«Επειδή ημείς δεν είμεθα τρελλοί, ας επιλέξουν όσοι πιστεύουν αυτό, τον δρόμον του ψυχιατρείου»
Γεώργιος Παπαδόπουλος (συνέντευξη Τύπου 10/4/1970)
Ενας από τους δημοφιλέστερους μύθους των νοσταλγών της χούντας αφορά την «ενότητα» και στοχοπροσήλωση της τότε ηγεσίας – σε αντιδιαστολή προς τον φατριασμό, τη διαπλοκή με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και τις πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους που αμαυρώνουν τα πεπραγμένα του κοινοβουλευτισμού.
Πρόκειται φυσικά για μύθο, η αντοχή του οποίου οφείλεται ακριβώς στον στρατοκρατικό χαρακτήρα του απριλιανού καθεστώτος.
Αν σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τα πολιτικά παρασκήνια είναι συχνά δυσδιάκριτα αλλά η δημόσια συζήτηση γι’ αυτά δίνει και παίρνει, σε μια στρατιωτική δικτατορία καθίστανται συνήθως απροσπέλαστα: δίχως ελευθερία λόγου και Τύπου, με τη δημόσια ζωή να ορίζεται μονοφωνικά από τη χονδροειδή κρατική προπαγάνδα, τα περιθώρια δημοσιοποίησης των αντιθέσεων και των ζυμώσεων στους κόλπους της εξουσίας πρακτικά εκμηδενίζονται· μοναδική εναλλακτική πληροφόρησης στα επίσημα ανακοινωθέντα, περιορισμένης όμως εμβέλειας και συζητήσιμης φερεγγυότητας, αποτελούν οι «ψίθυροι» που διαδίδονται από στόμα σε στόμα.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που, μισόν αιώνα μετά την 21η Απριλίου 1967, αυτό που έχει λιγότερο εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση είναι οι εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους της.
Δεν αναφερόμαστε στις τρεις μεγάλες αναμετρήσεις μερίδων των ενόπλων δυνάμεων (το οπερετικό βασιλικό κίνημα της 13/12/1967, το θνησιγενές αντιδικτατορικό του Ναυτικού στις 23/5/1973 και η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη στις 25/11/1973), αλλά στις σταθερά επαναλαμβανόμενες, κυκλικές κρίσεις που εκδηλώνονταν καθ’ όλη την επταετία στους κόλπους του καθεστώτος, με διακύβευμα όχι μόνο τα ηγετικά πόστα ή τη στοχοθεσία της «επαναστάσεως», αλλά και την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματιών.
Κρίσεις που συνήθως επιλύονταν είτε με κάποιες βόλτες τεθωρακισμένων είτε με σιωπηρές καταμετρήσεις της εκατέρωθεν δύναμης πυρός.
Ιστορία αρκετά σκοτεινή, την αποκρυπτογράφηση της οποίας δεν διευκολύνουν ιδιαίτερα οι διαθέσιμες αφηγήσεις των πρωταγωνιστών της – τα απομνημονεύματα των οποίων χαρακτηρίζονται συνήθως από πομπώδη μεγαλοστομία, ανακύκλωση υμνητικών δημοσιευμάτων της εποχής, αφόρητη ηθικολογία και κραυγαλέες αποσιωπήσεις.
Σαφώς διαφωτιστικότερο αποδεικνύεται το αρχειακό υλικό που προέρχεται από συγκοινωνούντα δοχεία της τότε Δεξιάς (ιδίως των στελεχών της που εφάπτονταν με τη χούντα) ή από τα αμερικανικά αρχεία.
Ο σκοτεινός Γενάρης
Η πρώτη ενδοκαθεστωτική σύγκρουση εκδηλώθηκε ως γνωστόν στις 13 Δεκεμβρίου 1967, με την αποτυχημένη απόπειρα του βασιλιά Κωνσταντίνου και μιας μερίδας της στρατιωτικής ηγεσίας ν’ ανατρέψουν την ομάδα Παπαδόπουλου εν ονόματι των… «αρχών της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου».
Προγραμματικό στόχο του οπερετικού εγχειρήματος, που κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες κι επισφραγίστηκε με την άδοξη φυγή του άνακτος στο εξωτερικό, αποτελούσε η «συμφιλίωσις της Επαναστάσεως με την Α.Μ. τον Βασιλέα, με το σύνολον των Ενόπλων Δυνάμεων, με το σύνολον του Ελληνικού λαού πλην κομμουνιστών» και η εγκαθίδρυση μιας «μεταβατικής» δικτατορίας που θ’ απέκλειε στο διηνεκές κάθε δημοκρατικό άνοιγμα.
Εντελώς σκοτεινή παραμένει η δεύτερη αναμέτρηση, που σημειώθηκε στη σκιά της προηγούμενης κατά το κρίσιμο δίμηνο ανάμεσα στη στρατιωτική επικράτηση των απριλιανών και την επίσημη αναγνώρισή της από τις ΗΠΑ.
Το παζλ των σχετικών διάσπαρτων πληροφοριών ανασύνθεσε ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης («Αρχειοτάξιο», 2014, σ. 172-189).
Ως πρωταγωνιστές της σύγκρουσης μνημονεύονται συνήθως ο Παπαδόπουλος, που επιθυμούσε την τυπική διατήρηση του θεσμικού πλαισίου της «βασιλευομένης δημοκρατίας», κι ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και κατεξοχήν υπέρμαχος ενός ανοιχτά φασιστικού καθεστώτος.
