Ευρώπη, Αρχαιότητα, Ανατολή

 

Στη διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης του 1822 οι επαναστάτες συστήθηκαν στην ανθρωπότητα ως «απόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Εθνους των Ελλήνων» και «σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης»1. Σε αυτή την ιδρυτική πράξη το έθνος αποτύπωσε την πρόθεσή του να εξαρχαϊστεί και να εξευρωπαϊστεί.

Οπως επισήμαναν ιστορικοί όπως η Ελλη Σκοπετέα και ο Αντώνης Λιάκος, ο εξευρωπαϊσμός περνούσε απαραίτητα μέσα από τον εξαρχαϊσμό, καθώς το έθνος γνώρισε τον εαυτό του μέσα από την εικόνα που είχε η Δύση για τους αρχαίους Ελληνες2. Οι εφημερίδες της οθωνικής περιόδου παρότρυναν με ενθουσιασμό τους ιστοριοδίφες να ανασύρουν τα αρχαία τοπωνύμια με τη βοήθεια των αρχαίων και βυζαντινών περιηγητών και να συμβάλουν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μετονομασιών των τοποθεσιών του νεοσύστατου βασιλείου. Ετσι θα δικαίωναν τις προσδοκίες του φιλελληνικού κινήματος, που περίμενε να ακούσει «με τα παλαιά ονόματα τους τόπους της πνευματικής πατρίδος του»3.

Ο εξαρχαϊσμός θα απάλειφε την ασιατική βαρβαρότητα και τα σλαβικά και αρβανίτικα κατάλοιπα. Ακόμη, θα εξελλήνιζε τα πολιτισμικά δάνεια της Δύσης που εισέρρεαν αθρόα. Η λογοτεχνία της εποχής αποτυπώνει την κωμική διάσταση του φαινομένου.

«Το Σάββατον έχομεν χορόν εις την αυλήν. Σήμερον έγιναν αι προσκλήσεις. Εγώ δεν ήθελα να υπάγω, διότι δεν έλαβα ξεχωριστόν billet d’ invitation, δηλαδή χοροκλητήριον, καθώς το λέγει ο Κ. Πλατωνίδης, όστις ωνόμασε και το carte de visite επισκεπτήριον. Αυτός είναι φρικτός ελληνιστής. […] Αλλ’ έχω σκοπόν να παραπονεθώ εις την grande maitresse, δηλαδή την αρχιδέσποιναν, διά να είπη την Βασίλισσαν να διορθώση αυτάς τας αταξίας»4.

«Αυτό το αρβανήτικον φόρεμα, δηλ. η φουστανέλλα, εμπορεί να ήναι καλόν διά τας γυναίκας μάλλον, παρά διά τους στρατώνας και τους άνδρας» Εφ. «Αθηνά», 5/3/1838 (κύριο άρθρο)

Στα μυθιστορήματα και τη μυθιστορία της οθωνικής περιόδου όσοι ήρωες το παρακάνουν με τον εξευρωπαϊσμό γελοιοποιούνται, χρησιμεύουν στον αναγνώστη ως παραδείγματα προς αποφυγή. Τα θετικά πρότυπα τα ενσαρκώνουν εκείνοι που δεν θαμπώνονται από την Ευρώπη, αλλά μέσω αυτής ανακαλύπτουν το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο, ακριβώς όπως πρόσταξε ο σοφός Κοραής, όταν έδωσε το σύνθημα της «μετακένωσης».

Οι ήρωες αυτοί περιπλανώνται με βλέμμα πυρετικό στην ελληνική ύπαιθρο και αναζητούν μανιωδώς να επανασυνδεθούν με τους αρχαίους προγόνους. Ο Λέανδρος του Παναγιώτη Σούτσου, ο Θέρσανδρος του Επαμεινώνδα Φραγκούδη, ο Εξόριστος του Αλέξανδρου Σούτσου, ο Φιλάρετος του Γρηγορίου Παλαιολόγου, όλοι τους πραγματοποιούν τέτοια προσκυνήματα. Συχνά η σύγκριση του άδοξου παρόντος με το ένδοξο παρελθόν απελπίζει, και σε αυτές τις περιπτώσεις επιστρατεύεται ο μυστικισμός. Οταν ο Θέρσανδρος κράζει απεγνωσμένος το όνομα του Λεωνίδα στους γκρεμούς του Ταϋγέτου, ο «αυλίζων αιπόλος» (ο βοσκός που παίζει τη φλογέρα του παραδίπλα) αισθάνεται να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα και «οι μύστακές του» ως εκ θαύματος «ανορθούνται»5.

