«Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…» Falih Rifki Atay, «Cankaya» (1)
Η κορυφαία στιγμή που συμβόλισε με τον πιο έντονο και οδυνηρό τρόπο το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, ήταν η καταστροφή της Σμύρνης το Σεπτέμβρη του ’22 και η παράδοση του άμαχου πληθυσμού της, Ελλήνων και Αρμενίων, στο έλεος των ατάκτων τσετών και των τακτικών του κεμαλικού στρατού. Μιας διαδικασίας που ξεκίνησε το 1908 με το κίνημα των ακραίων εθνικιστών Νεότουρκων στην οθωμανική Θεσσαλονίκη και σηματοδότησε την οριστική μετάβαση του χώρου της Εγγύς Ανατολής από την εποχή των προνεωτερικών θρησκευτικών Αυτοκρατοριών στην εποχή του έθνους-κράτους. Η καταστροφή της Σμύρνης, όπως και η Γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων) υπήρξε ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός στη διαδικασία μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής.
Ο ελληνικός και ο αρμενικός πληθυσμός της Σμύρνης και της υπόλοιπης Ιωνίας ήταν ανενημέρωτος, τόσο για τις προθέσεις του τουρκικού εθνικισμού να επιβάλλει την «τελική λύση» με την πλήρη εθνοκάθαρση, όσο και για τις προθέσεις των συμμάχων να απέχουν οποιασδήποτε εμπλοκής, αλλά και της βούλησης της μοναρχικής κυβέρνησης των Αθηνών να μην υπερασπιστεί την Ιωνία, έστω και την τιμή των όπλων, και να εγκαταλείψει ενσυνειδήτως τον άμαχο πληθυσμό στο έλεος των κεμαλικών. Μέχρι και την τελευταία στιγμή η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έμεινε πιστή στο νόμο 2870/1922, που είχε ψηφίσει επί πρωθυπουργίας του Μιχ. Πρωτοπαπαδάκη και είχε δημοσιευτεί με τις υπογραφές του μονάρχη Κωνσταντίνου, του Γούναρη και του Ρούφου.
Με το νόμο αυτό απαγορευόταν η έξοδος από τη Μικρά Ασία των Ελλήνων και των Αρμενίων, χωρίς την άδεια των συμμαχικών αρχών. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για την πλήρη κατανόηση του πολιτικού τοπίου εκείνων των τελευταίων τραγικών μηνών, ήταν ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε παράλληλα με την απαγόρευση της δράσης της οργάνωσης «Μικρασιατική Άμυνα», που υπό την ηγεσία του Χρυσοστόμου Σμύρνης αποτελούσε την πολιτική έκφραση των Μικρασιατών. Η «Άμυνα» επεδίωκε τη δημιουργία ντόπιου μικρασιατικού στρατού, την απεμπλοκή από τις συμμαχικές υποχρεώσεις και την ανακήρυξη ενός Αυτόνομου Ιωνικού Κράτους στην περί την Σμύρνη περιοχή. Τα ελληνικά πλοία αναχώρησαν από το λιμάνι της Σμύρνης το Σεπτέμβρη του 1922 χωρίς να πάρουν μαζί τους ούτε έναν Έλληνα ή Αρμένιο της Ιωνίας. Ενώ τα ξένα πολεμικά που ναυλοχούσαν εκεί (αμερικανικά, βρετανικά, ιταλικά και γαλλικά) είχαν εντολή να μην παρέμβουν στη σφαγή. Και όσοι διασώθηκαν από τα υποχωρούντα ελληνικά στρατεύματα, διασώθηκαν χωρίς στην πρωτοβουλία γενναίων αξιωματικών που αγνόησαν τις εντολές της μοναρχικής κυβέρνησης.
«Με την ένοχη συμμετοχή…»
Η καταστροφή της Σμύρνης υπήρξε μια σκόπιμη πράξη των κεμαλιστών για να επιτύχουν την πλήρη εκδίωξη των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία. Μόνο που στο έγκλημα συνήργησαν τόσο οι μοναρχικοί κυβερνήτες των Αθηνών, όσο και οι Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες επέτρεψαν την ολοκλήρωση της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αποχωρούσε από το ιστορικό προσκήνιο. Κάποιες από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης δεν ανάεχτηκαν απλώς αλλά ευνόησαν και συνεργάστηκαν με τον τουρκικό εθνικισμό. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, περιέγραψε πολύ καλά αυτή την ιστορική πραγματικότητα: «Με την ένοχη συμμετοχή δύο μεγάλων δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας κατά τα έτη 1914-1918, εσφάγη από τους Νεότουρκους ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων απεσπάσθησαν βιαίως των εστιών τους και απέθανον εις την εξορία. Με την ένοχη συμμετοχή των συμμαχικών Χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922, το εθνικό κίνημα των Τούρκων υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, συνεπλήρωσε το έργο των Νεοτούρκων». Ο ίδιος επίσης συγκρίνει τη στάση των δυτικών με αυτή των μπολσεβίκων: «… οι οποίοι καίπερ μπολσεβίκοι εφάνησαν ανθρωπινότεροι από τα πληρώματα των συμμαχικών πλοίων, τα οποία κατά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν εν έτει 1922 δεν εδέχθησαν ούτε ένα Έλληνα να σώσουν.»
