Στις 16 Νοεμβρίου 1973 παραδόθηκε στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου η ταυτότητα του πρώτου νεκρού. Επικράτησε προβληματισμός. «Τι θα πούμε στον κόσμο;». Η απάντηση ήταν μία: την αλήθεια. «Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους».
Στην ηγεσία της Συντονιστικής και στον πομπό, μεταξύ άλλων, η Τόνια Μοροπούλου. Φοιτήτρια στη σχολή Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου τότε, καθηγήτρια σήμερα στο Πολυτεχνείο, πρόεδρος της Αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και επικεφαλής της διεπιστημονικής ομάδας συντήρησης του Ιερού Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου σήμερα. Τι κι αν πέρασαν 45 χρόνια από εκείνες τις ημέρες, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές, γι’ αυτό και κάθε φορά, φέρνουν κομπασμό στη φωνή και υγραίνουν τα μάτια.
«Όταν το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου – ήταν Παρασκευή – ήρθαν στη Συντονιστική να μας φέρουν την ταυτότητα του πρώτου νεκρού, κάποιοι άνθρωποι που πάνω τους είχανε αίματα και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν το αποτέλεσμα του πυροβολισμού».
Η κ. Μοροπούλου μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για εκείνες τις μέρες και αναβιώνει τις στιγμές που έζησε. «Εκείνη την ώρα προβληματιστήκαμε και είπαμε “τώρα τι θα πούμε στον κόσμο;”. Και θυμάμαι ότι πήγα στον πομπό και φωνάζαμε με τους άλλους που ήταν εκεί: “Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους“».
Για την ίδια, αυτό ήταν το έναυσμα για να δοθεί η μάχη μέχρι τέλους. «Εμείς είπαμε την αλήθεια και η αλήθεια αυτή είχε αυτό το αποτέλεσμα: Ο κόσμος αντί να φοβηθεί, κατέβηκε για να προστατέψει τα παιδιά του, αλλά και για να δώσει τη δική του μάχη. Ήταν μια μάχη ύπαρξης, μια μάχη αξιοπρέπειας. Μία μάχη ζωής».
Την επόμενη ημέρα, ο χρόνος σταμάτησε με το τανκ να ρίχνει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Από τον πομπό ακουγόταν: «φαντάροι, αδέλφια μας, μη μας χτυπάτε. Είμαστε όλοι αδέλφια». Ο πομπός συνέχισε να εκπέμπει, ακόμα και όταν έφευγαν οι φοιτητές από εκεί. «Δεν θέλαμε να φύγουμε, ήρθαν και μας έβγαλαν συμφοιτητές μας» τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. “Είπαμε τον εθνικό ύμνο και κλείσαμε τον πομπό λέγοντας: “ο αγώνας συνεχίζεται”».
Αργότερα, πήραν τους νεκρούς από το αίθριο της Αρχιτεκτονικής και κρατώντας τα φορεία βγήκαν από το Πολυτεχνείο. «Κάποιοι λοκατζήδες έστρεφαν τα όπλα πάνω μας για να μας πυροβολήσουν και μας έλεγαν “ψηλά τα χέρια”, ζητώντας μας να αφήσουμε τους νεκρούς να πέσουν. Αλλά εμείς δεν σηκώσαμε τα χέρια μας».
Ήταν μια μάχη μέχρι τέλους. Μια μάχη που, ξεκίνησε δειλά με τη διεκδίκηση ελεύθερων φοιτητικών εκλογών το 1972. «Η εξέγερση μεγεθύνθηκε στον αντίλαλο των ριζοσπαστικών ιδεών της εποχής το Μάιο του ’68, της αμφισβήτησης μιας καθεστηκυίας ζωής και τάξης και βεβαίως διασυνδέθηκε στην πορεία του αυτό το κίνημα – το μαζικό πλέον κίνημα – με τις οργανωμένες παρατάξεις του αντιδικτατορικού αγώνα. Κυρίως αριστερές, αλλά και από το κέντρο. Και με ανθρώπους που είχαν όλες τις πεποιθήσεις. Από αριστερά μέχρι δεξιά. Πραγματικά, δεν έλειπε κανείς» σημειώνει.
