Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τη Συντακτική Πράξη αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών
Σταυρόπουλος Λάμπρος
«Τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου και η ελευθέρα και ανόθευτος εκδήλωσις της λαϊκής θελήσεως τελούσιν υπό την εγγύησιν του Κράτους»
Την 1η Αυγούστου 1974, ημέρα Πέμπτη, συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σε πλήρη σύνθεση για να εγκρίνει επειγόντως τη Συντακτική Πράξη περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας και ρυθμίσεως θεμάτων του δημόσιου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της χώρας. Η Ελλάδα έμπαινε, μετά την επταετή παραμονή της στον «γύψο», από τη χούντα των συνταγματαρχών στη φάση της Μεταπολίτευσης. Η προδοσία της Κύπρου με το πραξικόπημα που οργάνωσε ο «αόρατος δικτάτωρ» Δημήτρης Ιωαννίδης κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε στους Τούρκους την αφορμή που περίμεναν. Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου.
Την ίδια ημέρα και ώρα 08.00 συνήλθε στην Αθήνα «εν τω Κυβερνητικώ Μεγάρω» το Υπουργικό Συμβούλιο του καθεστώτος υπό τον «πρωθυπουργό» Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, το οποίο ύστερα από πρόταση του υπουργού Εθνικής Αμυνας Ευστάθιου Λατσούδη αποφάσισε την «κήρυξιν της Γενικής Επιστρατεύσεως της Χώρας». Ηταν μια απεγνωσμένη κίνηση που στέφθηκε από πλήρη αποτυχία, ένδειξη του πανικού και της αδυναμίας οργάνωσης και ελέγχου που επικρατούσε, η οποία έγινε για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τα ολέθρια λάθη που είχαν γίνει παραδίδοντας την Κύπρο στον «Αττίλα», που ολοκλήρωσε το έργο του με τη δεύτερη εισβολή στις 14 Αυγούστου, καταλαμβάνοντας το 36,2% της νήσου.
Η Kυβέρνηση εθνικής ενότητας
Είχε προηγηθεί στην Αθήνα η πτώση του καθεστώτος Ιωαννίδη. Στις 23 Ιουλίου οι στρατιωτικοί αποφασίζουν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς και στην Κύπρο καταρρέει το χουντοκίνητο δικτατορικό καθεστώς υπό τον Νικόλαο Σαμψών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής καλείται από το Παρίσι να επιστρέψει για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Στις 2 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου το αεροσκάφος του πρόεδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας που μετέφερε τον Καραμανλή προσγειώνεται στο αεροδρόμιο των Αθηνών και στις 04.20 ορκίζεται πρωθυπουργός, ενώ στις 4 το απόγευμα ορκίζεται το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το οποίο θα συμπληρωθεί δύο ημέρες αργότερα. Οι πρώτες αποφάσεις της ήταν η άμεση απελευθέρωση των εγκλείστων στη Γυάρο και όλων των πολιτικών κρατουμένων που βρίσκονταν στις φυλακές, όπως και η αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων, ενώ αποδιδόταν η ελληνική ιθαγένεια σε όσους τους είχε αφαιρεθεί.
Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 1ης Αυγούστου αποφασίστηκε η κατάργηση του «Συντάγματος» της χούντας της 15ης Νοεμβρίου 1968 και η επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952 «εξαιρέσει των διατάξεων αυτού των καθοριζουσών την μορφήν του Πολιτεύματος» (άρθρο 1).
Τα πρακτικά των συνεδριάσεων εκείνων των ιστορικών ημερών είναι μεταξύ του αρχειακού υλικού που ανακαλύφθηκε πριν από μήνες ξεχασμένο και παραδομένο στον χρόνο σε αποθήκη της Βουλής και βρίσκεται σε διαδικασία καταγραφής και ταξινόμησης από το αρμόδιο Τμήμα Αρχείων της Βιβλιοθήκης της Βουλής. Στη συνεδρίαση εκείνη αποφασίστηκε (άρθρο 2) ότι «μέχρι του οριστικού καθορισμού της μορφής του Πολιτεύματος διά της ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του Ελληνικού Λαού τα καθήκοντα του Ανωτάτου Αρχοντος ασκούνται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας» (μέχρι το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 παρέμεινε ο Φαίδων Γκιζίκης, ο οποίος μετά αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Στασινόπουλο), ενώ προστέθηκαν στο Σύνταγμα όλες εκείνες οι πρόνοιες που κρίθηκαν απαραίτητες για τη ρύθμιση θεμάτων του δημοσίου βίου και την αποκατάσταση της ομαλότητας. Μεταξύ αυτών και ζητήματα αποζημιώσεων βάσει δικαστικών αποφάσεων για απαλλοτριώσεις (άρθρο 4) ή θέματα που άπτονταν της άρσης της δέσμευσης των δικαστικών αρχών από το απόρρητο «διά λόγους εθνικής ασφαλείας και δημοσίας τάξεως ή προς διακρίβωσιν απεχθών εγκλημάτων» (άρθρο 5).