Σύμφωνα με αναφορά της CIA (18/1/1968), μεγάλο μέρος της οποίας παραμένει απόρρητο, την προηγούμενη νύχτα είχαν σημειωθεί «διάφορες κινήσεις τεθωρακισμένων και αρμάτων μάχης» στους Αμπελόκηπους και την οδό Αθηνών – Ελευσίνας· στρατιωτική φρουρά εγκαταστάθηκε στον ραδιοσταθμό και τον ΟΤΕ Θεσσαλονίκης κι «αξιωματούχοι του Υφυπουργείου Τύπου» εξήγησαν πως «είχε κηρυχθεί μερική κατάσταση συναγερμού».
Η όλη δραστηριότητα «ερμηνεύθηκε αρχικά ως αποτέλεσμα σύγκρουσης μεταξύ του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπαδόπουλου και του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, γενικού γραμματέα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Στη συνέχεια όμως εκτιμήθηκε ως ένδειξη νευρικότητας του καθεστώτος έναντι άλλης, άγνωστης απειλής, [όπως] μιας πιθανής ανακοίνωσης στον τύπο εκ μέρους του βασιλέως Κωνσταντίνου ή του πρώην βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου Ανδρέα Παπανδρέου» (Καλλιβρετάκης, ό.π., σ. 183-4).
Η κινητοποίηση αρμάτων μάχης για την ανάσχεση απλών… δηλώσεων στην αλλοδαπή δεν είναι βεβαίως ιδιαίτερα πειστικό ερμηνευτικό σχήμα. Πόσο μάλλον όταν, το ίδιο πρωί, ο Παττακός διακήρυξε σε ξένους ανταποκριτές πως «εαν απαιτηθή, η Ελλάς είναι ικανή να συναντηθή εις το πεδίον της μάχης με τους εχθρούς της και ενίους των φίλων της, οίτινες επιθυμούν να γίνη η Ελλάς νέον Βιετνάμ».
Την εικόνα περιπλέκει ο μυστηριώδης θάνατος ενός φαντάρου στο Κέντρο Τεθωρακισμένων (στο Γουδί) τη νύχτα της 20-21/1, η πληροφορία για πέντε ακόμη νεκρούς από ανταλλαγή πυροβολισμών στο ίδιο στρατόπεδο αλλά και ο ισχυρισμός στρατιώτη του ΟΑΣ (δηλαδή της ΚΥΠ), που καταχωρίστηκε στο «Ημερολόγιον Ειδικού Δικτύου Ασφαλείας Στρατού» (30/1), πως ο Λαδάς «ηγήθη κινήματος, χρησιμοποιών τεθωρακισμένα οχήματα του ΣΒΟΠ και επαρουσιάσθη εις τον Πρόεδρον της Εθνικής Κυβερνήσεως [Παπαδόπουλο], απαιτών παρουσία του Αντιπροέδρου αυτής [Παττακού] την παράδοσιν της Κυβερνήσεως εις τον Αντιπρόεδρον, όστις ερράπισεν τούτον».
Λίγες μέρες νωρίτερα (11/1), ο Παττακός είχε απειλήσει θεατρικά την αμερικανική πρεσβεία με ρήξη όπως «στην Αίγυπτο και την Κούβα» (!), αν η Ουάσινγκτον δεν έσπευδε ν’ αναγνωρίσει το νέο καθεστώς.
Η φημολογία των ημερών αποτυπώθηκε και σε δηλώσεις του υφυπουργού Τύπου Μιχαήλ Σιδεράτου (29/1): «Την μίαν ημέραν ο Πρωθυπουργός κ. Παπαδόπουλος είχε συλλάβει δήθεν αντίπαλόν του εν τη κυβερνήσει Γενικόν Γραμματέα υπουργείου. Την επομένην ο Γενικός Γραμματεύς είχε συλλάβει τον Πρωθυπουργόν. Την μεθεπομένην είχεν συλληφθεί, κατά τους ψιθυριστάς, και από τους δύο ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Παττακός».
Μέσα στις επόμενες μέρες η ένταση εκτονώθηκε. Στις 23/1 ο Αμερικανός πρέσβης επισκέφθηκε επίσημα τον υπουργό Εξωτερικών Πιπινέλη και στις 15/2 υποδέχθηκε πανηγυρικά τον Παπαδόπουλο σε αεροπλανοφόρο που ναυλοχούσε στο Φάληρο.
Στις 16/2 αποστρατεύθηκε ο Λαδάς και ακόμη 12 μέλη του σκιώδους «Επαναστατικού Συμβουλίου» της χούντας που κατείχαν κυβερνητικά πόστα.
Από την ηγετική ομάδα των πραξικοπηματιών, στο στράτευμα παρέμειναν έτσι μόνο δύο: ο Αντώνιος Λέκκας (που αποστρατεύθηκε το 1970) κι ο Ιωαννίδης, αρχηγός της ΕΣΑ μέχρι τη Μεταπολίτευση.
Τριανδρία στα τρία
Παρά τη σταθεροποίηση του καθεστώτος, οι εσωτερικές κρίσεις συνεχίστηκαν με ρυθμό μία περίπου κάθε χρόνο. Μία αιτία τους ήταν οι στρατηγικές αποκλίσεις των ποικίλων συνιστωσών της χούντας, με βασικούς πόλους τον Παπαδόπουλο και την ομάδα των «σκληρών» (Λαδάς, Ασλανίδης, Καρύδας, Μπαλόπουλος κ.ά.).
