Το Χάμπουργκερ είναι το σήμα κατατεθέν της γρήγορης μαζικής εστίασης (fast food) και ένα από τα σύμβολα του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Πρόκειται για ένα αμφίψωμο (σάντουιτς ελληνιστί) με ψητό η βραστό βοδινό, που σερβίρεται με λαχανικά και διάφορα καρυκεύματα (κέτσαπ, μουστάρδα κ.ά.).
Οι πρώτες καταβολές του χάμπουργκερ ανιχνεύονται στη Μογγολία του Τζένγκις Χαν. Ήταν βολικό για τους στρατιώτες της Χρυσής Ορδής να τρώνε με το ένα χέρι και με το άλλο να ιππεύουν. Η συνταγή πρέπει να πέρασε δια μέσου των Ρώσων στη Δυτική Ευρώπη και στις αρχές του 19ου αιώνα τη συναντάμε στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο μεγάλο λιμάνι του Αμβούργου (Hamburg), ως Rundstuck Warm, αποτελούμενο από φέτες ψωμιού με ψητό μπιφτέκι χοιρινού ή ως Brotchen με μπιφτέκι βοδινού.
Μερικές δεκαετίας αργότερα έφθασε στην Αμερική από Γερμανούς μετανάστες, όπου έμελλε να δοξαστεί. Στο Νέο Κόσμο επεκράτησε η εκδοχή του βοδινού κρέατος, που υπήρχε σε αφθονία και το σάντουιτς πήρε την ονομασία Χάμπουργκερ (Hamburger), δηλαδή εκ του Αμβούργου προερχόμενο.
Για πρώτη φορά, η λέξη χάμπουργκερ αναφέρεται στις 5 Ιανουαρίου 1889 στην εφημερίδα της Ουάσινγκτον Walla Walla Union, όπως μας πληροφορεί το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης.
Από εκεί και πέρα πολλοί ερίζουν για την πρωτιά του χάμπουργκερ στις ΗΠΑ. Ο Τσάρλι Ναγκρίν θεωρούσε ότι αυτός σέρβιρε πρώτος χάμπουργκερ το 1885 στο πανηγύρι του Σέιμουρ στο Ουισκόνσιν. Την ίδια χρονιά, οι αδελφοί Μέντσις από το Χάμπουργκ της Νέας Υόρκης πουλούσαν τα δικά τους χάμπουργκερ στο τοπικό πανηγύρι. Το ονόμασαν Χάμπουργκ Σάντουιτς και ως καρυκεύματα χρησιμοποιούσαν κόκκους καφέ και μαύρη ζάχαρη. Πολλοί ιστορικοί της διατροφής θεωρούν τη συνταγή των Μέντσις ως την πρώτη αυθεντικά αμερικανική.
Ο παντοπώλης Φλέτσερ Ντέιβις από την Αθήνα του Τέξας διεκδικεί και αυτός τον τίτλο, έπειτα από ένα δημοσίευμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης το 1974 και έρευνα της μεγάλης αλυσίδας φαστ-φουντ McDonald’s. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2006 η Βουλή του Τέξας ανακήρυξε την Αθήνα Πρωτεύουσα του Χάμπουργκερ. Τελευταίος στη σειρά των διεκδικητών ο Λούις Λάσεν, που διατηρούσε σαντουιτσάδικο στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ το 1895.
Το 1906, ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Άπτον Σινκλέρ δημοσίευσε το περίφημο μυθιστόρημά του Η Ζούγκλα (εκδόσεις Γράμματα), που μεταξύ άλλων αποκάλυπτε τις άθλιες συνθήκες υγιεινής στα αμερικανικά σφαγεία. Αυτό ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από την πλευρά των καταναλωτών και ανάγκασε την κυβέρνηση να λάβει μέτρα.
Την επιφυλακτικότητα του αμερικανικού κοινού φρόντισε να διαλύσει στη δεκαετία του ’20 η πρώτη αλυσίδα φαστ-φουντ White Castle, με μια μεγάλη καμπάνια δημοσίων σχέσεων, που επέβαλε το χάμπουργκερ σε μια Αμερική που επιτάχυνε τους ρυθμούς της. Μάλιστα, προς στιγμή, του άλλαξε το όνομα του σε σόλσμπερι στέικ (Salisbury steak), εξαιτίας των αντιγερμανικών αισθημάτων που επικρατούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου χάθηκαν πολλές ζωές Αμερικανών. Ο όρος, τελικά, δεν επικράτησε.
Όλα τα υπόλοιπα ήταν δουλειά της McDonald’s, που διέδωσε το χάμπουργκερ σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Ελλάδα (Goody’s) και το Βέλγιο.