Η ελπίδα δεν χάθηκε. Τα ζωηρά μουστάκια του βοσκού είναι αδιάψευστος μάρτυρας ότι το πνεύμα του Λεωνίδα επιβιώνει στον αγνό πληθυσμό της υπαίθρου. Οι εφημερίδες συχνά επικαλούνται το τεκμήριο της γεωγραφίας. Πώς μπορούμε να θεωρηθούμε ξένοι των αρχαίων αρετών, εφόσον κατοικούμε «επί των αυτών οικοπέδων»6 με τους σοφούς της αρχαιότητας;

Μια Ευρώπη με πολλά πρόσωπα

Η ανάγκη της αναγνώρισης μετατράπηκε σε αγωνία καθώς η Ευρώπη άρχισε να αμφιβάλλει τόσο για τη γνησιότητα όσο και για την αξιότητα των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων. Ο Φαλμεράιερ διατύπωσε τη θεωρία ότι οι σύγχρονοι Ελληνες είναι απόγονοι Σλάβων, ενώ διάφοροι περιηγητές εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εικόνα που παρουσίαζε η Ελλάδα του βασιλιά Οθωνα. «Είναι δυστυχής όποιος έχει δει την Αθήνα», έγραψε ο Αλέξιος ντε Βαλόν7.

Πιο αναλυτικός στον ψόγο του, ο Εντμόντ Αμπού υποστήριξε πως στους σύγχρονους Ελληνες η αγάπη της ελευθερίας αντισταθμίζεται από την περιφρόνηση των νόμων, η αγάπη της ισότητας από τον άγριο φθόνο εναντίον εκείνων που ανεβαίνουν, οι Ελληνες του εσωτερικού δε σκέφτονται παρά πώς θα κλείσουν τη χώρα στους Ελληνες του εξωτερικού, ο πατριωτισμός ξεπέφτει σε εγωισμό και το εμπορικό πνεύμα σε κατεργαριά, και η θρησκεία δεν διδάσκει ηθική αλλά τυπολατρία. Για να καταλήξει στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα: «Ο ελληνικός λαός είναι ο πιο απείθαρχος της γης»8.

Την ίδια στιγμή, το έργο κάποιων διάσημων Ευρωπαίων εξακολουθούσε να προσφέρει παραμυθία στην εθνική υπερηφάνεια. Ο Γκέτε (ελληνιστί Γοέθ) και ο Φοριέλ εγκωμίασαν τα δημοτικά τραγούδια και τα συνέδεσαν με τα ομηρικά χρόνια, ενθαρρύνοντας τους Ελληνες να ενσωματώσουν στην ταυτότητά τους την πρόσφατη ιστορία τους9.

Οι κλεφταρματολοί εντάχθηκαν στο εθνικό αφήγημα ως αδιάσπαστη συνέχεια των ομηρικών ηρώων. Το μήνυμα ήταν ότι το έπος του ’21 δεν οφειλόταν σε μια χούφτα δυτικοθρεμμένους λογίους. Η ίδια η εθνική λογιοσύνη δεν ήταν δυνατόν να αποδεχθεί ότι ο ένοπλος βραχίονας μιας επανάστασης που έγινε στο όνομα των αρχαίων προγόνων και της συγγένειας με την Ευρώπη ήταν αμέτοχος και του αρχαίου και του ευρωπαϊκού πνεύματος. Αυτό θα στερούσε την επανάσταση και το εθνικό κράτος από την ιδεολογική τους νομιμοποίηση.

Ο Παύλος Καλλιγάς επικρίθηκε σφοδρά επειδή τόλμησε να ισχυριστεί ότι το έθνος ήταν πολιτισμικά τριχοτομημένο. Για τον Καλλιγά οι σκυπιτάριδες (Αρβανίτες) που πολέμησαν το ’21 και οι πλατιές μάζες του λαού, τα «βυζαντινά λείψανα» των προλήψεων του παρελθόντος, ήταν όλοι τους ανίδεοι και αμέτοχοι των ευρωπαϊκών νεωτερισμών και των ιδεών που μετέφραζαν οι λόγιοι από ξένα λεξικά10.

Ομως, για τους εκπροσώπους του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα, της εποχής που γέννησε τη λαογραφία, η υπεράσπιση του απλού «ελληνικού λαού» ήταν ζήτημα υπεράσπισης της ίδιας της εθνικής ταυτότητας. Το αρβανίτικο στοιχείο δεν προβλημάτιζε κανέναν εκείνη την εποχή.

Οπως έγραψε ο Κωνσταντίνος Ράμφος, οι «Αλβανοί» ήταν «αδελφοί», «ομόφυλοι» των Ελλήνων και ο εξελληνισμός τους ήταν ζήτημα χρόνου και παιδείας11. Σε αυτές τις αντιλήψεις διακρίνονται έντονα τα ίχνη του νεοελληνικού διαφωτισμού του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, όταν το έθνος ήταν πάνω από όλα ζήτημα συνείδησης, όχι αίματος. Αλλά ακόμη και ο ρομαντικός εθνικισμός, όπως εκφράστηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, έδωσε έμφαση στη θεόθεν αποστολή του ελληνισμού και στην αφομοιωτική του δύναμη, παρά στο όμαιμον.