Οι τελευταίοι οραματίζονταν ένα καθαρά φασιστικό καθεστώς, όπως του Μεταξά, κι επιχείρησαν να συγκροτήσουν τα κατάλληλα οργανωτικά ερείσματα σε μαζικό επίπεδο – κυρίως με τη μετατροπή των «Αλκίμων», μιας ακροδεξιάς συλλογικότητας που φυτοζωούσε προδικτατορικά, σε ένοπλη παραστρατιωτική νεολαία στελεχωμένη από την «4η Αυγούστου» του Πλεύρη (ιδιαίτερου γραμματέα του Λαδά), οργανωμένη κατά αστυνομικά τμήματα υπό την εποπτεία ενός συνταγματάρχη της ΚΥΠ.
Αντιλαμβανόμενος τη δομική διαφορά των δύο εποχών, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, ο Παπαδόπουλος προέκρινε αντίθετα μια παρελκυστική τακτική που διασφάλιζε τη μακροημέρευση του καθεστώτος μέσω της αδιάκοπης καλλιέργειας ψευδαισθήσεων περί επικείμενου εκδημοκρατισμού.
Η πολιτική αυτή πρόσφερε στην Ουάσινγκτον το αναγκαίο πρόσχημα για τη στήριξή του, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυε την αδράνεια όσων πολιτών αντιπαθούσαν μεν τη χούντα, δεν θα ρίσκαραν όμως το κεφάλι τους για να επισπεύσουν μια έτσι κι αλλιώς προαλειφόμενη μεταβολή.
Τελικά, όπως διαπίστωσε κι ο κατεξοχήν «γεφυροποιός» ανάμεσα στο καθεστώς και τους εθνικόφρονες πολιτικούς, οι πράξεις του δικτάτορα αποδείκνυαν ότι την επάνοδο σε κάποια μορφή κοινοβουλευτισμού «δεν την θέλει ή την θέλει κωμικήν, πλαστήν», με σκοπό την διαιώνιση της προσωπικής του εξουσίας (Αρχείο Καραμανλή, Φ. 40Α, φ. 1350, Ευ. Αβέρωφ προς Καραμανλή, 19/9/1971, σ. 2).
Τις στρατηγικές διαφωνίες επέτεινε ο μετασχηματισμός της δικτατορίας, από συλλογική υπόθεση μιας συνωμοτικής ομάδας σε μονοκρατορία του Παπαδόπουλου.
Εκτός από τις διάχυτες αντιδράσεις για τον παραγκωνισμό του σκιώδους «Επαναστατικού Συμβουλίου» της χούντας κατά τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, κομβική υπήρξε επίσης η δυσφορία των άλλων δύο μελών της ηγετικής τριανδρίας, του Παττακού και του Μακαρέζου, για τον σταδιακό παραμερισμό τους.
Ο πρώτος παρέδωσε στον Παπαδόπουλο σχετικό υπόμνημα ήδη από τις 7/8/1968, απαιτώντας την ανάληψη ουσιαστικών αρμοδιοτήτων.
Ο δεύτερος εξελίχθηκε το 1970 στον κύριο πόλο συσπείρωσης της ενδοκαθεστωτικής αντιπολίτευσης, φιλοδοξώντας ν’ αντικαταστήσει τον Παπαδόπουλο στην ηγεσία της χώρας.
Για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της διαμάχης, αποκαλυπτικές είναι οι αναμνήσεις ενός μέλους του «Επαναστατικού Συμβουλίου», του επικεφαλής της ΚΥΠ στη Β. Ελλάδα (1967-1971) κι επιτελάρχη του Γ΄ Σ.Σ. (1971-1973) Στέφανου Καραμπέρη – ακραιφνούς παπαδοπουλικού, κατά τα άλλα:
«Η εξουσία, αι υψηλαί επαφαί, τα ταξίδια εις το εξωτερικόν και η απόλυτος εμπιστοσύνη του Παπαδόπουλου έκαναν τα μυαλά του [επικεφαλής της ΚΥΠ, συνταγματάρχη Ρουφογάλη] να πάρουν αέρα, να θεωρή τον εαυτόν του δεύτερον μετά τον Παπαδόπουλον, να εγκαταλείψη τα ουσιαστικά του καθήκοντα εις την ΚΥΠ και να ασχολήται με την εξεύρεσιν μεθόδων ισχυροποιήσεως της θέσεώς του. Επρεπε, κατά την γνώμην του, οι έχοντες σχέσιν με τον Παπαδόπουλο και κυρίως αυτοί που κατείχαν κυβερνητικάς θέσεις να εξοντωθούν. Και μοναδικός τρόπος δι’ αυτό, ήτο η διαβολή. […] Κατ’ αρχήν, παγιδεύσας τα τηλέφωνά των, παρουσίαζε εις τον Παπαδόπουλον ό,τι μπορούσε να τον δυσαρεστήση. Ακόμη και τις γυναικοδουλειές των. Τα κουτσομπολιά των για την Δεσποινα (σύζυγο του Παπαδόπουλου) και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένων και πληροφοριών δι’ ατασθαλίες εις την διαχείρισιν κυρίως των οικονομικών τομέων της χώρας. Στον τομέα αυτό συμμαχούσε με τον Διευθυντήν της ΕΣΑ, ασχέτως εαν έκαστος ειργάζετο δι’ ίδιον λογαριασμόν και ώφελος» («Η επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967», Αθήναι 2011, σ. 112-3).