Η σύνθεση ιδεών και ο άτυπος διάλογος των φοιτητών με την κοινωνία, είναι άλλωστε, τα στοιχεία που δίνουν ιδιαίτερο συμβολισμό στην επέτειο. Εξιστορεί: «Με κίνδυνο της ζωή μας, παλέψαμε συλλογικά και ανεξάρτητα από τις διαφωνίες μας, καταφέραμε να έχουμε μια σύνθεση. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα του Πολυτεχνείου. Ανεβοκατεβάσαμε πάρα πολλά διαφορετικά συνθήματα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, για να καταλήξουμε στην ανακοίνωση της συντονιστικής για “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία-Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Προκοπή“. Γιατί αυτό δεχόταν ο κόσμος και αυτό κατέβαζε τον κόσμο στους δρόμους. Μας το έλεγαν με σημειώματα στα πανέρια με τα ψωμιά και τα φαγητά που μας στέλνανε μέσα στο Πολυτεχνείο. Έλεγαν “μην πείτε αυτό ή το άλλο, πείτε Δημοκρατία, πείτε Ανεξαρτησία”. Έτσι καταλήξαμε να πούμε κάτι που έβγαλε τον κόσμο από τον καναπέ του, το σπίτι του, την απάθεια, την ιδιώτευσή του, τον κατέβασε στους δρόμους και τον έκανε να συγκρουστεί βίαια και με κίνδυνο της ζωής του, με τη δικτατορία».
Η επέτειος σήμερα
Η συζήτηση αναπόφευκτα έρχεται στο σήμερα. Μήπως το Πολυτεχνείο είναι πολύ μακρινό για τη σημερινή κοινωνία και για τη νέα γενιά; «Η γενιά του Πολυτεχνείου μεγάλωσε. Γέρασε; Οι άνθρωποι ερχόμαστε και παρερχόμαστε. Αλλά οι ιδέες, η δύναμη της ψυχής, μένουν», απαντά μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μοροπούλου, η οποία ακόμα πηγαίνει σε σχολεία να μιλήσει στους μαθητές για το τι έγινε στο Πολυτεχνείο. «Το θεωρώ υποχρέωσή μου. Θα έπρεπε αυτή η ιστορία, σαν ιστορία να μεταλαμπαδευτεί στη νέα γενιά. Πολλοί δεν ξέρουν τι σημαίνει Πολυτεχνείο. Είναι επίκαιρη, και σημαντική ιστορία. Πρέπει να ακουστεί και το Πολυτεχνείο σήμερα, 45 χρόνια μετά, γιατί είναι παρόν για μένα και για τη γενιά μου, όσο την κατηγορούν. Είναι πολύ βολικό να φταίει μια γενιά για όλα. Αυτή η γενιά κατάφερε, όταν ήταν η ώρα της, να εκφραστεί και να το κάνει από κοινού. Αυτό λείπει σήμερα».