Η απροσδόκητη εγκαθίδρυση ενός ελληνικού κράτους σε μια τόσο περιθωριακή γωνιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μακριά από τα κέντρα της προεπαναστατικής άνθησης του γένους, «διαπαιδαγώγησε» και εξευρωπάισε τα πλέον παραδοσιακά στρώματα του αυτόχθονος στοιχείου. Τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος σατιρίζει ανελέητα ο Edmond About στον Βασιλέα των Ορέων, σε στιγμιότυπα όπως αυτό όπου ο ληστής «πατάει» δύο χωριά προκειμένου να αγοράσει βιενέζικο πιάνο στην κόρη του12.

Η Ευρώπη προς την οποία στράφηκε το επαναστατημένο έθνος ήταν δισυπόστατη. Οπως εξηγεί η εφημερίδα «Φίλος του Λαού», από τη μια μεριά βρισκόταν ο «Ρωμαιο-Γερμανικός πολιτισμός», ο χώρος του Διαφωτισμού που είχε ως λίκνο του την ελληνική αρχαιότητα, και από την άλλη ο «σλαβικός πολιτισμός», που είχε τις ρίζες του στο Βυζάντιο και χαρακτηριζόταν από απολυταρχική διακυβέρνηση και εκμηδένιση της ατομικότητας13.

Η ηθική και πολιτισμική συγγένεια με τη Δύση τεκμαιρόταν από την απήχηση που είχαν στην Ελλάδα οι συνταγματικές ιδέες, οι οποίες θεωρούνταν η πεμπτουσία της δυτικής κουλτούρας. Απευθυνόμενος στον Φαλμεράιερ, ο Αλέξανδρος Σούτσος έγραψε πως οι Ελληνες απέδειξαν πως δεν είναι Σλάβοι, αλλά «υιοί ελευθερίας» όταν έκαναν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου14.

Σε ό,τι αφορούσε την εξ αγχιστείας σχέση των Ελλήνων με τον «σλαβικό πολιτισμό», πολλές φιλοδυτικές εφημερίδες θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερο να αποσιωπηθεί. Οχι μόνο διότι η Ρωσία αντιπροσώπευε ένα πρότυπο δεσποτισμού, αλλά γιατί ο φιλορωσισμός έδινε επιχειρήματα στους «Φαλμεραΐρους» που μιλούσαν για εκσλαβισμό των Ελλήνων. Ακόμη και αν το δίλημμα Ανατολή ή Δύση παρέμενε ανοιχτό στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο, στο πολιτισμικό επίπεδο το έθνος απαρνήθηκε απρόθυμα τη συμπάθειά του προς το ομόδοξο γένος, τους Ρώσους.

Οπως είχε πει και ο Κοραής: «Απ’ όλα της φωτισμένης Ευρώπης τα έθνη, το ρωσικό είναι το ενδεέστερον όλων εκείνων των καλών, όσα εδόξασαν τους Ελληνας»15. Για χάρη της πολιτισμένης Ευρώπης, το έθνος έπρεπε επίσης να απαρνηθεί το Βυζάντιο, όχι ως θρησκευτική, αλλά ως πολιτική κληρονομιά. Είμαστε «απόγονοι του Περικλέους και όχι των αυλικών και των ευνούχων της βυζαντινής αυτοκρατορίας»16.

Αυτά έγραφαν ακόμη και οι εφημερίδες του ρωσικού κόμματος. Ωστόσο, αυτή η αποκοπή από το βυζαντινό παρελθόν δεν επρόκειτο να διαρκέσει πολύ.

Βυζάντιο και φουστανέλα

Καθώς ο ρομαντικός εθνικισμός κυριαρχούσε, το κοσμοπολίτικο πνεύμα του Διαφωτισμού υποχωρούσε και το έθνος άρχισε να ορίζει την εθνική του μοναδικότητα (και) σε αντιδιαστολή προς την Ευρώπη. Η Δύση είχε εκπληρώσει τον προορισμό της, επιστρέφοντας τα φώτα του πολιτισμού στους πρώτους διδάξαντες. Η μετακένωση για την οποία είχε μιλήσει ο Κοραής είχε πραγματοποιηθεί. Ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι το ελληνικό έθνος, μετά τον εκπολιτισμό και τον εκχριστιανισμό της ανθρωπότητας, είχε και μια τρίτη εθνική αποστολή να εκπληρώσει: «την αναβίωσιν της Ανατολής»17.