Λεπτομερέστερη ιδέα γι’ αυτές τις πρακτικές αντλούμε από επιστολή του Αλέξανδρου Λυκουρέζου προς τον αυτοεξόριστο ταξίαρχο Βιδάλη (25/9/1970):
«Ο Ρουφογάλης, κατόπιν ερεύνης, φαίνεται πως απεκάλυψε ωρισμένα σκάνδαλα του Μακαρέζου και του Ασλανίδη, τα οποία και διέδωσε σε διαφόρους αξιωματικούς. Κατόπιν τούτου, ο Παπαδόπουλος διέταξε ορκωτούς λογιστάς να προβούν σε έλεγχον της διαχείρισης της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Ο Ασλανίδης έξω φρενών επεσκέφθη τον Παπαδόπουλο και ενεχείρισε την παραίτησή του, λέγοντας πως ένας τέτοιος έλεγχος θα ήτο δικαιολογημένος μόνον εάν διετάσσετο σε όλες τις Υπηρεσίες. Ο Παπαδόπουλος εκράτησε το κείμενον της παραιτήσεως και προσπάθησε να τον καθησυχάση» (Ορέστης Βιδάλης, «Ιστορικό Ημερολόγιο», Αθήνα 1997, τ. Α’, σ. 269).
Εξίσου εύγλωττη είναι και η πληροφορία που καταχώρισε στο ημερολόγιό του ο αυλάρχης του Κωνσταντίνου, τον Απρίλιο του 1973: «Φαίνεται ότι κυκλοφόρησαν αισχρές φωτογραφίες του [Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, αντιστρατήγου] Αγγελή, οπωσδήποτε φωτομοντάζ που αποδίδεται σε υπηρεσίες της ΚΥΠ» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ. 497).
Η μεγάλη αναμέτρηση
Η κατάρτιση ενός «χρονοδιαγράμματος» πολιτικών εξελίξεων από τον Πιπινέλη πυροδότησε τον Αύγουστο του 1969 την επόμενη κρίση, μόλις αυτό κατατέθηκε στο «Επαναστατικό Συμβούλιο» για επικύρωση.
Τα μέλη του σκιώδους οργάνου εξαγριώθηκαν, τόσο επί της ουσίας όσο και για το γεγονός ότι το σχέδιο είχε συνταχθεί δίχως δική τους ενημέρωση και συμμετοχή.
Ο Παπαδόπουλος υπερασπίστηκε το «χρονοδιάγραμμα» (κι ο Πιπινέλης το υπέβαλε στις 25/9/1969 στο Συμβούλιο της Ευρώπης), δεσμεύτηκε όμως απέναντι στους «συνεπαναστάτες» του «να το μετατρέψει σε νεκρό γράμμα» (Σόλων Γρηγοριάδης, «Ιστορία της δικτατορίας», Αθήνα 1975, τ. Β’, σ. 50-2).
Ο επόμενος γύρος σημειώθηκε την άνοιξη του 1970. Σύμφωνα με ενημέρωση του αυλάρχη από τον Αβέρωφ, στις 26 Μαΐου πραγματοποιήθηκε «επίδειξη δύναμης των σκληρών με τανκς κ.λπ. και, αντίστοιχα, μετακινήσεις μονάδων από τον αδελφό Παπαδόπουλο», ως απάντηση στην προσπάθεια της ηγεσίας να ελέγξει τις μονάδες του με κάποιες μεταθέσεις.
«Οι σκληροί, αφού κατέλαβαν θέσεις γύρω από το σπίτι του Παπαδόπουλου, ζήτησαν να δουν τον πρωθυπουργό. Εκεί κάλεσαν και τον Αγγελή».
Ακολούθησε πολύωρη σύσκεψη με τον δικτάτορα κι αξιωματικούς από τη Βόρεια Ελλάδα, κατά την οποία «επαναλήφθηκαν από τους σκληρούς, με οξύτητα, κατηγορίες για κυβερνητικά σκάνδαλα και ειπώθηκαν, έντονα, απόψεις κατά της πολιτικοποίησης της επανάστασης. Ο Παπαδόπουλος είπε ότι δέχεται να παραιτηθεί και να οριστεί αντικαταστάτης του.
Τότε αποφασίστηκε να αναλάβει ο Αγγελής ο οποίος, όμως, τους μετέπεισε με το επιχείρημα ότι κάθε αλλαγή, οποιασδήποτε μορφής, θα εμφανίσει την επανάσταση ως διασπασμένη, με απροσμέτρητες συνέπειες» (Παπάγος, ό.π., σ. 261).
Η κόντρα κλιμακώθηκε τους επόμενους μήνες για να κορυφωθεί στα τέλη Αυγούστου με «την πλέον σοβαρή ενδοεπαναστατική κρίση», κατά τη διατύπωση του Μακαρέζου («Πώς οδηγηθήκαμε στη Μεταπολίτευση», Αθήνα 2010, σ. 54).
Στις 29 Ιουνίου ο Παπαδόπουλος διόρισε ως «υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ» τον Γεώργιο Γεωργαλά – πάλαι ποτέ επαγγελματία προπαγανδιστή του ΚΚΕ στη Βουδαπέστη, ο οποίος αμέσως μετά τον επαναπατρισμό του το 1957 σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΚΥΠ, «ειδικός σύμβουλος» του Αρχηγείου Στρατού κι επιτελικό στέλεχος του καραμανλικού παρακράτους.
Για τους σκληροπυρηνικούς, ο υποσκελισμός από έναν «κομμουνιστή», έστω και (πολύ) πρώην, ισοδυναμούσε με ανοιχτή πρόκληση. Η πιο ακραία πτέρυγά τους απάντησε ανοίγοντας μέσα στο καλοκαίρι γραφεία «Φίλων του Περιοδικού 4ης Αυγούστου» (του Πλεύρη) σε επαρχιακές πόλεις, όπως η Εδεσσα.
Στις 27 Αυγούστου ο Παπαδόπουλος θα βρεθεί, τέλος, αντιμέτωπος με μια «εκρηκτική» (κατά τον Παττακό) νυχτερινή σύσκεψη του «Επαναστατικού Συμβουλίου».
Οι διαθέσιμες περιγραφές για όσα διαμείφθηκαν εκεί, από δεύτερο συνήθως χέρι, συγκλίνουν σε ορισμένα σημεία.
Ο Παπαδόπουλος κατήγγειλε υπονόμευση του έργου του από τους γενικούς γραμματείς, στριμώχτηκε όμως άσχημα από την αντεπίθεση των αντιφρονούντων που, μ’ επικεφαλής τον Μακαρέζο, απαίτησαν συλλογική λήψη των σημαντικών αποφάσεων, παραμερισμό του Γεωργαλά κι εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο ενδεχόμενο άρσης του στρατιωτικού νόμου, εξαγγελίας εκλογών ή επιστροφής του βασιλιά.
Αντιλαμβανόμενος ότι χάνει τον έλεγχο, ο δικτάτορας αποχώρησε από τη σύσκεψη. Στις 31/8 παρέδωσε γραπτό υπόμνημα –αγνώστου περιεχομένου– στον Παττακό και στις 2/9 διαμήνυσε μέσω Ρουφογάλη ότι στις 7 Σεπτεμβρίου θα δημοσιοποιούσε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία.
Ο εκβιασμός έπιασε τόπο. Επιστολή του δημοσιογράφου της «Βραδυνής» Βάσου Βασιλείου προς τον Καραμανλή απαριθμεί διαδοχικές συσκέψεις παραγόντων της χούντας, διευκρινίζοντας ότι «την μεσημβρίαν του Σαββάτου [5/9] το θέμα έληξεν δι’ ουσιαστικής υποχωρήσεως των γενικών γραμματέων»· επισημαίνει επίσης πως ο δικτάτορας «είχε ως ασφάλεια τον Αγγελή και τους Αμερικανούς, που ανησύχησαν σοβαρώς, φρονούντες ότι η παραίτησις των γενικών γραμματέων θα εσήμαινε ανεπιθύμητον δι’ αυτούς διάσπασιν της επαναστάσεως» («Αρχείο Καραμανλή», Αθήνα 1997, τ. 7ος, σ. 283).
Ο Αβέρωφ ενημερώνει πάλι τον εθνάρχη πως «επί μία τουλάχιστον ημέραν εφαίνετο επικρατούσα υποψηφιότης… Παττακού», αποδίδει δε τον τελικό συμβιβασμό στο γεγονός ότι τους πραξικοπηματίες «τους ενώνει αρρήκτως το κοινόν συμφέρον και ο κοινός φόβος» (στο ίδιο, σ. 281).
Οσο για τον ίδιο τον Παττακό, δημοσιευμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του τον φέρουν κατά τη διάρκεια της κρίσης να φλερτάρει με την ιδέα μιας έκτακτης σύγκλησης του Αρείου Πάγου ή/και του ΣτΕ, «όπως ανατεθή εις τινα εξ ημών η ευθύνη της συνεχίσεως του έργου της διακυβερνήσεως της χώρας υπό επαναστατικόν καθεστώς».
Μετά την αναδίπλωση των γενικών γραμματέων θα στηλιτεύσει πάντως γραπτά στον Παπαδόπουλο τον επικεφαλής τους (και υφιστάμενό του) Λαδά, που «δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με το κύριον έργον του» αλλά «κατασκοπεύει και ασχολείται με την κριτικήν του έργου των άλλων», «ρουσφετολογεί κατά χειρότερον των παλαιοκομματικών τρόπον», «υβρίζει τους πάντας χυδαίως» κ.ο.κ. (Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 163-6).
«Συμφιλίωση» made by ΗΠΑ;
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες αναφορές στον ρόλο της αμερικανικής πρεσβείας.
Σύμφωνα με «πληροφορία εκ σοβαρής πηγής» που ο υπασπιστής του βασιλιά Μιχάλης Αρναούτης διαβίβασε στον ταξίαρχο Βιδάλη (26/11), «ο Πρέσβης ο Τάσκα με αυτό το κάθαρμα της C.I.A. τον Ποτς εμεσολάβησαν κατά το φάγωμα της χούντας και τους συνεβίβασαν και υπεγράφη κάποιο χαρτί τη επεμβάσει των μεταξύ Παπαδοπούλου – Σκληρών και δίδουν Κάρτα-Μπιάνκα στον Παπαδόπουλον να ενεργή όπως θέλει εκτός από τα 3 θέματα διά τα οποία θα αποφασίζουν από κοινού: ι) Θέμα επιστροφής Βασιλέως, ιι) εφαρμογή χρονοδιαγράμματος (εκλογαί – Σύνταγμα – Στρ. Νόμος κ.λπ.). ιιι) Θέματα Εθνικής Αμύνης» (Αρχείο Ορ. Βιδάλη, φ. 33.1).
