Πιτσιρίκια, σαλταδόροι, που αδιαφόρησαν για το θάνατο και τα έβαλαν με τις ναζιστικές ορδές\
«Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει», είχε πει ο Νίκος Καζαντζάκης. Υπάρχει μια περίπτωση στην ελληνική ιστορία που το μπόι του ανθρώπου ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τις ιδέες που είχε.
Γιατί πόσο μπόι μπορεί να έχει ένα παιδάκι 12 ετών που αντιστέκεται στις ναζιστικές ορδές;
Που στήνει ενέδρες για ν’ απαλλοτριώσει τρόφιμα, ώστε, να ξεπεινάσει το ίδιο αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι που λιμοκτονούσαν;
Που βοηθάει σε αυτή την τρυφερή ηλικία αντιστασιακούς και αντάρτες να διαφύγουν από τον κλοιό των κατακτητών;
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το πάθος για μια ελεύθερη ζωή ξεπερνούσαν το μπόι των παιδιών του «ξυπόλυτου τάγματος» ή των μικροκαμωμένων σαλταδάρων που στη σκοτεινή περίοδο της ναζιστικής κατοχής, καθημερινά έδιναν ραντεβού, τον κοιτούσαν, τον περιγελούσαν και τον αντιμετώπιζαν σα να ήταν το πιο αστείο παιχνίδι που έπαιζαν στους χωματόδρομους.
Γι’ αυτό και η ιστορία κατέταξε όλα αυτά τα παιδιά, ανάμεσα στους μεγαλύτερους ήρωες. Κι ας ήταν το μπόι τους μικρό.
Το «ξυπόλυτο τάγμα» της Θεσσαλονίκης
Μετά την πτώση των οχυρών Ρούπελ οι ναζιστικές ορδές εξορμούν προς τη νότια Ελλάδα. Μπροστάρης σε αυτό το δρομολόγιο του θανάτου η 2η Θωρακισμένη Μεραρχία «Panzer». Πολύκαστρο, λίμνη Δοϊράνης και από εκεί στην κοιλάδα του Αξιού.
Στις 8 Απριλίου του 1941 ο Γερμανικός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης. Ακολουθούν σύντομες διαπραγματεύσεις και ο Έλληνας αντιστράτηγος στρατιωτικός διοικητής της πόλης υπογράφει την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης. Από τις 8 το πρωί της 9ης Απριλίου οι στρατιώτες της Βέρμαχτ αρχίζουν να μπαίνουν στην πόλη καταλαμβάνοντας την.
Οι Θεσσαλονικείς ένιωσαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες την μπότα του κατακτητή στο λαιμό τους. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο χειρότερα γινόντουσαν τα πράγματα με τους κατοίκους της πόλης ήδη από το πρώτο διάστημα να έρχονται αντιμέτωποι με την πείνα.
Από τις πρώτες κινήσεις των Γερμανών ήταν η εκκένωση δημόσιων κτιρίων, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν για τις δικές τους ανάγκες. Ανάμεσα στα κτίρια που άδειασαν ήταν και μερικά ορφανοτροφεία. Έτσι εκατοντάδες μικρά παιδιά, βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη μόνα τους στους δρόμους της πόλης. Ρακένδυτα, χωρίς παπούτσια και δίχως πρόσβαση σε τροφή.
Λένε πως η ανάγκη γεννά τους ήρωες και κάπως έτσι φαίνεται πως λειτούργησε και σε αυτή την περίπτωση. Μια μεγάλη ομάδα από αυτά τα παιδιά, περίπου 160, αποφασίζει να οργανωθεί. Όχι, δεν πήραν τα όπλα. Έκαναν αυτό που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Έβλεπαν τα γερμανικά καμιόνια γεμάτα φαγητά και αποφάσισαν πως αν είναι να πεθάνουν, θα πεθάνουν προσπαθώντας να ζήσουν.
Δημιουργούν μικρότερες ομάδες, πολλές από τις οποίες είχαν στρατιωτική δομή και πειθαρχία και αποφασίζουν να δράσουν. Ελέγχουν τα δρομολόγια που κάνουν τα γερμανικά καμιόνια, καταγράφουν τις στάσεις που κάνουν και παρατηρούν τις συνήθειες των στρατιωτών. Όταν νιώθουν πως όλα είναι έτοιμα, κάποια από τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουν στις καρότσες και πετάνε σε άλλα πιτσιρίκια που περιμένουν έξω από τις καρότσες ότι είναι φαγώσιμο και μπορούν να το αρπάξουν. Στη συνέχεια όλοι μαζί, «εξαφανίζονται» και απολαμβάνουν τα αγαθά της απαλλοτρίωσης τους.
Δεν κρατάνε τα αγαθά, όμως, μόνο για τους εαυτούς τους. Μοιράζουν πολλά σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη. Είτε είναι παιδιά της ηλικίας του, είτε μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι. Την ίδια τακτική ακολουθούν και στις αποθήκες των μαυραγοριτών. Τις αδειάζουν με τον ίδιο τρόπο.
Όταν η δράση τους άρχισε να γίνεται αντιληπτή από τους ναζί τα μέλη του «ξυπόλυτου τάγματος» ήρθαν αντιμέτωπα με τα όπλα. Πολλά ήταν τα παιδιά που εκτελέστηκαν. Τα περισσότερα επί τόπου. Με μια σφαίρα στην πλάτη την ώρα που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Η δράση τους, ωστόσο, συνεχίστηκε μέχρι την ημέρα που οι Γερμανοί έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη.
Ο μύθος του «ξυπόλυτου τάγματος» γιγαντώθηκε μετά την απελευθέρωση και έγινε, μάλιστα, ακόμα και ταινία (1954) η οποία ήταν η πρώτη ελληνική που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό στο εξωτερικό.
