Το παράπονο του Μουσολίνι για την αχαριστία της Ελλάδας

Στις 18 Νοεμβρίου 1940, ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι εκφώνησε μια ιστορική ομιλία στο Παλάτσο Βενέτσια της Ρώμης, απευθυνόμενος στην ηγεσία του φασιστικού κόμματος και στα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος διένυε το δεύτερο έτος του, ενώ τρεις εβδομάδες πριν ο στρατός του «Ντούτσε» είχε επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Η 18η Νοεμβρίου ήταν επίσης η επέτειος της επιβολής οικονομικών κυρώσεων από την Κοινωνία των Εθνών στην Ιταλία, λόγω της εισβολής της τελευταίας στην Αιθιοπία το 1935. Όλα αυτά, όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσαν σημεία αναφοράς στην ομιλία του Μουσολίνι. Ο «Ντούτσε» ξεκίνησε δηλώνοντας με υπερηφάνεια ότι οι κυρώσεις της Κοινωνίας των Εθνών δεν είχαν καταφέρει τελικά να κάμψουν οικονομικά την χώρα του. Στην συνέχεια επαίνεσε την δράση των στρατευμάτων του στην Αφρική και την Ευρώπη, εκφράζοντας παράλληλα τον θαυμασμό του για όλους τους νέους της Ιταλίας που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις. Τέλος, ο Μουσολίνι μίλησε και για την Ελλάδα.

Ο Ιταλός δικτάτορας, ξεκινώντας την αναφορά του στην χώρα μας, χρησιμοποίησε πομπώδεις φράσεις. Ήταν κάτι που το συνήθιζε άλλωστε. «Μετά από μακροχρόνια υπομονή, ξεσχίσαμε το προσωπείο μιας χώρας αφοσιωμένης στην Μεγάλη Βρετανία, ενός ύπουλου εχθρού: της Ελλάδας. Ήταν ένας λογαριασμός που περίμενε την πληρωμή του». Αμέσως μετά, ο Μουσολίνι ανέφερε την εντελώς αυθαίρετη διαπίστωση πως κανένα έθνος δεν απεχθανόταν την Ιταλία περισσότερο από τους Έλληνες. Διαπίστωνε μάλιστα ότι το μίσος τους ήταν ανεξήγητο αλλά βαθύ και γενικό. Κατά την γνώμη του όλοι οι Έλληνες εχθρεύονταν την Ιταλία, άσχετα με την κοινωνική τάξη ή τον τόπο διαμονής τους. Ο Μουσολίνι πρόφερε τα λόγια αυτά έχοντας ένα καλοστημένο θεατρινίστικο ύφος. Ήθελε να δείξει ότι μιλούσε για την Ελλάδα με συγκρατημένη οργή αλλά και παράπονο, το οποίο έγινε πιο έντονο στο αμέσως επόμενο τμήμα της ομιλίας του.

Συνεχίζοντας, ο Μουσολίνι εξέφρασε μια απορία, την οποία έσπευσε να απαντήσει ο ίδιος με μια επιτηδευμένη δόση πικρής ειρωνείας. «Το γιατί [μισούν οι Έλληνες τους Ιταλούς], είναι ένα μυστήριο. Ίσως επειδή ο Σαντόρε Σανταρόζα έφυγε από την πατρίδα του το Πεδεμόντιο για να πεθάνει αφελώς και ηρωικώς για την Ελλάδα στην Σφακτηρία. Ίσως επειδή ο Γαριβαλδινός από το Φορλί, Αντόνιο Φράττι, επανέλαβε την ίδια πράξη ύψιστης αφέλειας εβδομήντα χρόνια αργότερα, πέφτοντας στον Δομοκό». Οι προσωπικότητες που ανέφερε ο Μουσολίνι δεν ήταν τυχαίες, καθώς και οι δύο έδωσαν την ζωή τους για την Ελλάδα, σε διαφορετικές στιγμές της ιστορίας της.