Σε μεταγενέστερη έκθεσή του (8/2/1971) ο Τάσκα περιγράφει τα συμβάντα ως μακρινός παρατηρητής, επιβεβαιώνει όμως πως ο Παπαδόπουλος, «ως τίμημα για την εγκαθίδρυση της πρωτοκαθεδρίας του, υποχρεώθηκε να χορηγήσει στους συνεπαναστάτες του ισηγορία σε κάθε απόφαση περί εκλογών ή επανόδου του βασιλιά, πιθανόν και σε κάποιους λιγότερο κρίσιμους τομείς» («Foreign Relations of the United States, 1969-1972», τ. 29, Ουάσινγκτον 2007, σ. 756).
Από τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία της CIA γνωρίζουμε, τέλος, πως η ημερήσια συνοπτική ενημέρωση του προέδρου Νίξον από την υπηρεσία περιείχε εκτενείς αναφορές στις εξελίξεις της Ελλάδας κατά το ξέσπασμα (28/8) και την εκτόνωση (4/9) της κρίσης.
Το περιεχόμενό τους, έκτασης 4 και 1 παραγράφου αντίστοιχα, παραμένει ωστόσο εξ ολοκλήρου απόρρητο.
Σε κάθε περίπτωση, η «συμφιλίωση» των χουντικών επισφραγίστηκε με την επανάληψη της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας (22/9/1970).
Ενός ανδρός αρχή
Στα τέλη του 1970 η κρίση αναζωπυρώθηκε, με θρυαλλίδα πλέον τη σύγκρουση Παπαδόπουλου – Μακαρέζου για τις συμβάσεις Ωνάση – Νιάρχου.
Θα παραταθεί επί μήνες και θα λήξει μόλις τον Αύγουστο του 1971, με θριαμβευτική επικράτηση του Παπαδόπουλου κι εξουδετέρωση των ανταγωνιστών του διά της… προαγωγής: ο Μακαρέζος «αναβαθμίζεται» σε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και χάνει το υπουργείο του, όπως κι ο Παττακός το δικό του, οι δε γενικοί γραμματείς προάγονται σε «υφυπουργούς-περιφερειακούς διοικητές» και διασκορπίζονται στην επαρχία.
Προηγήθηκε η μετάθεση του διοικητή των αλεξιπτωτιστών (και κουμπάρου του Μακαρέζου) Χρήστου Δαδιώτη από το Μεγάλο Πεύκο, ενώ απουσίαζε στη Γερμανία, και η τελευταία, επεισοδιακή συνεδρίαση του «Επαναστατικού Συμβουλίου» υπό την περιφρούρηση της ΕΣΑ.
Ο διοικητής της, Δημήτριος Ιωαννίδης, θα διαδραματίσει όπως και το 1970 καθοριστικό ρόλο στην έκβασή του, ξεκαθαρίζοντας πως «αι ένοπλοι δυνάμεις αναγνωρίζουν ως ηγέτην της Επαναστάσεως τον Γεώργιον Παπαδόπουλον και αυτόν θέλουν ως πρωθυπουργόν» (Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 181-2).
Ακολούθησε στις 21/3/1972 η ταπεινωτική καθαίρεση του αντιβασιλέα Ζωιτάκη από το υπουργικό συμβούλιο, με το επίσημο σκεπτικό ότι «παρεμβαίνει αδικαιολογήτως εις το έργον της Κυβερνήσεως».
Τον διαδέχτηκε -ποιος άλλος;- ο Παπαδόπουλος, που εκτός από πρωθυπουργός ήταν επίσης υπουργός Εθνικής Αμύνης (από το 1967) και Εξωτερικών (από το 1970).
Σύμφωνα μ’ έναν παλιό συμμαθητή και φίλο του, το πρόβλημα με τον Ζωιτάκη ήταν πως «είχε πάρει στα σοβαρά ότι ήταν ρυθμιστής του πολιτεύματος», αρνούμενος να δεχτεί πως «όλη την εξουσία ασκεί ο Παπαδόπουλος. […] Αυτός είναι ο caudillo και δεν έχει ανάγκη κανέναν και θα τραβήξει το πράγμα έτσι, όσο βαστάει» (Παπάγος, ό.π., σ. 421-2).
Ετσι κι έγινε. Ωσπου, τα ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου 1973, ο «πιστός Μίμης» Ιωαννίδης τον περίμενε στη γωνία.
Για τα μάτια των εφοπλιστών
Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές του καθεστώτος δεν αποτελούσαν τη μόνη πηγή τριβών στους κόλπους της χούντας.
Εξίσου σημαντικός λόγος συγκρούσεων υπήρξε η εμπλοκή ηγετικών στελεχών της στην αντιπαράθεση δυο μεγαλοεφοπλιστών, του Αριστοτέλη Ωνάση και του Σταύρου Νιάρχου, για τον έλεγχο της εισαγωγής, επεξεργασίας και διανομής πετρελαίου στη χώρα.
Μήλο της έριδος ήταν το σχεδιαζόμενο τρίτο -και μεγαλύτερο- διυλιστήριο της χώρας.
Το πρώτο, στον Ασπρόπυργο, ήταν κρατικό. Το δεύτερο είχε κατασκευαστεί το 1962 στη Θεσσαλονίκη από τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάπας, αντιπρόσωπο της πολυεθνικής ESSO που μετά το πραξικόπημα έδρασε ως σύνδεσμος της χούντας με την αμερικανική κυβέρνηση, απαλλασσόμενος ως αντάλλαγμα από τις συμβατικές υποχρεώσεις του για ανέγερση αγροτοβιομηχανικών μονάδων.
Το τρίτο προκηρύχθηκε στις 3/2/1968 και την 1/11/1968 επιλέχθηκε ως «μάλλον συμφέρουσα» η προσφορά του Ωνάση, που ανέλαβε επίσης προσωρινά τη λειτουργία (και) του κρατικού, υποσχόμενος παράλληλα την κατασκευή εργοστασίου αλουμίνας κι άλλες επενδύσεις.
Ο Νιάρχος κατέθεσε στις 16/3/1969 ανταγωνιστική προσφορά κι ακολούθησε προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού (20/5/1969), παραίτηση του υφυπουργού και του αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, Ιουλίου Ευλαμπίου και Ιωάννη Ροδινού-Ορλάνδου (27/6/1969), κήρυξη του διαγωνισμού ως άκαρπου (20/9/1969) και ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου για συμβιβαστική συμφωνία (7/3/1970), βάσει της οποίας ο μεν Νιάρχος πήρε τα 2/3 του κρατικού διυλιστηρίου έναντι 4.000.000 δολαρίων (Ν.Δ. 549/1970), ο δε Ωνάσης ένα επενδυτικό πρόγραμμα μαμούθ, με πυρήνα το τρίτο διυλιστήριο (Ν.Δ. 477/1970).
Αυτά, όσον αφορά τη θεσμική επιφάνεια. Κάτω απ’ αυτήν, η σύγκρουση στα ηγετικά κλιμάκια της χούντας υπήρξε ανελέητη.
Ο Παπαδόπουλος υποστήριξε πεισματικά τον Ωνάση, που του είχε παραχωρήσει τη βίλα του στο Λαγονήσι αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο υπουργός Συντονισμού Μακαρέζος τον Νιάρχο.
Για το σχετικό παρασκήνιο, αρκετά εύγλωττα είναι τα «κουτσομπολιά» που κατέγραψε στο ημερολόγιό του ο αυλάρχης του βασιλιά (8/6/1969):
«Οι συμβάσεις Ωνάση και Νιάρχου έχουν επιφέρει αναστάτωση. Εκτός από τις παραιτήσεις των Ευλαμπίου και Ορλάνδου, λέγεται ότι ήθελε να παραιτηθεί και ο Μακαρέζος που ήλθε σε απευθείας σύγκρουση με τον Παπαδόπουλο. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε τον Ωνάση και συνεχώς ενοχλούσε τον Ορλάνδο, για να υπογράψει τη σύμβαση χωρίς διαγωνισμό. Επειτα από διαδόσεις που κυκλοφορούσαν για λάδωμα, το πολιτικό γραφείο έστειλε τον εισαγγελέα Παπαϊωάννου στο Υπουργείο Συντονισμού για να κάνει ανακρίσεις. Οταν ο εισαγγελέας παρουσιάστηκε στον Ορλάνδο, πήρε την απάντηση “να σηκωθεί και να φύγει αμέσως από δω και να πάει να ανακρίνει εκείνους που τον έστειλαν”» (Παπάγος 1999, σ.183). Μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας ιστορίας, φιλικότερη προς τον Ωνάση, έχει διασωθεί στο βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα» (Αθήνα 2010, σ.336-7).
Σύμφωνα πάλι με το Spiegel (τχ.14/1970, σ.151-2), ο Ωνάσης απαλλάχθηκε από τον γερμανοσπουδαγμένο Ορλάνδο καταδίδοντάς τον στον Παπαδόπουλο σαν οπαδό της… δημοκρατίας.
Η αναμέτρηση των δυο πλευρών κάθε άλλο παρά τερματίστηκε όμως μ’ αυτή τη σολομώντεια λύση.
Οταν στις 11/9/1970 εγκρίθηκε οριστικά η επένδυση Ωνάση (ΦΕΚ 1970/Α/184), το σχετικό διάταγμα του Μακαρέζου απέκλειε ρητά με ειδική διάταξη (άρθρο 6§3) την ανάδοχη εταιρεία από τα προνόμια που είχαν εκχωρηθεί σε Τομ Πάπας και Νιάρχο.
Ο Ωνάσης αντεπιτέθηκε απαιτώντας την αναθεώρηση κάμποσων όρων της σύμβασης, με το επιχείρημα της δραστικής μεταβολής των συνθηκών· όταν η πρότασή του απορρίφθηκε από την αρμόδιά επιτροπή των οικονομικών υπουργών, επισκέφθηκε αυθημερόν τον Παπαδόπουλο (2/11/1970).
Η συνέχεια γράφτηκε στο υπουργικό συμβούλιο της 3/11/1970 κι ήταν θυελλώδης.
Σύμφωνα με αδημοσίευτη, ανυπόγραφη περιγραφή της συνεδρίασης που φυλάσσεται στο Αρχείο Καραμανλή και απηχεί εμφανώς την άποψη Μακαρέζου (Φ. 40Α, φ. 1154-1159), ο Παπαδόπουλος «εις έντονον ύφος είπεν ότι ατυχώς περιεπλάκη το μεγάλο αυτό θέμα των επενδύσεων από την Γραφειοκρατίαν του Υπουργείου Συντονισμού και από σκοτεινάς δυνάμεις», για να εισπράξει από τον υπουργό την απάντηση «εις το ίδιον ύφος, ότι Υπουργείον είναι αυτός και γραφειοκρατία και σκοτειναί δυνάμεις δεν υπάρχουν στο Υπουργείον Συντονισμού. Η απόφασις ελήφθη σχεδόν από το μισό Υπουργικό Συμβούλιο. Αι σκοτειναί δυνάμεις που αναφέρατε, είναι εκείναι που απεστέρησαν το Υπουργικόν Συμβούλιον των πολυτίμων υπηρεσιών του τέως υπουργού κ. Ροδινού Ορλάνδου. Λαβών εν συνεχεία τον λόγον ο κ. Παπαδόπουλος και πάντοτε εις έντονον ύφος είπεν ότι το θέμα επενδύσεων Ωνάση δεν είναι μόνον οικονομικόν αλλά και πολιτικόν. Και το πολιτικόν θέμα χειρίζεται μόνον αυτός ως υπεύθυνος της Επαναστάσεως. Τούτου δε δοθέντος, θα λάβη μόνος του τας αποφάσεις του. Ο κ. Μακαρέζος εν οργή απήντησεν ότι επανάστασις δεν είναι μόνον αυτός (ο κ. Παπαδόπουλος) αλλά και άλλοι. Και ότι η Επανάστασις είναι ιδέα. Ουδέποτε δε εφαντάσθη ότι θα ήτο εις το Υπουργικόν Συμβούλιον δικηγόρος του κ. Ωνάση ο κ. Πρωθυπουργός. Εις το σημείον αυτό έλαβεν τον λόγον ο κ. Παττακός και είπεν ότι φρονεί ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον πρέπει να συμφωνήσει με το πόρισμα της εξ υπουργών επιτροπής. Ο κ. Παπαδόπουλος εν οργή απήντησεν καλώς. Προχωρούμεν στο δεύτερον θέμα».
Εμφανώς αμυντικότερη, η εκδοχή Παπαδόπουλου για τα διάμειφθέντα μεταφέρθηκε στον Καραμανλή από τον καθηγητή Δημήτριο Κούσουλα (22/11/1970):
«Θα γνωρίζετε βέβαια την διαφωνία Παπαδοπούλου-Μακαρέζου διά την Σύμβασιν Ωνάση εις το Υπουργικόν Συμβούλιον της 3ης Νοεμβρίου. Συνέβη τούτο. Ο Ωνάσης είχε ζητήσει αναθεώρησιν της Συμβάσεως και επί πλέον μια εγγυητική επιστολή του ελληνικού Δημοσίου για 600 εκατομμύρια. Ο Παπαδόπουλος είπε ότι μετά το φιάσκο της Λίττον, της συμβάσεως του εργοστασίου αυτοκινήτων κτλ, η κατάρρευσις και της συμβάσεως Ωνάση θα απεδείκνυε ότι “δεν ξέρομε τι μας γίνεται”. Η αιχμή κατά Μακαρέζου ήτο προφανής. Και τούτο ενώπιον τόσων μη-στρατιωτικών υπουργών. Οταν δε ο Παπαδόπουλος είπεν ότι διάκυβεύεται το κύρος της Επαναστάσεως και ότι επιμένει να ικανοποιηθή η αξίωσις Ωνάση διά να περισωθή η Σύμβασις, ο Μακαρέζος εξέσπασε, αντηλλάγησαν σκληραί φράσεις περί του ποίος εκπροσωπεί την Επανάστασιν κτλ. Τελικώς ο Μακαρέζος δεν απεχώρησε, παρενέβη ο Παττακός, τα πνεύματα ηρέμησαν και η συνεδρίασις εσυνεχίσθη. Η διάστασις πάντως Παπαδοπούλου-Μακαρέζου δεν έχει γεφυρωθή κατά βάθος» (όπ.π., φ.1169-1170).
Αποκαλυπτική είναι η πρώτη αφήγηση και για τα μεθεόρτια της συνεδρίασης:
«Τα ανωτέρω επληροφορήθησαν μέλη του φερομένου επαναστατικού Συμβουλίου και επεσκέφθησαν το απόγευμα της ιδίας ημέρας αλληλοδιαδόχως τον κ. Μακαρέζον (κ.κ. Λαδάς – Ασλανίδης – Μπαλόπουλος). Επεσκέφθη και παρέμεινεν επί ώραν και πλέον τον κ. Μακαρέζον και ο κ. Παττακός. Εν τω μεταξύ πληροφορηθέντες τα γεγονότα διοικηταί Μονάδων Αττικής (τινές) διέταξαν και επιφυλακήν. Τας νυκτερινάς ώρας της ιδίας ημέρας συνεκεντρώθησαν εις ΕΣΑ».
Ο Ωνάσης προσέφυγε στο ΣτΕ και στις 9/12 κατέθεσε εγγύηση 7.000.000 δολαρίων. Ποσό που του επιστράφηκε με κυβερνητική απόφαση, όταν στις 8/12/1971 λύθηκε οριστικά η σύμβασή του.
Την επόμενη χρονιά, το τρίτο διυλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα τέταρτο παραχωρήθηκε στον Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181).
Για τις σχετικές διαδικασίες, διαφωτιστική είναι μια εγγραφή στο ημερολόγιο του αυλάρχη (31/8/1972): ο Σπύρος Μαρκεζίνης, διαβάζουμε, «έχει σχηματίσει πλούσιο φάκελο κατά του Ανδρεάδη για τον τρόπο απόκτησης του διυλιστηρίου».
Την πιο αποκαλυπτική πληροφορία την παρέχει ωστόσο η εύγλωττη σιωπή του ίδιου του Μακαρέζου για όλες αυτές τις πολυσυζητημένες συμβάσεις, στα ογκώδη απομνημονεύματα που εξέδωσε το 2006 υπερασπιζόμενος την οικονομική πολιτική του: ούτε μια λέξη σε 501 σελίδες!