Οι σαλταδόροι της Αθήνας
«Τρεις φίλοι απ’ τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι – χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι. Και μύρισε, θεούλι μου, ο δρόμος μακαρόνι – Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη», λέει ένα τραγούδι της εποχής. Τους στίχους, τους έγραψε ένας πραγματικός σαλταδόρος, ο στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης.
Στην Αθήνα δεν υπήρχε το «ξυπόλυτο τάγμα». Οι ανάγκες για τροφή, ωστόσο, στην κατεχόμενη πρωτεύουσα ήταν οι ίδιες. Οι άνθρωποι πέθαιναν στη μέση του δρόμου και τα γερμανικά καμιόνια, όπως και οι αποθήκες των μαυραγοριτών, φάνταζαν και ήταν ο ιδανικός στόχος.
Κάπως έτσι άρχισαν τη δράση τους οι σαλταδόροι. Νεαροί, δηλαδή, που ήταν οι μάγκες της εποχής και που αποφάσισαν να δράσουν. Η τακτική τους ίδια με αυτή του «ξυπόλυτου τάγματος» της Θεσσαλονίκης. Μια χούφτα πιτσιρικάδες που αγνόησαν τους πάνοπλους ναζί στρατιώτες, οργανώνοντας μικρές ομάδες που με καταδρόμικες επιθέσεις άρπαζαν ότι μπορούσαν.
Σχεδόν κάθε γειτονιά της Αθήνας είχε και μια τέτοια ομάδα. Η πιο γνωστή και θρυλική απ’ όλες αυτή του Βύρωνα, ενώ ακολουθούσαν επάξια εκείνες στην Καισαριανή, τα Πετράλωνα, όπου βρισκόταν μια από τις πιο γνωστές κρυψώνες αγαθών, τον Πειραιά και τα δυτικά της πόλης.
Ονομάστηκαν σαλταδόροι επειδή δεν δίσταζαν να… σαλτάρουν πάνω στα γερμανικά καμιόνια όταν αυτά ήταν εν κινήσει και έκοβαν λίγη από την ταχύτητά τους σε ανηφόρες ή στροφές!
Οι Αθηναίοι σαλταδόροι, ωστόσο, εκτός από τρόφιμα ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης είχαν προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω. Αν έβρισκαν μέσα στα γερμανικά καμιόνια, άρπαζαν και οπλισμό! Οτιδήποτε μπορούσαν να κουβαλήσουν. Στη συνέχεια τα έδιναν σε αντιστασιακούς και αντάρτες.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως πολλοί από τους ατρόμητους πιτσιρικάδες αργότερα βρέθηκαν να πολεμάνε μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ ή να είναι μέλη του ΕΑΜ.
Οι πράξεις τους, μάλιστα έγιναν και λαϊκά τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν ένα ζεϊμπέκικο του Γιώργου Μητσάκη, με τον τίτλο «Κατοχή στην Τρούμπα» που τραγούδησε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος. «Ήταν Κατοχή, κι έπεφτε βροχή, ητανε βαθύ σκοτάδι, στη Τρούμπα κάθε βράδυ. Κι εμείς για ντου πηγαίναμε, σαλτάραμε και κλέβαμε, παρέα ήτανε με μας κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς. Ήταν Κατοχή, πείνα και βροχή», ενώ γίνεται αναφορά και σε ονόματα: «Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα, τον φάγανε για ψίχουλα, και τον βαρκάρη το Θωμά που έπαιζε τον μπαγλαμά»!
Στο τραγούδι «το πιτσιρίκι» του Γιώργου Ζαμπέτα περιγράφεται η σύλληψη και η απόδραση ενός σαλταδόρου πιτσιρικά. «Πιτσιρίκι με λαγού περπατησιά, εξυπνάδα Μωραΐτη, Μακεδόνα λεβεντιά, ένα πιτσιρίκι που `χει αντρική καρδιά, πονηριά Κεφαλλονίτη, Κρητικού παλικαριά»!
Τόπος συγκέντρωσης των σαλταδόρων ήταν το Ζάππειο. Εκεί αντάμωναν τα πρωινά για να χωριστούν στη συνέχεια σε μικρότερες ομάδες ανά δύο ή το πολύ ανά τρεις. Είχαν εφεύρει τρεις λέξεις για να συνεννοούνται μεταξύ τους: Η πρώτη ήταν το λίιου (για να βιαστούν οι αργοπορημένοι και να ενωθούν με τους υπόλοιπους διότι όλα είναι έτοιμα), η δεύτερη το ντουντουντου (όταν δεν έβλεπε κανείς και γινόταν το σάλτο) και η τρίτη το χάπατες (όταν υπήρχε κάποιος κίνδυνος).
Το κυνήγι του «θησαυρού» γινόταν στα μέρη που σίγουρα σύχναζαν Γερμανοί και Ιταλοί: Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», Παναθηναϊκό Στάδιο, Κολυμβητήριο, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Ακρόπολη και ξανά πίσω. Σημαντικό σημείο επίσης ήταν η Ομόνοια. Στην πλατεία τα καμιόνια έκοβαν ταχύτητα, το σάλτο γινόταν και μέχρι το καμιόνι να βγει στην Πειραιώς ή σε άλλο κεντρικό δρόμο η… δουλειά είχε τελειώσει.
Και εδώ οι απώλειες ήταν πολλές. Ο… αρχισαλταδόρος Φώντας που σκοτώθηκε στο Βοτανικό ή ο Τζίμης που άρπαξε μια κουραμάνα και εκτελέστηκε εν ψυχρώ στη μέση της Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας.