Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία.
Θα επιβάλλει ένα αυταρχικό καθεστώς με κάποια φασιστικά στοιχεία, που δεν θα οδηγήσουν όμως στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Το καθεστώς αποδείχτηκε ότι ήταν προσωποπαγές και θα καταρρεύσει μετά τον θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Ο Μεταξάς δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση στη διάρκεια της εξουσίας του. Η τετραετία πολιτικής αστάθειας, στρατιωτικών κινημάτων και οξύτητας των παθών που προηγήθηκαν είχαν κουράσει τον λαό, ο οποίος αποζητούσε τάξη και ασφάλεια. Επιπλέον, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της εποχής, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και Γεώργιος Κονδύλης είχαν εκλείψει και η νέα πολιτική ηγεσία δεν είχε αναδειχθεί ακόμη…
Ο δρόμος προς την 4η Αυγούστου
Η αφετηρία για τις πολιτικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν εντοπίζεται στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, οι οποίες έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής και δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τα διάφορα κόμματα της αντιβενιζελικής παράταξης με επικεφαλής το Λαϊκό Κόμμα έλαβαν 143 έδρες και τα βενιζελικά κόμματα με επικεφαλής το Κόμμα των Φιλελευθέρων 142. Ρυθμιστικό ρόλο στο νέο πολιτικό σκηνικό ανέλαβε να διαδραματίσει το «Παλλαϊκό Μέτωπο», συνασπισμός αριστερών κομμάτων με επικεφαλής το ΚΚΕ, που διέθετε 15 βουλευτές στη Βουλή. Το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά, που συμμετείχε στον αντιβενιζελικό συνασπισμό, έλαβε το 3,94% των ψήφων και απέσπασε 7 έδρες.
Οι προσπάθειες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας από τα δύο μεγάλα κόμματα, το Λαϊκό και το Φιλελεύθερο, δεν θα έχουν ευτυχή κατάληξη. Οι Φιλελεύθεροι στρέφονται προς το Παλλαϊκό Μέτωπο και υπογράφουν μαζί τους συμφωνητικό συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, γνωστό και ως σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα. Η αποκάλυψη της ύπαρξής του από τους κομμουνιστές, επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι του από την πλευρά των Φιλελευθέρων, προκαλεί έντονες αντιδράσεις από πλευράς των βασιλοφρόνων. Ο υπουργός Στρατιωτικών, Αλέξανδρος Παπάγος, διαμηνύει στο βασιλιά ότι ο στρατός δεν αναγνωρίζει ουσιαστικό πολιτικό ρόλο στους κομουνιστές. Η κίνηση αυτή του Παπάγου γίνεται μετά την εκλογή του Θεμιστοκλή Σοφούλη ως προέδρου της Βουλής με τις ψήφους των βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου.
Μέσα σε κλίμα έντασης και απειλών για τον ομαλό κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, οι Φιλελεύθεροι υποχωρούν και προτείνουν στον βασιλιά σχηματισμό κυβέρνησης με επικεφαλής και πάλι τον εξωκοινοβουλευτικό Κωνσταντίνο Δεμερτζή (14 Μαρτίου 1936). Ο Iωάννης Μεταξάς αναλαμβάνει υπουργός Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μετά από προσωπική επιθυμία και επιλογή του βασιλιά, στη θέση του Αλέξανδρου Παπάγου, που μετακινείται ως αρχηγός στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Την τοποθέτηση Μεταξά στο Υπουργείο Στρατιωτικών είδε με σχετικά «καλό μάτι» και ο Ελευθέριος Βενιζέλος – παρά την έντονη προσωπική αντίθεσή τους – διότι μπροστά στον απειλούμενο πόλεμο, έκρινε ότι ο Μεταξάς θα μπορούσε να συμβάλει ενδεχόμενα καλύτερα από άλλους στην ανασυγκρότηση της άμυνας της χώρας και τη βελτίωση του κλίματος στο στρατό.