Αλλά και μετά την Μεγάλη Καταστροφή, η ίδια μοίρα επιφυλάχθηκε και για την ιστορική Μνήμη. Τα κυνικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, η συμμαχία των ελλαδικών και τουρκικών ελίτ καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε το 1922, περιθωριοποίησαν τη Μνήμη μιας από τις πλέον οδυνηρές σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου αιώνα. Εργασίες σαν κι αυτή της Μάρτζορι Χουσεπιάν, αλλά και άλλων σημαντικών διανοουμένων όπως ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου κ.ά., επέτρεψαν να μην εξαφανιστεί η Μνήμη από το δημόσιο λόγο, απ’ όπου απ’ όπου για δεκαετίες την είχε εξοριστεί.
Αρκετές δεκαετίες μετά την εργασία της Χουσεπιάν, νεότεροι ιστορικοί όπως ο Hervé Georgelin, o Giles Milton και άλλοι θα προσπαθήσουν να μιλήσουν και πάλι για τη μεγάλη Καταστροφή ως μηχανισμό του μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής. Ο Βρετανός Giles Milton, θεωρεί ότι η Σμύρνη ήταν μια «κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη» και ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι «οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».
Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο στη Σμύρνη απ’ ό,τι θέλει η κυρίαρχη ιστοριογραφική προσέγγιση στην Ελλάδα. Γιατί, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έντονη αναζήτηση της πραγματικής ιστορίας, εν τούτοις για επτά και πλέον δεκαετίες μετά την καταστροφή η τραυματική εμπειρία των προσφύγων στην Ελλάδα θα εξοβελιστεί από τη δημόσια αναπαράσταση της εθνικής ιστορίας, οι πρόσφυγες θα αντιμετωπιστούν εργαλειακά τόσο από τις δυνάμεις της εξουσίας όσο και απ’ αυτές της όποιας αντιπολίτευσης. Την ίδια στάση θα κρατήσουν και οι κυρίαρχες τάσεις της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, δεξιάς και αριστερής. Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική μνήμη θα διεκδικήσει χώρο στο κοινό εθνικό συλλογικό αφήγημα μέσα από την κινητοποίηση των ίδιων των συλλογικών φορέων του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού.
Ακόμα και σήμερα, στο χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας η κυρίαρχη στάση είναι ο αγνωστικισμός και η άρνηση σαφούς τοποθέτησης. Επιφανείς σύγχρονοι Νεοέλληνες ιστορικοί αναπαράγουν διαρκώς, άλλοτε ευθαρσώς και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, την παραδοσιακή κρατική κεμαλική άποψη, ότι δηλαδή οι Τούρκοι εθνικιστές δεν είχαν κανένα λόγο να κάψουν τη Σμύρνη και ότι μάλλον η πυρκαγιά της Σμύρνης είναι ένα ασαφές ιστορικό ζήτημα το οποίο δεν έχει απάντηση.
«Who burned down Izmir?»
Ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο σχετίζεται με την ανάδυση μιας νέας γενιάς προοδευτικών Τούρκων διανοουμένων, που προσεγγίζουν την τραγική ιστορία με μια γνήσια ουμανιστική ματιά. «Who burned down Izmir?» τιτλοφόρησε το άρθρο (2) ο έγκριτος Τούρκος δημοσιογράφος Orhan Kemal Cengiz. Στο άρθρο αυτό επαναλαμβάνει τη διαπίστωση ότι η Σμύρνη πυρπολήθηκε συνειδητά από τους νικητές ως ένας μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί ο κύριος στόχος που έθεσε με ξεκάθαρο τρόπο από το 1908 ο τουρκικός εθνικισμός: να πάψουν να υπάρχουν με οποιοδήποτε τρόπο οι χριστιανικές κοινότητες, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες για την κατασκευή ενός αμιγώς τουρκικού έθνους-κράτους. Είναι πολύ ενδιαφέρον το σύγχρονο φαινόμενο ότι προκύπτει και από κείμενα κεμαλικών συγγραφέων -που φέρνουν στο φως Τούρκοι μελετητές- η διαπίστωση ότι η καταστροφή της Σμύρνης δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά αποτέλεσμα επιλογής των νικητών για την ολοκλήρωση της εθνικής εκκαθάρισης. Ο Cengiz συμφωνεί και επαναλαμβάνει τη διαπίστωση ενός άλλου διακεκριμένου Τούρκου δημοσιογράφου, του Emre Akyoz, ο οποίος στο άρθρο του «Bir kemalist’in itiraflari: Izmir’Ι nicin yakiyorduk?» (3) υπενθυμίζει την α’ έκδοση του βιβλίου.
Ο Emre Akyoz υποστηρίζει ότι η Σμύρνη κάηκε συνειδητά από το διοικητή Νουρεντίν πασά, σκληρό ανθέλληνα και Νεότουρκο, στον οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ ανέθεσε την πλήρη ευθύνη για την κατειλημμένη πόλη. Ο Akyoz υποστηρίζει ότι η εξόντωση των Ελλήνων τον Σεπτέμβρη του 1922 είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας των Αρμενίων, δηλαδή προγραμματισμό και άσκηση άμεσης βίας. Γράφει ότι «ήταν παρόμοιας έμπνευσης με τις εξορίες των Αρμενίων του 1915».
Τις διαπιστώσεις του περί της τουρκικής ευθύνης τις βασίζει στη γραπτή ομολογία του Falih Rifki Atay, διακεκριμένου δημοσιογράφου και στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος. Ο F. R. Atay, στο βιβλίο του «Cankaya» (α’ έκδοση, γιατί στις επόμενες θα απαλειφθεί το συγκεκριμένο σημείο), ρωτά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;». Και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…».
Δεν ξεφεύγει από το σχολιασμό του Akyoz η στάση του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα μπορούσε να σταματήσει τη διαδικασία, αλλά δεν το έκανε. Για τη σφαγή της Σμύρνης ο Akyoz καταλήγει: «Δεν ξέρω αν ήταν γενοκτονία, αλλά σίγουρα ήταν εθνοκάθαρση». Το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του Μουσταφά Κεμάλ φαίνεται να επιλύεται τόσο με τη δήλωσή του που έκανε γεμάτος ικανοποίηση και ανακούφιση ένα χρόνο μετά (13 Αυγούστου του 1923) «Επιτέλους, τους ξεριζώσαμε» όσο και με το περιστατικό που παρέθεσε τον περσινό Σεπτέμβρη η Τουρκάλα δημοσιογράφος Ayse Hur στην εφημερίδα «Ραντικάλ». Η Hur αναφέρθηκε σε άρθρο του υπασπιστή του Κεμάλ στην εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» το 1939, όπου περιγράφονται οι συνθήκες της πυρκαγιάς της Σμύρνης. Ο Μουσταφά Κεμάλ με τη σύντροφό του Λατιφέ παρακολουθούσαν την πυρκαγιά, η οποία συνέχιζε να καίει με όλη της τη δύναμη. Ο Κεμάλ ρώτησε τη Λατιφέ εάν η οικογένειά της έχει περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή που καιγόταν. Η Ayse Hur γράφει ότι η Λατιφέ του απάντησε: «Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μου είναι εκεί, αλλά, πασά μου, ας καούν όλα, εσείς να είστε καλά. Οταν υπάρχουν τέτοιες ευτυχισμένες μέρες, τι σημασία έχει η περιουσία; Σώθηκε η πατρίδα. Στο μέλλον μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε». Η απάντηση άρεσε στον Κεμάλ, που της ανταπάντησε: «Ναι, ας καούν και ας καταρρεύσουν, όλα μπορούν να επουλωθούν».
1. Falih Rifki Atay (1894-1971), «Cankaya» (α’ έκδοση), εκδ. Dunya Yayinlari, 1958, σελ. 212-213.
2. Στην εφημερίδα «Today’s Zaman», στις 19 Μαΐου του 2010
3. «Εξομολόγηση ενός κεμαλιστή: Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη», εφημερίδα «Sabah», 8 Απριλίου 2010
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός – Eισαγωγή στο M. Housepian-Dobkin, «Σμύρνη 1922», εκδ. Παπαδόπουλος, 2015