Η Μεγάλη Ιδέα υποσχόταν ότι η εδαφική επέκταση του μικροσκοπικού βασιλείου θα πετύχαινε και αυτόν τον εθνικό στόχο. Σε μια κοινωνία συνεπαρμένη από τη Μεγάλη Ιδέα, η φιλο-ορθοδοξία και ο αντιδυτικισμός λειτουργούσαν ως κιβωτός του έθνους. Κατέφασκαν το εθνικό μεγαλείο και προσέφεραν βάλσαμο στις εθνικές απογοητεύσεις. Οπως παρατήρησε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, η προσδοκία της απελευθέρωσης της Ηπειροθεσσαλίας κρατούσε ακόμη και τους προοδευτικούς ανθρώπους προσηλωμένους στον Μεσαίωνα «ως τα οστρείδια εις τον βράχον»18.

Το Βυζάντιο δεν ξυπνούσε μόνο αισθήματα θρησκευτικής, αλλά και εθνικής υπερηφάνειας. Το αυτοκρατορικό μεγαλείο του Βυζαντίου συγκινούσε τόσο τους υπηκόους του βασιλιά Οθωνα όσο και τον ίδιο. Ο βασιλιάς έβλεπε τον εαυτό του ως διάδοχο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η βασίλισσα ονειρευόταν να γίνει μια «αυτοκράτειρα της Ανατολής» σε μια «αυτοκρατορία με επίκεντρο τον ίδιο της τον εαυτό» και εκμυστηρευόταν στην αλληλογραφία της ότι «καθημερινά μου στέλνει μήνυμα η ιερή Αγία Σοφία και μου παραπονείται για την ατίμωσή της»19.

Οτιδήποτε ευρωπαϊκό φαινόταν πλέον λιγότερο αξιοθαύμαστο. Η ελληνική επανάσταση έπαψε να εντάσσεται ως κρίκος στη χορεία των προοδευτικών παγκόσμιων γεγονότων. Τώρα φάνταζε ασυγκρίτως πιο σημαντική, λιγότερο τυχοδιωκτική, περισσότερο ηρωική, γνησίως εθνική και «νόμιμη» από τη γαλλική επανάσταση, τις επαναστάσεις του 1848, από την ιταλική ενοποίηση20. Δεν ήταν όμως μόνο ο ρομαντικός εθνικισμός που οδηγούσε το έθνος στην ανάγκη να ορίσει την ταυτότητά του σε αντιδιαστολή προς το εκάστοτε «μη έθνος»21.

Ταυτόχρονα, οι κατήγοροι του γένους ενεργοποίησαν, άθελά τους, έναν μηχανισμό αντιδραστικής προσέγγισης της Ανατολής. Χαρακτηριστική περίπτωση η εφημερίδα «Εθνοκρατία» του στρατηγού Μακρυγιάννη∙ κυκλοφόρησε με τον πομπώδη υπότιτλο: «Εφημερίς του Ανατολικού εξευγενισμού» και υποστήριξε ότι στην Ανατολή ανήκει το γεννάν και στη Δύση το διατηρείν22. Επρόκειτο για την αντιστροφή της θεωρίας του Φαλμεράιερ, σύμφωνα με την οποία η Δύση αντιπροσωπεύει την πρόοδο και η Ανατολή τη στασιμότητα23.

Η αντιπάθεια προς το Βυζάντιο, την οποία είχαν εισαγάγει οι εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού, υποχώρησε. Ο ρομαντικός εθνικισμός σε συνδυασμό με τις εθνικές απογοητεύσεις (Παρκερικά, Αγγλογαλλική κατοχή 1854-57 κ.λπ.) ήρθαν να αφυπνίσουν μια μακραίωνη εχθρότητα προς τους Φράγκους.

Ακόμη και οι ετερόδοξοι βασιλείς Οθων και Αμαλία, αγανακτισμένοι με την αλαζονική στάση των ξένων Δυνάμεων απέναντι στο μικρό τους βασίλειο, αγκιστρώθηκαν ακόμη περισσότερο στο προσφιλές τους έθνος και στο όραμα της αναβίωσης του Βυζαντίου. Αυτοί οι ρομαντικοί ηγεμόνες ανέπτυξαν έναν ιδιότυπο αντιδυτικισμό. Οπως τόσο συχνά τόνιζε η βασίλισσα, οι υπήκοοί της δεν είχαν ανάγκη τις ολέθριες επιρροές της Δύσης, γι’ αυτό και οι ετερόχθονες και οι δυτικοσπουδαγμένοι δεν της ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς24.