Ο κόμης Σαντόρε Σανταρόζα ήταν Ιταλός πολιτικός, στρατιωτικός και φιλέλληνας. Αν και αριστοκράτης, διατηρούσε προοδευτικές απόψεις για την εποχή του, ενώ το 1821 υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της εξέγερσης του Πεδεμοντίου κατά των Αυστριακών. Όταν τελικά το κίνημα καταπνίγηκε, ο Σανταρόζα συνέχισε την επαναστατική του δράση εκτός Ιταλίας. Τον Μάρτιο του 1825 κατατάχθηκε εθελοντικά ως απλός στρατιώτης στον ελληνικό στρατό και τον Μάιο του ίδιου έτους σκοτώθηκε στην νήσο Σφακτηρία, πολεμώντας ηρωικά εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ.

Οι Γαριβαλδινοί ήταν ένα εθελοντικό σώμα Ιταλών στρατιωτών, ταγμένων να πολεμούν στο πλευρό οποιουδήποτε λαού αγωνιζόταν για την ελευθερία του. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους υπήρξε το κόκκινο χιτώνιο που φορούσαν πάντοτε στην μάχη. Το όνομά τους προέρχεται από τον ιδρυτή τους, τον επαναστάτη Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, ο οποίος αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες μορφές των πολέμων για την ανεξαρτησία της Ιταλίας. Η δράση των Γαριβαλδινών δεν περιορίστηκε μόνο στην πατρίδα τους, καθώς πολέμησαν επίσης στην Γαλλία και την Πολωνία. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, συμμετείχαν στο πλευρό του ελληνικού στρατού 800 Γαριβαλδινοί, με ηγέτη τον Ριτσιότι Γκαριμπάλντι, γιο του Τζουζέπε. Ένας από αυτούς τους Ιταλούς εθελοντές υπήρξε και ο βουλευτής Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας στην μάχη του Δομοκού.

Μνημονεύοντας συνεπώς αυτές τις δύο προσωπικότητες, ο Μουσολίνι ήθελε να δικαιολογήσει το παράπονό του, καταδεικνύοντας την υποτιθέμενη αχαριστία των Ελλήνων. Το δε ανεξήγητο μίσος τους για την Ιταλία – σύμφωνα πάντα με τις αναπόδεικτες πεποιθήσεις του «Ντούτσε» – ήταν εκείνο που καθόρισε την εξωτερική πολιτική τους, σπρώχνοντας τους στους κόλπους της Μεγάλης Βρετανίας.

Κλείνοντας την αναφορά του στην Ελλάδα, ο Μουσολίνι άφησε στην άκρη το παράπονο, φόρεσε το προσωπείο του δίκαιου τιμωρού και μίλησε για την νικηφόρα εκστρατεία του κατά της Αιθιοπίας. Ο πόλεμος αυτός είχε παρουσιαστεί από την φασιστική προπαγάνδα ως εκδίκηση για την ταπεινωτική ήττα που υπέστησαν στην συγκεκριμένη αφρικανική χώρα οι Ιταλοί, το 1896. Ο «Ντούτσε» θύμισε στο ακροατήριό του πως τον Ιούλιο του 1935 είχε δηλώσει επίσημα ότι θα έσπαζε τα πλευρά του Νεγκούς, δηλαδή του βασιλιά της Αιθιοπίας. Το ίδιο ακριβώς σκόπευε βέβαια να πράξει και με την Ελλάδα. «Τώρα σας λέω με την ίδια απόλυτη – και επαναλαμβάνω απόλυτη – βεβαιότητα, ότι θα σπάσουμε τα πλευρά της Ελλάδας. […] Διαθέτουμε αρκετούς άνδρες και μέσα για να συντρίψουμε κάθε ελληνική αντίσταση». Είκοσι μέρες μετά, ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, αρχηγός του ιταλικού γενικού επιτελείου, είχε παραιτηθεί ενώ ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει το Πόγραδετς, την Πρεμετή, τους Άγιους Σαράντα, το Δέλβινο και το Αργυρόκαστρο.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.