Οι πρώτες, επείγουσες αποφάσεις
Στο άρθρο 6 της Συντακτικής Πράξης οριζόταν ότι στο άρθρο 21 του Συντάγματος προστίθεται ότι «ουδέν άτομον, ουδέν τμήμα του Λαού επιτρέπεται να αντιποιηθή οπωσδήποτε την άσκησιν της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών αυτής», ενώ το άρθρο 7 αντικαθιστούσε το άρθρο 28 του Συντάγματος ορίζοντας ότι «η δικαστική εξουσία ενεργείται διά των Δικαστηρίων, αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Προέδρου της Δημοκρατίας». Επίσης, οριζόταν στο άρθρο 10 ότι «μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά νομοθετικών διαταγμάτων», με τα οποία μάλιστα «δύναται να ρυθμίζωνται και μετ’ αναδρομικής δυνάμεως θέματα, προκύπτοντα εκ των από της 21ης Απριλίου 1967 και εφ’ εξής εκδοθεισών Συντακτικών ή συνταγματικού χαρακτήρος Πράξεων ως και παν έτερον θέμα σχετικόν προς την αποκατάστασιν της δημοκρατικής νομιμότητος και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών ως και προς την ανάκλησιν, κατάργησιν ή άρσιν των συνεπειών πάσης φύσεως γενικού ή ατομικού χαρακτήρος πράξεων γενομένων κατά την ως άνω περίοδον».
Το άρθρο 11 ξεκαθάριζε το θέμα των Ενόπλων Δυνάμεων ορίζοντας ότι τη διοίκησή τους «ασκεί η Κυβέρνησις διά του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων», ο οποίος, όπως και οι αρχηγοί του Στρατού Ξηράς, Θαλάσσης και Αέρος «επιλέγονται μεταξύ των συγκεντρούντων τα κατά Νόμον προσόντα υπό Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης». Παράλληλα, οριζόταν ότι μέχρι τη σύγκληση της Βουλής «ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας τίθεται εις εφαρμογήν διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, άνευ ετέρας διατυπώσεως, καθορίζοντας δε συνάμα και την διάρκειαν της ισχύος αυτού» (άρθρο 12).
Ακόμα, στο άρθρο 30 του Συντάγματος προστίθετο η εξής παράγραφος «Μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας, η ανάκρισις επί των ποινικών αδικημάτων, των προβλεπομένων υπό των νόμων περί ευθύνης των μελών της Κυβερνήσεως και των Υφυπουργών ενεργείται κατά τας κειμένας διατάξεις, μη απαιτουμένης προτέρας ειδικής αδείας», ενώ προβλεπόταν ότι «η λήξις της παραγραφής πάντων των αδικημάτων των προβλεπομένων υπό των νόμων περί ευθύνης των μελών της Κυβερνήσεως και των Υφυπουργών αναστέλλεται μέχρι πέρατος της πρώτης συνόδου της μελλούσης να συγκληθή Εθνικής Αντιπροσωπείας».
Η συμπληρωματική Συντακτική Πράξη
Τέσσερις ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974, το Υπουργικό Συμβούλιο συνήλθε εκ νέου σε πλήρη σύνθεση για να συμπληρώσει τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου και να προσαρμόσει τις συνταγματικές διατάξεις που αναφέρονται στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Επρόκειτο για ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών και της θεσμικής ομαλότητας από τον «βιασμό» που είχαν υποστεί επί μια επταετία. Στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 προστέθηκε άρθρο (20Α) το οποίο όριζε ότι: «Τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ως και η ελευθέρα και ανόθευτος εκδήλωσις της λαϊκής θελήσεως τελούσιν υπό την εγγύησιν του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεουμένων να διασφαλίζουν, εντός των ορίων της αρμοδιότητάς των, την ακώλυτον άσκησιν των ως άνω δικαιωμάτων και ελευθεριών». Επίσης, τονιζόταν ότι «το κράτος δικαιούται να αξιώση παρ’ όλων των πολιτών την εκπλήρωσιν του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», ενώ διακηρυσσόταν ότι «έκαστος δικαιούται εις την παροχήν εννόμου προστασίας υπό του Δικαστηρίου και δύναται να αναπτύξη ενώπιον τούτου τας απόψεις του περί των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Προβλεπόταν δε ότι «η κατάχρησις των ατομικών δικαιωμάτων, η αποβλέπουσα εις βλάβην ή εξυπηρετούσα επιδιώξεις εναντίον των ελευθέρων θεσμών ή των ατομικών ελευθεριών, ή δυναμένη να απειλήση την εθνικήν ανεξαρτησίαν και εδαφικήν ακεραιότητα του Κράτους, τιμωρείται ως ο νόμος ορίζει» (άρθρο 1).
Η απελευθέρωση της Δικαιοσύνης
Με άλλη προσθήκη (στο άρθρο 87 του Συντάγματος) οριζόταν ότι «οι δικασταί κατά την άσκησιν των καθηκόντων των υπόκεινται μόνος εις το Σύνταγμα και τους Νόμους» και ότι «η παράβασις της υποχρεώσεως ταύτης, πλην της αξιώσεως προς αποζημίωσιν, ως και της τυχόν ποινικής ευθύνης, συνιστά οπωσδήποτε πειθαρχικόν αδίκημα επισύρον την ποινήν της οριστικής παύσεως». Μάλιστα το αδίκημα αυτό δεν παραγραφόταν «προ της παρελεύσεως δεκαετίας» (άρθρο 3). Ακόμα αποσαφηνιζόταν ότι οι ανώτατοι δικαστικοί αποχωρούν από το Σώμα υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους και οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι στα εξήντα πέντε (άρθρο 4). Επίσης, αντικαθίστατο το άρθρο 95 του Συντάγματος και οριζόταν ότι τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα θα δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, ενώ τα κακουργήματα υπαχθέντα στην αρμοδιότητα των εφετείων θα εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά. Οσον αφορά τα αδικήματα Τύπου, θα υπάγονταν στα τακτικά ποινικά δικαστήρια (άρθρο 5).
Ακόμα, οριζόταν ως ανώτατο όριο προφυλάκισης το ένα έτος για κακουργήματα και οι έξι μήνες για πλημμελήματα, ενώ προβλέπονταν και εξαιρέσεις (ύστερα από απόφαση του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου). Ενώ για την πειθαρχική εξουσία επί των μελών του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου οριζόταν ότι ασκείται από συμβούλιο που συγκροτείται από δύο μέλη εκάστου των δικαστηρίων αυτών και από δύο καθηγητές της Νομικής Αθηνών ή Θεσσαλονίκης, υπό την προεδρία του προέδρου του ΣτΕ. Τα μέλη αυτά ορίζονταν με κλήρωση, ενώ, εφόσον επρόκειτο για πειθαρχική δίωξη κατά μελών του ΣτΕ, του Πειθαρχικού Συμβουλίου προήδρευε ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου (άρθρο 7).
Η αφοσίωση στην εθνική ενότητα
Το εμβληματικό άρθρο 114 του Συντάγματος, στο όνομα του οποίου δόθηκαν μεγάλοι δημοκρατικοί αγώνες κατά την προδικτατορική περίοδο, αντικαθίστατο ως εξής (άρθρο 9): «Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και τους Νόμους και η αφοσίωσις προς την Πατρίδα και την Εθνικήν Ενότητα συνιστούν θεμελιώδη υποχρέωσιν πάντων των Ελλήνων. Η τήρησις του Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων» (στο Σύνταγμα του ’52 υπήρχε μόνο η τελευταία φράση).
Συμπληρωνόταν δε στην προηγούμενη Συντακτική Πράξη, η οποία προέβλεπε την κατάργηση του χουντικού «Συντάγματος», ότι οι νομοθετικές διατάξεις που εκδόθηκαν βάσει αυτού «διατηρούνται προσωρινώς εν ισχύι και καθ’ ο μέρος αύται δεν αντιβαίνουν εις τα διατάξεις του επανατεθέντος εν ισχύι Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952 ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διά της καταστατικής Συντακτικής Πράξεως της 1ης Αυγούστου 1974 και της παρούσης». Ενώ στο άρθρο 10 οριζόταν ότι από την ημερομηνία αυτή αναστέλλονταν κάποια άρθρα του Συντάγματος του 1952 (αφορούσαν τους περιορισμούς για συλλήψεις δίχως ένταλμα, τη δυνατότητα απόλυσης για πολιτικό έγκλημα με εγγύηση, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι «ησύχως και αόπλως», το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τους περιορισμούς για την κατ’ οίκον έρευνα, την απαγόρευση της λογοκρισίας, το απόρρητο των επιστολών κ.λπ.) παρατεινομένης της ισχύος του Προεδρικού Διατάγματος 411/1973 «περί κηρύξεως της χώρας εις κατάστασιν πολιορκίας και αναστολής της ισχύος διατάξεων του Συντάγματος» μέχρι της κατάργησής του όπως όριζε η Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου, δηλαδή μέχρι τη σύγκληση της Βουλής.