Στο επίπεδο των συμβολισμών, τιμώντας την ελληνική παράδοση, ο βασιλιάς και οι υπασπιστές του κυκλοφορούσαν με την παραδοσιακή φουστανέλα, η υιοθέτηση της οποίας δεν ήταν καθόλου αυτονόητη επιλογή. Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια αρκετές φωνές υποστήριξαν ότι αυτό το ένδυμα δεν ήταν συμβατό με την ευρωπαϊκή προοπτική του στρατού και ότι η αρβανίτικη προέλευσή του δεν άφηνε περιθώρια εξελληνισμού του.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εφημερίδα «Αθηνά», «Το αρβανήτικον ένδυμα δεν διακρίνει τους Ελληνας, διότι το ένδυμα τούτο ποτέ δεν ήτο ελληνικόν. Οι Ελληνες φόρεμα εθνικόν πριν της επαναστάσεως δεν είχον, τα φορέματά των ήσαν τουρκικά και αφού απετάχθησαν απ’ αυτούς πρέπει να αποταχθούν και από τα ενδύματά των»25.

Σύντομα, βέβαια, και οι τελευταίοι διαφωνούντες αποδέχθηκαν τη φουστανέλα ως έμβλημα μιας ελληνικότητας αδικημένης από την «ξενοκρατία» των Βαυαρών και των εξευρωπαϊσμένων ετεροχθόνων. Το μένος των αυτοχθόνων εναντίον των ξένων που νέμονταν τα «υπουργήματα» που οι ίδιοι θεωρούσαν λάφυρα του πολέμου συνετέλεσε αναμφίβολα στην αρνητική πρόσληψη της Δύσης. «Τώρα δεν σ’ ερωτάνε αν έκοψες Πασάδες, και αν έπιασες Βεζυράδες, έχεις κανέναν τρανό φίλο, έχεις γράμμα στην τζέπη, ξεύρεις φράγκικα, βγάζεις το καπέλο σου ως κάτω; Να το για μια το υπούργημα»26.

Στα θεατρικά του ο Μ. Χουρμούζης αποδομεί την εικόνα των πολιτισμένων Βαυαρών και τους εμφανίζει σαν μυλωνάδες που θέλουν να γίνουν ναύαρχοι, αμείβονται αδρά εις βάρος των ρακένδυτων Αγωνιστών, «ατζαλοτρώγουν» και πεθαίνουν. Η συμπεριφορά τους είναι αλαζονική και γεμάτη ανόητη επιτήδευση. Βάζουν μέλι στον μπακαλιάρο, βράζουν τα αγγούρια και τρώνε τα κολοκύθια ωμά∙ έχουν γελοία επώνυμα∙ δουλεύουν τρεις ώρες και χορεύουν οκτώ27.

Η τραυματική συναναστροφή των αυτοχθόνων (οι οποίοι προτιμούσαν να συστήνονται αδιακρίτως ως «Αγωνιστές») με τους Βαυαρούς και τους ετερόχθονες λογιότατους, τους έκανε εχθρικούς απέναντι στον ίδιο τον εκσυγχρονισμό και την πολιτισμική πρωτοκαθεδρία της Δύσης. Αρκετές αυτοχθονικές εφημερίδες έφτασαν στο σημείο να αναπολήσουν τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, όταν η κοινωνία δεν κατακλυζόταν από φαυλόβιους ξένους.

«Οσα διαζύγια ανδρογύνων και χωρισμοί εγένοντο από τα 1836 μέχρι της σήμερον, δεν συνέβησαν εν διαστήματι τεσσάρων αιώνων της τουρκοκρατίας», διαμαρτυρόταν η εφημερίδα «Αγγελος», υποστηρίζοντας πως η κατάντια αυτή οφειλόταν στους ετερόχθονες δικαστές, «νεανίσκους κακοήθεις, δυσφήμους και φαυλοβίους», που σαγηνεύονταν από τα «πορνικά βλέμματα» των γυναικών, με αποτέλεσμα να διάκεινται ευνοϊκά απέναντί τους στο δικαστήριο28.

Αυτόν τον συντηρητισμό των αυτοχθονιστών Ελλαδιτών εντόπισε και ο Ροΐδης, ο οποίος παρατήρησε ότι η έκδοση της Πάπισσας Ιωάννας σκανδάλισε αυτούς και όχι το «επτανησιακόν, φαναριωτικόν, ευρωπαϊκόν, ετερόχθον τέλος πάντων στοιχείον της πρωτευούσης»29.

«Μιμήθητε τας μελίσσας!»

Οσο οξυδερκής και αν ήταν η παρατήρηση του Ροΐδη, θα ήταν υπεραπλούστευση να την υιοθετήσουμε απόλυτα. Δεν ήταν μόνο οι αυτοχθονιστές αμυντικοί απέναντι στον εξευρωπαϊσμό. Εφημερίδες όλων των πολιτικών αποχρώσεων συμφωνούσαν ότι, στη δεδομένη συγκυρία, η καλλιέργεια μαχητικού πνεύματος και η επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας αποτελούσαν επιτακτικότερες εθνικές ανάγκες από την εκλέπτυνση των ηθών που αντιπροσώπευε η Ευρώπη.

