Η ιδέα ενός εναέριου ιπτάμενου «αεροπλανοφόρου» γεννήθηκε, σχεδόν, ταυτόχρονα με τη γέννηση του αεροπλάνου. Στις δεκαετίες του 1920 και 1930, μάλιστα, η ιδέα έλαβε σάρκα και οστά, με την μορφή ιπτάμενων αεροπλανοφόρων αερόπλοιων, τα οποία εξυπηρετούσαν παρασιτικά μαχητικά, για την αυτοπροστασία τους.
Η ιδέα συνέχισε να απασχολεί τους σχεδιαστές και τις επόμενες δεκαετίες, με τους Σοβιετικούς να κατασκευάζουν λειτουργικά υποδείγματα ιπτάμενων αεροπλανοφόρων. Επρόκειτο ουσιαστικά για βαριά βομβαρδιστικά, τροποποιημένα ώστε να μπορούν να μεταφέρουν στο άνω και στο κάτω τμήμα των πτερύγων τους καταδιωκτικά αεροσκάφη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ιδέα εξακολουθούσε να απασχολεί τους Αμερικανούς, οι οποίοι κατασκεύασαν το πρώτο ειδικά για αυτό τον σκοπό σχεδιασμένο, παρασιτικό αεριωθούμενο μαχητικό, το McDonnell XF-85 Goblin.
Το πρόγραμμα πάντως αυτό τερματίστηκε το 1949, αφού δεν υπήρχε πλέον λόγος κατασκευής ενός ιπτάμενου αεροπλανοφόρου, καθώς άρχισαν να εφαρμόζονται, σταδιακά, οι εναέριοι ανεφοδιασμοί. Παρόλα αυτά, το 1973, η εταιρεία Boeing επανέφερε το σχέδιο στο προσκήνιο.
Η Αμερικανική Αεροπορία, στη δεκαετία του 1970, αναζητούσε ένα «ευέλικτο αεροπορικό σύστημα, με παγκόσμια εμβέλεια και υπερηχητικές επιδόσεις, το οποίο θα ήταν ικανό, εντός 24 ωρών, να πλήξει στόχους σε όλη την υφήλιο».
Με βάσει αυτές τις προδιαγραφές η Boeing πρότεινε τη χρησιμοποίηση του τεράστιου επιβατηγού τους, του περίφημου Boeing 747 Jumbo Jet, κατάλληλα τροποποιημένο ώστε να μεταφέρει μερικά νέα «μίκρο -μαχητικά», μαζί με τα απαραίτητα για την επιχειρησιακή τους δράση καύσιμα και πυρομαχικά.
Τα «μικρομαχητικά» έπρεπε να είναι πραγματικά μικρά, μικροσκοπικά. Υπό τύπου σύγκρισης αναφέρουμε πως ένα F-16 με πλήρη φόρτο μάχης ζυγίζει περί τους 18t. Τα μικροσκοπικά μαχητικά που θα μεταφέρονταν δεν θα έπρεπε να ζυγίζουν περισσότερους από 4,5t.
Θα έφεραν σύστημα προσγείωσης, αλλά καθώς δεν θα απαιτείτο να εκτελέσουν άνοδο για να ανέλθουν σε επιχειρησιακό ύψος, θα μετέφεραν περιορισμένη ποσότητα καυσίμου. Ο μόνιμος οπλισμός του θα ήταν δύο πυροβόλα των 20mm, ενώ στους πτερυγιακούς πυλώνες θα μπορούσαν να μεταφέρουν βόμβες, ρουκέτες ή πυραύλους.
Το εσωτερικό του 747 θα ήταν ειδικά διαμορφωμένο, με δύο διαμερίσματα, ένα άνω, όπου θα βρισκόταν το υπόστεγο των μαχητικών και ένα κάτω, από όπου αυτά θα εγκατέλειπαν το μητρικό σκάφος και θα επιχειρούσαν.
Το 747 θα μετέφερε 10 μικρομαχητικά και συνολικό πλήρωμα, μαζί με τους υπολόγους των μαχητικών, 42 ανδρών. Δύο μικρομαχητικά θα μπορούσαν να εκτοξευτούν ταυτόχρονα, από το μητρικό σκάφος. Ο χρόνος εκτόξευσης και των 10 υπολογιζόταν σε μόλις 80 δευτερόλεπτα.
Στο 747 θα μεταφέρονταν καύσιμα και πυρομαχικά, ικανά να επιτρέψουν τρεις εξόδους ανά μαχητικό.
Η διαδικασία περισυλλογής των μαχητικών, ομοίαζε με αυτή του εναέριου ανεφοδιασμού, καθώς τα αεροσκάφη θα αγκιστρώνονταν σε ειδικό άγκιστρο που το μητρικό αεροσκάφος αποδέσμευε, προσαρμοσμένο σε έναν σωλήνα εναέριου ανεφοδιασμού. Η όλη διαδικασία υπολογιζόταν ότι θα διαρκούσε μόλις 30 δευτερόλεπτα.
Το σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ειδικής αεροπορικής αρμάδας, με 10 Boeing 747, έκαστο με 10 μαχητικά και ένα αεροσκάφος έγκαιρης προειδοποίησης AWACS. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, 100 μαχητικά οπουδήποτε στον κόσμο.
Θεωρητικά το σχέδιο ήταν άριστο και προσέφερε τεράστιες δυνατότητες. Η Αμερικανική Αεροπορία όμως ηττήθηκε, επί του προκειμένου, κατά κράτος από το Αμερικανικό Ναυτικό και τους υποστηρικτές του, που διατείνονταν πως από την στιγμή που υπήρχαν τα πραγματικά αεροπλανοφόρα, τα ιπτάμενα ήταν απλώς μια ριψοκίνδυνη υπερβολή.
Αν και η ιδέα τότε δεν προχώρησε, με τη σημερινή τεχνολογία, θα ήταν κάτι παραπάνω από εφαρμόσιμη. Ας φανταστούμε ένα μεγάλο αεροσκάφος, με τεράστια εμβέλεια, να μεταφέρει, για παράδειγμα, μερικά μη επανδρωμένα αεροχήματα μάχης (UCAV);