν έντονη, αλλά δεν έφτασε σε ακραίες αποφάσεις ύστερα από παρέμβαση του τσάρου, που θέλησε -ορθώς- να κρατήσει ανοιχτούς διαύλους με όλες τις πλευρές
Οσο για την Αντιβασιλεία, με την ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας πέτυχε:
1. Να οριστεί ο βασιλιάς ως αρχηγός της Εκκλησίας.
2. Το κράτος διά του υπουργού Παιδείας και Εκκλησιαστικών να ασκεί έλεγχο στις πράξεις της Ιεράς Συνόδου, ακόμα και σε θέματα όπως ο καθορισμός των επισκόπων ή η εποπτεία των μοναστηριών.
3. Να παρακολουθεί τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου βασιλικός επίτροπος.
4. Να αποσπάσει την ελληνική Εκκλησία από τη ρωσική επιρροή.
Χαρακτηριστικό της στάσης του κράτους απέναντι στην Ιεραρχία ήταν η πλήρης αγνόηση των προτάσεων της Ιεράς Συνόδου για κάποιες τροποποιήσεις στον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας.
Μάλιστα, όταν η Σύνοδος επανέφερε, με επιστολή της, τις προτάσεις της, ο υπουργός τούς επιτίμησε, με επιστολή του, στις 11 Οκτωβρίου 1833, κατηγορώντας τους για ανυπακοή και χαρακτηρίζοντάς τους απλούς δημόσιους λειτουργούς, των οποίων οι προτάσεις απέβλεπαν να περιορίσουν τη βασιλική ισχύ.
Ωστόσο, οι ενέργειες της Αντιβασιλείας είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις μέσα στην κοινωνία καθώς οι «δυτικομαθημένοι» Ελληνες, που υπεραμύνονταν της αυτοδίκαιης ανεξαρτησίας της ελληνικής Εκκλησίας, δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι ο λαός βρισκόταν μακριά από τον δυτικό τρόπο σκέψης και η θρησκεία συνιστούσε ένα από τα πιο σημαντικά ερείσματα.
Κατά τον Επ. Κυριακίδη, προκλήθηκαν δυσάρεστες συζητήσεις και έγιναν ταραχές, που πήραν επικίνδυνες διαστάσεις, φτάνοντας στα όρια του διχασμού.
Οι εντονότερες αντιδράσεις έγιναν στο Ναύπλιο, με πρωτεργάτη τον Αγιορείτη Προκόπιο Δενδρινό, ενώ ιδιαίτερο ρόλο φαίνεται ότι είχε και ο Ρώσος πρέσβης Κατακάζι.
Η Αντιβασιλεία φοβόταν κλιμάκωση των αντιδράσεων με επίκεντρο τα μοναστήρια, αφού οι μοναχοί μπορούσαν να διαδραματίσουν πολιτικό ρόλο ως σύνδεσμοι συνωμοσιών, ως αρχηγοί του λαού ή και ως οπαδοί της Ρωσίας.
«Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες που τους παρουσιάζουν στα επόμενα χρόνια να ενεργούν ως σύνδεσμοι των πολιτικών κομμάτων και να προκαλούν λαϊκές αναταραχές. Ολα αυτά τους καθιστούσαν επικίνδυνους για την εξουσία», σημειώνουν ιστορικοί.
Και προσθέτουν: «Η Αντιβασιλεία πίστευε πως θα μπορούσε να τους ελέγχει [τους μοναχούς] αποτελεσματικότερα αν τους συγκέντρωνε σε καθορισμένες, ελάχιστες περιοχές. Ας σημειωθεί πως η πρώτη εγκύκλιος της νέας συνόδου το 1834 αναφερόταν ειδικά στον έλεγχο των μετακινήσεων των μοναχών έξω από τα μοναστήρια τους».
Ετσι, στις 7 Οκτωβρίου 1833 εκδόθηκε το πρώτο από συνολικά τρία διατάγματα που περιόριζαν τα μοναστήρια.
Με αυτό το διάταγμα έκλειναν όσα μοναστήρια είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς.
Ετσι, από συνολικά 524 μοναστήρια απέμειναν 146. Τα 83 γιατί είχαν περισσότερους από 6 μοναχούς το καθένα και τα υπόλοιπα 63 διότι βρίσκονταν στην περιοχή της Μάνης, όπου η κυβέρνηση απέφευγε να παρέμβει.