Η μουσική άρμοζε «εις καιρόν ευτυχέστερον του παρόντος», το θέατρο οδηγούσε το έθνος να «γυναικωθή», ακόμη και η λογοτεχνία εθεωρείτο θηλυπρεπής και αποχαυνωτική ενασχόληση. Τα μόνα αναγνώσματα που κρίνονταν κατάλληλα για ένα έθνος γεμάτο αλκή, ήταν η ασύστολη πολιτικολογία των εφημερίδων και η πολιτική ποίηση30. Οι Ελληνες δεν είχαν ανάγκη από «πόρνας και μαστρωπούς της Ιταλίας» για να τους διδάξουν την «ωραίαν τέχνην» και να τους απομακρύνουν από την «πολιτική φρόνηση» και τον «εθνισμό»31. Αλλωστε, αν κηρυσσόταν πόλεμος, δεν θα ήταν οι «μαλθακοί νεήλυδες» εκείνοι που θα έτρεχαν να αδράξουν τα όπλα. Αυτοί θα πετούσαν έντρομοι στους δρόμους «φλάουτα, κιθάρας, πιανοφόρτε, πτερά και άνθη» για να αναχωρήσουν «μίαν ώραν προτήτερα μαζί με τις εξηνταταλαροκαπελλινωμένες Κυρίες τους»32.

Αν διαβάσει κανείς τις προτροπές της φιλελεύθερης «Αθηνάς» να κλείσουν τα θέατρα ή να μετεγκατασταθούν μακριά τους τα γυμνάσια, και τις συγκρίνει με τις αντίστοιχες του Μακρυγιάννη, δεν θα εντοπίσει καμία διαφορά, πέρα από το γλωσσικό ιδίωμα στο οποίο διατυπώθηκαν33.

Οι εφημερίδες αναγόρευαν σε ζητήματα υψίστης εθνικής σημασίας τις καταναλωτικές, ενδυματολογικές, ψυχαγωγικές συνήθειες των πολιτών και προωθούσαν εκείνες που είχαν εθνωφελές περιεχόμενο. Οπως παρατήρησε ο Elie Kedourie, ο εθνικισμός έχει την τάση να υπεισέρχεται στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, κάτι που δεν συνέβαινε στις παραδοσιακές κοινωνίες34.

Στην ελληνική περίπτωση αυτό ίσχυσε ακόμη περισσότερο, καθώς το ελληνικό έθνος ήταν σε κατάσταση ανηλικιότητας και οι πνευματικοί του ταγοί θέλησαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του σοφού Κοραή: να μιμηθούν τις μέλισσες, απανθίζοντας τα χρήσιμα, και όχι τις μύγες, προσκολλώμενοι στις ευρωπαϊκές δυσωδίες35.

Σε γενικές γραμμές, μια συνήθεια κρινόταν επιβλαβής όταν αναγόταν στο «ασιατικό» παρελθόν της δουλείας, όταν ήταν υπερβολικά «νεωτεριστική» και άρα ικανή να μεταβληθεί σε μέσο «πολιτισμένης διαφθοράς», αλλά και όταν αναγόταν σε ένα απώτατο ευρωπαϊκό παρελθόν, με το οποίο το ελληνικό έθνος δεν μπορούσε να σχετιστεί μέσω της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Τέτοιες συνήθειες ήταν για παράδειγμα τα χαρτοπαίγνια, με τους βαλέδες, τις ντάμες και τις άλλες φιγούρες της φεουδαρχικής κοινωνίας και τα συρτοφούστανα των γυναικών, κατάλοιπα του βάρβαρου Μεσαίωνα: δεν υπάρχει «γελοιωδέστερον πράγμα, παρά το να έβλεπέ τις συρτοφουστανωμένας τας Ελληνίδας και τους Ελληνας ακολουθούντας αυτάς ως τζοκόγια και αναβαστώντας τα κράσπεδά των. Ή τας γυναίκας των υπαλλήλων […] να καταξοδεύουν το μεγαλήτερον μέρος των μισθών αυτών εις φουστάνια συρόμενα καταγής, τα οποία ως είπομεν, ή πρέπει να αναβαστούν οι υπηρέται των εις τον δρόμον, αν ημπορούν να έχουν υπηρετρίας και υπηρέτας, ενώ και τοιούτοι υπηρέται δηλ τζοκόγια εις την Ελλάδα δεν ευρίσκονται, ή πρέπει τα φουστάνια των ταύτα να σύρωνται εις τας αγυιάς ως πάνιστρα»36.

Το νεοελληνικό αμάλγαμα

Στην οθωνική Ελλάδα υπήρχε εδραιωμένη η συνείδηση ότι η παιδεία ήταν εκείνη που μετέτρεψε έναν κλέφτικο πόλεμο σε εθνικό. Παρ’ όλα αυτά, η λογιοσύνη δεν εθεωρείτο αυταξία. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο κλίμα πολεμικής προπαρασκευής, αλλά και στην επικράτηση του αυτοχθονικού πνεύματος, το οποίο κατήγαγε σημαντική νίκη με την 3η Σεπτεμβρίου και την απομάκρυνση Βαυαρών και ετεροχθόνων από τα δημόσια αξιώματα. Στο όνομα της Επανάστασης του ’21, ο αυτοχθονισμός επέβαλε την αποτίμηση της εθνικής προσφοράς με αποκλειστικό κριτήριο την υλική-σωματική συμμετοχή στον πόλεμο.

Ετσι σκεπτόμενος και ο ήρωας του Πιθήκου Ξουθ, Καλλίστρατος Ευγενίδης, θα κρεμάσει υπερήφανα το πορτρέτο του φουστανελοφόρου πατέρα του δίπλα στα ματογυάλια του Ομήρου, την ταμβακοθήκη του Σωκράτους και την καπνοσύριγγα του Πεισιστράτου – θησαυρούς επαναπατρισθέντες από την Ευρώπη, όπου ο Καλλίστρατος τελειοποίησε τις γνώσεις του πάνω σε όλους τους τομείς του επιστητού. Το ντεκόρ συμπληρώνει το πορτρέτο της μητέρας του, «καταγομένης εκ της αυτοκρατορικής οικογενείας του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και αναγιγνώσκουσας την ιστορίαν του Ναπολέοντος»37.

Ο διάκοσμος της αθηναϊκής οικίας του Ευγενίδη μάς δίνει, αντί άλλου επιλόγου, μια γλαφυρή εικονογράφηση της πολιτισμικής ταυτότητας της οθωνικής εποχής, ένα αμάλγαμα «δυτικής φιλοκαλίας», αρχαιοπρέπειας, φουστανελοφόρου ελληνοπρέπειας και διστακτικής αποκατάστασης του συκοφαντημένου βυζαντινισμού.


1. Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος», τ. Β’, Πειραιάς 1839, σ. 43-4.
2. Ελλη Σκοπετέα, «Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα», Αθήνα 1998, σ. 106-8· Αντώνης Λιάκος, «Γλώσσα και Εθνος στη Νεότερη Ελλάδα», σε Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, Πύλη για την ελληνική γλώσσα, 2007, σ. 3 & 6.
3. Εφ. Αθηνά, 26/4/1833.
4. Γρ. Παλαιολόγος, «Ο Ζωγράφος», Αθήνα 1989 [1η έκδ. 1842], σ. 149.
5. Επαμεινώνδας Φραγκούδης, «Ο Θέρσανδρος και άλλα αφηγήματα», Αθήνα 2002 [1η έκδ. 1847], σ. 114.
6. Εφ. Εθνοκρατία, 7/1/1845.
7. Αλέξιος ντε Βαλόν, «Αι Αθήναι και τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843», Αθήνα 2007 [1η έκδ. Παρίσι 1843], σ.5.
8. Εντμόντ Aμπού, «Η Ελλάδα του Οθωνος», Αθήνα, Αθήνα χ.χ. [1η έκδ. Παρίσι 1854], σ. 67.
9. Αλέξης Πολίτης, «Ρομαντικά χρόνια», Αθήνα 2008, σ. 49–60.
10. Παύλος Καλλιγάς, «Μελέται νομικαί, πολιτικαί, οικονομολογικαί, ιστορικαί, φιλολογικαί κ.λπ. και λόγοι εν τη Εθνοσυνελεύσει και τη Βουλή», τ. Α, Αθήνα 1899, σ. 501.
11. Κ. Ράμφος, «Ο Κατσαντώνης / Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή-Πασά», Αθήνα 1994 [1η έκδ. 1862], σ. 140, 164, 255 & 259.
12. Εντμόντ Αμπού, «Ο Βασιλεύς των ορέων», Αθήνα 2006 [1η έκδ. 1875], σ. 112.
13. Εφ. Ο Φίλος του Λαού, 23/5/1844.
14. Εφ. Συνένωσις, 5/10/1844.
15. Βασίλειος Καραγεώργος, «Ο Αδαμάντιος Κοραής και η Ευρώπη», Αθήνα 1984, σ. 156-7 & 165-70.
16. Εφ. Αιών, 13/3/1840.
17. Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, «Η ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία και τα δύο άλλα χριστιανικά θρησκεύματα»», περ. Πανδώρα, Δ´ (1853-1854), σ. 173, παρατίθεται σε Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένεση, Αθήνα 2007, σ. 117.
18. Εμμ. Ροΐδης, «Η Πάπισσα Ιωάννα», Αθήνα 1993 [1η έκδ. 1866], σ. 74.
19. Βάνα & Μίχαελ Μπούσε (επιμ.), «Ανέκδοτες Επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853», Αθήνα 2011, τ. B΄, σ. 185.
20. Ελισσάβετ Τσακανίκα, «Αγωνιστές του 1821 μετά την Επανάσταση», Αθήνα 2019, σ. 253-4.
21. Παντελής Λέκκας, «Η Εθνικιστική Ιδεολογία», Αθήνα 1996, σ. 150-1.
22. Εφ. Εθνοκρατία, 7/1/1845.
23. Ελλη Σκοπετέα, «Φαλμεράϋερ», Αθήνα 1999, σ. 94-5.
24. Βλ. ενδεικτικά: Ανέκδοτες Επιστολές, ό.π., τ. Α’, σ. 187.
25. Εφ. Αθηνά, 5/3/1838.
26. Μ. Χουρμούζης, «Διάλογοι επτά, καταχωρηθέντες εις την εφημερίδα Η Εποχή (τω 1834 έτει)», Αθήνα 1980, σ. 38.
27. Μ. Χουρμούζης, «Ο Τυχοδιώκτης», Αθήνα 1978 [1η έκδ. 1835], σ. 87 & 96.
28. Εφ. Αγγελος, 18/9/1843.
29. Ροΐδης, ό.π., σ. 343.
30. Ελισσάβετ Τσακανίκα, «Εξευρωπαϊσμός και ελληνικότητα. Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας στη λογοτεχνία και τον Τύπο της οθωνικής περιόδου», περ. Μνήμων, 35 (2016), σ. 112 & 125-28.
31. Εφ. Νίκη, 26/11/1844.
32. Εφ. Ανεξάρτητος, 9/8/1842.
33. Εφ. Αθηνά, 10/2/1840· Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1977, σ. 390.
34. Elie Kedourie, «Μειονότητες. Θρησκεία και Πολιτική», Αθήνα 2002, σ. 125-9.
35. Αδαμάντιος Κοραής, «Προλεγόμενα της πρώτης εκδόσεως» (1802) στο έργο: Βεκκαρίου, Περί αδικημάτων και ποινών. Προλεγόμενα στους αρχαίους Ελληνες συγγραφείς, τ. Δ’, Αθήνα 1995, σ. 43.
36. Εφ. Αθηνά, 11/1/1839.
37. Ι. Πιτζιπίος, «Ο Πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος», Αθήνα 1995 [1η έκδ. 1848], σ. 41-9.
 