Κι ενώ θα συνερχόταν η Βουλή για να ακούσει τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, έφθασε στην Αθήνα το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι (18 Μαρτίου). Ο θάνατος του Βενιζέλου καθυστέρησε την εμφάνιση της κυβέρνησης Δεμερτζή στη Βουλή. Στις 13 Απριλίου ο πρωθυπουργός βρέθηκε νεκρός στο κρεββάτι του.
Ο βασιλιάς, χωρίς να συμβουλευτεί τους αρχηγούς των κομμάτων, διόρισε αυθημερόν ως πρωθυπουργό τον 65χρονο Μεταξά, γνωστό για τις αντικοινοβουλευτικές του απόψεις και την πίστη του ότι η δικτατορία είναι το πολίτευμα που άρμοζε στην Ελλάδα. Στις 25 Απριλίου ο Iωάννης Μεταξάς εμφανίστηκε στη Βουλή και ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του και δύο ημέρες αργότερα έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τα δύο μεγάλα κόμματα. Την κυβέρνηση Μεταξά καταψήφισαν οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Από την ψηφοφορία απέσχαν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Αλέξανδρος Μυλωνάς.
Ύστερα από λίγες ημέρες, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της για τέσσερις μήνες, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936, δίνοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μεταξά να νομοθετεί με διατάγματα. Στο μεταξύ, τα λαϊκά συλλαλητήρια εναντίον του Iωάννη Μεταξά άρχισαν να πληθαίνουν και στις 9 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη χιλιάδες απεργοί συγκρούονται με την αστυνομία. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν να χάσουν τη ζωή τους 12 άτομα και να τραυματιστούν εκατοντάδες. Ο Μεταξάς βρίσκει την ευκαιρία να συλλάβει εκατοντάδες συνδικαλιστές και να τους εξορίσει.
Οι λαϊκές αντιδράσεις για τη σφαγή της Θεσσαλονίκης αναγκάζουν τους ηγέτες των δύο μεγάλων κομμάτων να αρχίσουν τις συνεννοήσεις για τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού. Όμως, ο ξαφνικός θάνατος του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη στις 17 Μαΐου, θέτει προσωρινό τέρμα στις επαφές. Μετά τον θάνατο του Τσαλδάρη και νωρίτερα του Γεωργίου Κονδύλη (31 Ιανουαρίου 1936), ο Μεταξάς είναι πλέον ο αναμφισβήτητος ηγέτης της αντιβενιζελικής παράταξης.
Η διάσπαση του αστικού δημοκρατικού πολιτικού κόσμου διευκολύνει τους χειρισμούς του Ιωάννη Μεταξά. Στα τέλη Ιουλίου έχει επέλθει η συμφωνία βασιλιά – Μεταξά και στρατιωτικής ηγεσίας για την επιβολή δικτατορίας. Ο Γεώργιος, που έλεγχε απόλυτα το στράτευμα, επιδίωκε μιας μικρής διάρκειας συνταγματική εκτροπή, ενώ ο Μεταξάς ήθελε να επιβάλει δικτατορία μακράς πνοής. Οι στόχοι τους τη δεδομένη στιγμή συνέπιπταν.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
Το πρωί της 4ης Αυγούστου ο Μεταξάς συγκαλεί έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο, δίνοντας αρχικά την εντύπωση πως αντικείμενό του θα ήταν η αντιμετώπιση της πανεργατικής απεργίας που είχε κηρυχθεί για την επομένη, 5 Αυγούστου. Εκείνο το Υπουργικό Συμβούλιο έληξε με την υπογραφή δύο διαταγμάτων, που αυθημερόν προωθήθηκαν στο Βασιλιά Γεώργιο και υπογράφηκαν αμέσως για να δημοσιευθούν χωρίς καθυστέρηση στην «Εφημερίδα της Κυβέρνησης». Προέβλεπαν την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και την κήρυξη δικτατορίας.
Τρία μέλη της κυβέρνησης, ο Γεώργιος Μαντζαβίνος (Υπουργός Οικονομικών), ο Δημήτριος Ελευθεριάδης (Υπουργός Προνοίας) και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Υφυπουργός Οικονομικών), αρνήθηκαν να υπογράψουν τα διατάγματα και παραιτήθηκαν. Τα νέα μέλη της κυβέρνησης ορκίστηκαν στις 5 Αυγούστου.
Οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Εκδόθηκαν τα διατάγματα για τη διάλυση των κομμάτων και οι εφημερίδες δεν κυκλοφόρησαν την επομένη, 5 Αυγούστου. Η πολιτική τάξη, που είχε αιφνιδιαστεί πλήρως, τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι είχε συντελεστεί συνταγματική εκτροπή, όταν άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις. Μεταξύ των πρώτων συλληφθέντων ήταν και οι Αλέξανδρος Σβώλος, Δημήτριος Γληνός, Iωάννης Σοφιανόπουλος, Θεμιστοκλής Τσάτσος και Κωνσταντίνος Γαβριηλίδης.
Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, τα κόμματα αποφάσισαν να αντιδράσουν. Κι ενώ το Κόμμα των Φιλελευθέρων παρέμενε σιωπηλό, ηγέτες των δημοκρατικών κομμάτων (Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Γεώργιος Καφαντάρης, Γεώργιος Παπανδρέου και Aλέξανδρος Μυλωνάς) συσκέφθηκαν το απόγευμα της 5ης Αυγούστου με την τριμελή ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος (Ντίνος Τσαλδάρης, Πέτρος Ράλλης και Βασίλειος Σαγιάς). Αποφάσισαν να επισκεφθούν τον Βασιλιά και να τον θέσουν ενώπιον των ευθυνών του. Πράγματι, την επομένη, 6 Αυγούστου, σε επαφή που είχαν μαζί του διαμαρτυρήθηκαν για τη συγκατάθεσή του στις αντιδημοκρατικές πρωτοβουλίες του Μεταξά. Ο Γεώργιος προσποιήθηκε τον αμέτοχο, προτείνοντας μία απευθείας συνάντηση των πολιτικών ηγετών με τον Μεταξά και ο Καφαντάρης αντέτεινε, λέγοντας ότι η δικτατορία «ιδικόν σας έργον είναι».
Οι αντιδράσεις των πολιτικών ηγετών παρέμειναν αναποτελεσματικές και χωρίς συνέχεια. Το νέο καθεστώς με τις «ευλογίες» του Γεωργίου αποβαίνει όλο και πιο σταθερό. Η ύστατη φωνή διαμαρτυρίας ήλθε στις 24 Αυγούστου, από το δεδηλωμένο βασιλόφρονα και φανατικό αντιβενιζελικό πολιτικό Ιωάννη (Τζον) Θετόκη, που ζούσε την περίοδο αυτή στο εξωτερικό. Σε επιστολή του προς τον Γεώργιο, αφού ασκεί κριτική για την ευθυγράμμιση του Στέμματος με τον Μεταξά, προτείνει εκλογές με πλειοψηφικό σύστημα και ευρύτατη περιφέρεια, ώστε η Βουλή που θα προέκυπτε να δώσει σταθερή κυβέρνηση.
Όμως, παρά τις όποιες απόψεις κατά του καθεστώτος, που ήταν μεμονωμένες και δεν είχαν τη δύναμη να καθορίσουν την πορεία των πραγμάτων, το κέντρο εξουσίας αισθάνεται πως δεν απειλείται και, αποφεύγοντας κάθε συνεννόηση με τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο, συνεχίζει το έργο του.
Ο δικτάτορας θα συνοψίσει τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του καθεστώτος του στο «Ημερολόγιό» του: «Η Ελλάς έγινε από τις 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό. Κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς». Απώτερος στόχος του ήταν ο λεγόμενος «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός», που θα έφερνε την αναγέννηση της χώρας. Ο πρώτος ήταν της αρχαίας Ελλάδας, ο δεύτερος του Βυζαντίου και ο τρίτος… του Iωάννη Μεταξά.
Αμέσως μετά τη στερέωση της εξουσίας του, ο Μεταξάς εξαπέλυσε άγριους διωγμούς κατά των αντιπάλων του. Οι πολιτικοί αρχηγοί, οι βουλευτές, τα στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος και κάθε δημοκρατικός πολίτης που ήταν αντίθετοι στη δικτατορία υπήρξαν θύματα διώξεων. Τα νησιά του Αιγαίου, οι φυλακές και τα στρατόπεδα γέμισαν εξόριστους και κρατουμένους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διακεκριμένου πολιτικού και πρώην πρωθυπουργού Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, που εξορίστηκε στην Πάρο, παρά την επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του, και πέθανε το 1938.
Οι αστυνομικές αρχές και ιδιαίτερα η Ασφάλεια, υπό την καθοδήγηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης, Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, επιδίδονταν σε άγριο κυνηγητό των αντιπάλων της δικτατορίας. Ο Μανιαδάκης μετέφερε στην οργάνωση των ιδεολογικών, πολιτικών και κατασταλτικών μηχανισμών του «Νέου Κράτους» τις μεθόδους του ναζισμού και του φασισμού. Ιδιαίτερα και ειδικά διώχθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα οι κομουνιστές, οι οποίοι βασανίζονταν με επιστημονική σκληρότητα για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους, που είχαν ήδη τεθεί «εκτός νόμου». Το καθεστώς μπορεί να εξάρθρωσε την κομματική οργάνωση του ΚΚΕ, δημιουργώντας παράλληλες κομματικές γραμμές και προκαλώντας σύγχυση σε οπαδούς και στελέχη του, δεν κατόρθωσε όμως να εξαλείψει την κομουνιστική ιδεολογία, όπως φάνηκε τα κατοπινά χρόνια.
Η δικτατορία πασχίζει με μέτρα άμεσης οικονομικής ελάφρυνσης των λαϊκών στρωμάτων (χάρισμα αγροτικών χρεών κτλ) να εξασφαλίσει, τουλάχιστον, την ανοχή τους. Χρησιμοποιώντας ως υπουργό Εργασίας έναν παλιό κομουνιστή, τον Αριστείδη Δημητράτο, παίρνει μέτρα για τη λύση διάφορων προβλημάτων των εργαζομένων: συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κοινωνική περίθαλψη και ασφάλιση (ΙΚΑ), υποχρεωτική άδεια, κατώτατα όρια ημερομισθίου με την εφαρμογή του οκταώρου. Πολλά από τα μέτρα αυτά είχαν ψηφιστεί και είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται από τις προηγούμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Ο Μεταξάς, όπως και όλοι οι δικτάτορες, προσπάθησε με πάθος να προσεταιριστεί τους νέους. Ίδρυσε την Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ) και με διάφορους τρόπους – της πειθούς ή της βίας – προσπάθησε να στρατολογήσει σ’ αυτή όλη την ελληνική νεολαία. Παράλληλα, προχώρησε στη διάλυση του σώματος των Προσκόπων, ως ξενόφερτης οργάνωσης, προκαλώντας την αντίδραση του πρίγκηπα και μετέπειτα βασιλιά Παύλου, που ήταν αρχηγός της. Η υποχρεωτική ένταξη των νέων στην ΕΟΝ δεν απέδωσε τους καρπούς που ανέμενε ο δικτάτορας. Αντίθετα, η οργάνωση έγινε φυτώριο εγκληματικότητας και ανηθικότητας.
Η δικτατορία εκτέλεσε μία σειρά έργων υποδομής, ενώ έλαβε μέτρα για την πολεμική προετοιμασία της χώρας («Γραμμή Μεταξά») και την αναδιοργάνωση των ένοπλων δυνάμεων. Το έργο αυτό της δικτατορίας ήταν και ο προκαταβολικός λόγος για τον οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεώρησε θετική τη συμμετοχή του Iωάννη Μεταξά στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή.