Με τα άλλα δύο διατάγματα (9.3.1834 και 8.5.1834) έκλεισαν όλα τα γυναικεία μοναστήρια εκτός από τα τρία που αντιστοιχούσαν στις τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες και απαγορεύτηκαν οι δωρεές ιδιωτών στην Εκκλησία.
Ολη η μοναστηριακή περιουσία περιερχόταν στο κράτος για να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση του κρατικού εκπαιδευτικού προγράμματος, μισθούς δασκάλων, ενοικιάσεις σχολικών κτιρίων κ.ά. καθώς και για τη βελτίωση της ζωής του κατώτερου κλήρου.
Ο Κυριακίδης σημειώνει ότι «ο περί μονών νόμος περιείχεν ορθάς διατάξεις και ίσως εν πολλοίς άδικος ήτο ο διεγερθείς θόρυβος». Ομως, θεωρεί άστοχο τον τρόπο που εφαρμόστηκε ο νόμος, με τη βίαιη διάλυση των μονών και ιδιαίτερα τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας, η οποία έγινε -σύμφωνα με άλλες πηγές- με διαβλητό τρόπο από τις τοπικές αρχές.
Από τότε σε κάθε εξέγερση που γινόταν στη διάρκεια της βασιλείας του Οθωνα, ετίθετο από τους στασιαστές ως θέμα και το μοναστηριακό.
Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1850, οπότε η Ρωσία άρχισε να ετοιμάζεται για πόλεμο με την Τουρκία και ήθελε για σύμμαχο της Ελλάδα.
Ετσι, ο τσάρος πήρε πρωτοβουλίες για την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα και έκανε κινήσεις προς την πλευρά τόσο του Οθωνα όσο και του Πατριαρχείου.
Πραγματικά, κατ’ εντολή του Παλατιού η κυβέρνηση και η Εκκλησία έκαναν αιτήσεις προς το Πατριαρχείο για να ανακηρύξει το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας.
Οπως γράφει ο Κυριακίδης, στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη που εξετάστηκε το θέμα, ο πρώην Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ εξέφρασε έντονες αντιρρήσεις για τον συμβιβασμό.
Τις επόμενες ημέρες έπειτα από παρέμβαση του Ρώσου πρεσβευτή Τιτόφ κάμφθηκαν οι όποιες αντιρρήσεις και λήφθηκε ομόφωνα η απόφαση αποδοχής της αίτησης.
Τόση σημασία απέδιδαν οι Ρώσοι στην επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος, που μετά τον διακανονισμό του παρασημοφόρησαν τους πρεσβευτές τους στην Ανατολή και τον αρχιμανδρίτη και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Μισαήλ Αποστολίδη.
Ετσι, στις 29 Ιουνίου 1850 μετά τη θεία λειτουργία αναγνώστηκε από τον Πατριάρχη Ανθιμο Δ’ ο Συνοδικός Τόμος, με τον οποίο ανακηρύχτηκε το αυτοκέφαλο της ελληνικής Εκκλησίας.
Ο Τόμος περιέγραφε κυρίως τρία σημεία:
α) πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδας θα είναι ο κατά καιρούς μητροπολίτης Αθηνών,
β) το άγιο Μύρο θα το λαμβάνει η Εκκλησία της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως όλες οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες των Ορθοδόξων, και
γ) για κάθε σοβαρό πνευματικό ζήτημα θα ερωτάται η Μεγάλη Εκκλησία.
Στις 20 Αυγούστου 1850 αναγνώστηκε, το πρωί, στις εκκλησίες ο Τόμος, αλλά το απόγευμα προκλήθηκε σάλος από τη δολοφονία του υπουργού των Εκκλησιαστικών Ν. Κορφιωτάκη.
Ο υπουργός δέχτηκε πυροβολισμούς ενώ έβγαινε από μια άμαξα για να πάει σπίτι του ύστερα από έναν απογευματινό περίπατο. Πολύ σύντομα συνελήφθη ο δράστης Θωμάς Ζυγούρης και φάνηκε ότι οι λόγοι δεν σχετίζονταν με το εκκλησιαστικό ζήτημα.
Πηγή: https://www.efsyn.gr