📄 Διαβάστε
▶ Ελισσάβετ Τσακανίκα, «Αγωνιστές του 1821 μετά την επανάσταση» (Αθήνα 2019, εκδ. Ασίνη). Λεπτομερής επισκόπηση της κοινωνικής κατηγορίας που κατεξοχήν γέννησε η επανάσταση του Εικοσιένα, των αντιφατικών σχέσεών της με το μετεπαναστατικό κράτος και των τριβών της με τις προεπαναστατικές αριστοκρατίες, γηγενή (κοτζαμπάσηδες) και κυρίως επήλυδα (Φαναριώτες). Ειδικό κεφάλαιο για τη γνωστή δίκη του Κολοκοτρώνη, με αξιοσημείωτα πρωτότυπη ματιά κι ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τις εσωτερικές αντιθέσεις αυτής της δυνάμει «επαναστατικής αριστοκρατίας» και τη μετέπειτα διαχείρισή τους από τις διάφορες εκδοχές εθνικής ιστοριογραφίας.
▶ Ελλη Σκοπετέα, «Το “πρότυπο βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα. Οψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, 1830-1880» (Αθήνα 1988, εκδ. Πολύτυπο). Η κλασική διδακτορική διατριβή για τη μετεπαναστατική ανασυγκρότηση του ελληνικού εθνικισμού. Κομβικές επισημάνσεις για τη σχέση της νεότευκτης νοερής κοινότητας με την αρχαιότητα και την Ευρώπη.
▶ Αλέξης Πολίτης, «Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880» (Αθήνα 1993, εκδ. ΕΜΝΕ-Μνήμων). Εξαιρετική ανατομία των διαδικασιών αποκρυστάλλωσης –και των συστατικών στοιχείων– της ελληνικής εθνικής συνείδησης κατά τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες.
▶ Εντμόντ Aμπού, «Η Ελλάδα του Οθωνος», (Αθήνα χ.χ., εκδ. Αφοί Τολίδη). Γλαφυρή, σφαιρική αλλά άκρως οριενταλιστική περιγραφή του ελληνικού βασιλείου και των κατοίκων του, είκοσι χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Βιβλίο έντονα σημαδεμένο από τη συγκυρία της έκδοσής του το 1854, όταν η αντιοθωμανική-φιλορωσική στάση της Αθήνας στον πόλεμο της Κριμαίας είχε καλλιεργήσει εχθρικά συναισθήματα στη δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

*Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίο

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.