Η θετική στάση του Μεταξά απέναντι στη Γερμανία είχε οικονομική ανταπόκριση από μέρους της, με αποτέλεσμα την αύξηση του ύψους των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών. Παρά τη συγγένειά του με τα καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, ο Μεταξάς τοποθετείται από ανάγκη με ρεαλισμό στις διαφαινόμενες εξελίξεις και στον επικείμενο κίνδυνο έκρηξης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Τήρησε τακτική αποχής από τις εξελίξεις και τις ανακατατάξεις, ενώ αντιμετώπισε με εφεκτικότητα τις προκλήσεις της Ιταλίας. Παράλληλα, βελτίωσε τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
Η έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (1 Σεπτεμβρίου 1939) τοποθέτησε τη χώρα σε ουδέτερη και προσεκτική στάση απέναντι στην Αγγλία, αλλά και στις χώρες του Άξονα. Η Ελλάδα, μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία (Απρίλιος 1939), είχε κατανοήσει ότι η εμπλοκή της σε πολεμική περιπέτεια ήταν πια θέμα χρόνου. Παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της Ιταλίας, ο Iωάννης Μεταξάς έλαβε ως ένα ικανοποιητικό βαθμό μέτρα για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής. Ο τορπιλισμός και η βύθιση του πολεμικού πλοίου μας «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου επιβεβαίωσε τις υποψίες ή τις προβλέψεις για τα ιταλικά σχέδια. Η Ελλάδα, όμως, περιορίστηκε σε ήπια καταγγελία της πράξης.
Ο ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι βιαζόταν να «απαντήσει» στις πολεμικές επιτυχίες του συνεταίρου του Αδόλφου Χίτλερ και στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 3 το πρωί, ο ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Μεταξά τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να καταλάβει την Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να δεχθεί το τελεσίγραφο του Μουσολίνι και απάντησε στον ιταλό πρεσβευτή: «Λοιπόν έχομεν πόλεμον;». Η απάντηση αυτή του Μεταξά, που κωδικοποιήθηκε στο γνωστό μας «ΟΧΙ», άνοιγε νέες σελίδες ηρωισμού, δόξας και θυσίας για την πατρίδα μας. Ο Ιωάννης Μεταξάς, πάνω στο ζενίθ της δόξας του, πέθανε ξαφνικά στις 29 Ιανουαρίου 1941. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο τραπεζίτης Αλέξανδρος Κορυζής, οποίος αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου 1941, λίγες ημέρες προτού ολοκληρωθεί η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής εξουσίας του, ο Μεταξάς δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση. Ο ελληνικός λαός, αρκετά κουρασμένος από τα πολιτικά γεγονότα της τετραετίας 1932- 1936 και απογοητευμένος από την όχι ιδιαίτερα υπεύθυνη στάση και συμπεριφορά των κοινοβουλευτικών ανδρών του τόπου, αντέταξε μόνο παθητική αντίσταση, όταν δεν τηρούσε ευμενή στάση απέναντι στο καθεστώς. Εξαίρεση αποτέλεσαν μεμονωμένες πράξεις ενεργητικής αντίστασης κατά της δικτατορίας (βενιζελική στάση στην Κρήτη το 1938, παράνομος τύπος, ήπιες λαϊκές κινητοποιήσεις). Επιπλέον, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της εποχής Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και Γεώργιος Κονδύλης είχαν εκλείψει και η νέα πολιτική ηγεσία δεν είχε ακόμη αναδειχθεί.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήταν ένα αυταρχικό καθεστώς με κάποια φασιστικά στοιχεία, που δεν θα οδηγήσουν όμως στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Παρουσίαζε ορισμένες ιδιοτυπίες που την διαφοροποιούσαν από τα παρόμοια καθεστώτα της τότε Ευρώπης, όπως της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Δεν ήταν στρατιωτική δικτατορία, δεν είχε επιβληθεί από ένα μαζικό κόμμα, όπως στην Ιταλία το 1922 και τη Γερμανία το 1933, ούτε κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα τέτοιο κόμμα, ενώ δεν προσπάθησε να καλλιεργήσει εθνικιστικές – επεκτατικές τάσεις, όπως άλλα παρόμοια καθεστώτα στην Ευρώπη.