Γι’ αυτό το λόγο, το Πολυτεχνείο, όπως σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μοροπούλου, «σαν μήνυμα και σαν στάση ζωής, ούτε μουσειακό ούτε επετειακό είναι. Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό γιατί απειλεί οποιαδήποτε εξουσία». Δεν κρύβει, ωστόσο, τον προβληματισμό της για το γεγονός ότι «περιορίζεται κανείς να μιλάει για αυτά τα θέματα, για αυτές τις πολιτικές συμπεριφορές και αυτά τα βαθιά πολιτικά αιτήματα» μόνο την επέτειο της 17ης Νοέμβρη. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια πολιτική αποξένωση από τις τρέχουσες πολιτικές δυναμικές. Εμένα προσωπικά με ενοχλεί πάρα πολύ να έχω το δικαίωμα να μιλήσω πολιτικά μόνο την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Αυτό ακριβώς δείχνει, πόσο αποστεωμένη είναι η Δημοκρατία μας. Και 45 χρόνια μετά γίνεται αυτό μείζον θέμα. Γιατί όταν αποστεώνεται η δημοκρατία και τα κόμματα, τότε ελοχεύει ο λαϊκισμός, η ξενοφοβία η εσωστρέφεια και αυτά εκτρέφουν τον φασισμό που πολεμήσαμε και την εξάρτηση, την οποία όμως εκτρέφει και η έλλειψη στρατηγικής, η έλλειψη αειφορίας, η κρίση, τα μνημόνια, αυτά που ζήσαμε από το 2010 μέχρι σήμερα, που στην ουσία αποδιάρθρωσαν κάθε κοινωνικό θεσμό. Κάθε θεσμό δημοκρατίας, εκπαίδευσης…»
Είναι ένας φαύλος κύκλος. Ποια θα ήταν, όμως, η λύση; Τι έχει να προτείνει σήμερα το Πολυτεχνείο για την καλύτερη λειτουργία της Δημοκρατίας; Για την κ. Μοροπούλου η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η Δημοκρατία πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων της εποχής της.
«Είναι παρούσα η λειτουργία της Δημοκρατίας για την οποία πολεμήσαμε και θέλουμε να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής της. Θέλουμε να σχεδιάσει στρατηγικά το μέλλον σε έναν ορίζοντα αειφορίας για τις νέες γενιές, να χρησιμοποιήσει την Επανάσταση της Γνώσης και την ακεραιότητα της Λογικής, για να μπορεί με επιστημονική υποστήριξη να τεκμηριώσει τα μελλοντικά σενάρια και να τα υλοποιήσει. Και θέλουμε να εμπλουτιστεί με όλη τη φρεσκάδα το νεύρο και τη σπιρτάδα της πολιτικής έκφρασης της κοινωνίας», επισημαίνει.
Παράλληλα, ασκεί κριτική για την έλλειψη αυτόνομης πολιτικής σκέψης. «Έχει εκλείψει η αυτόνομη πολιτική έκφραση σήμερα. Έτσι όπως λειτούργησαν τα κόμματα, όχι μόνο πριν τη δικτατορία, αλλά και μετά τη μεταπολίτευση, μας φέρνει σε μια πολιτική ζωή στην οποία δικαίωμα έκφρασης έχουν μόνο αυτά», σχολιάζει.
Εκτός της αυτόνομης πολιτικής έκφρασης, άλλη μία φράση-κλειδί, που αναδεικνύεται από το μήνυμα του Πολυτεχνείου είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός. Κάτι που και μέσα στην κρίση αναδείχθηκε ως μείζον ζητούμενο. «Δε μπήκαμε τυχαία στην κρίση και το μνημόνιο. Μπήκαμε γιατί δεν υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγική, ώστε η κοινωνία να έχει ολόπλευρη ανάπτυξη, με αειφορία. Με στόχο το τι θα παραλάβουν οι νέες γενιές. Η κρίση μάς αποκάλυψε πώς αποδιαρθρώνεται η Δημοκρατία, πώς αποδιαρθρώνονται οι κοινωνικοί θεσμοί, πώς φτωχαίνει η κοινωνία και κυρίως πώς πρέπει να ξαναπάρει στα χέρια της την τύχη της και να τη σχεδιάσει. Να έχει μια στρατηγική».
Στην κατακλείδα της συζήτησης, έρχεται η στοχοποίηση της γενιάς του Πολυτεχνείου, ότι απέτυχε εν τέλει να αλλάξει τη χώρα. «Αυτό που απέτυχε, ήταν ένα κομματικό σύστημα το οποίο στηριζόταν σε μία δομή η οποία εκ των ένδον, των συμφερόντων του κόμματος και των συσχετισμών της εξουσίας έβλεπε τα πράγματα», απαντά και καταλήγει: «Αυτό που είναι το μήνυμα του Πολυτεχνείου, «Ψωμί παιδεία Ελευθερία» εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική προκοπή, είναι πέρα από τα αιτήματα. Είναι κάτι βαθύτερο. Είναι μια στάση ζωής».