Με το τρίτο μέρος της τριλογίας για το «Σχέδιο Μανχάτταν» ολοκληρώνεται η επισκόπηση των κυριoτέρων πτυχών ενός τρομακτικού πολέμου, που σχεδίασε και εκτέλεσε, από κοινού, η ελίτ της επιστημονικής διανόησης και ο αμερικανικός στρατός. Σε αυτόν τον πόλεμο, το άθροισμα χιλιάδων ξεχωριστών προσωπικών πράξεων καθαρής συνείδησης, οδήγησε τελικά σε μία ομαδική ενέργεια εγκληματικής ασυνειδησίας που θα απειλεί καθημερινά την ασφάλεια του πλανήτη για πάντα.
Αν και έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια, παραμένουν σκοτεινές πολλές σημαντικές πτυχές αυτής της περιόδου. Άλλες, τις καλύπτει ακόμη το στρατιωτικό απόρρητο και άλλες, τις σκέπασε για πάντα η ένοχη συνείδηση των τραγικών πρωταγωνιστών. Τελικά, όσοι έζησαν αυτά τα γεγονότα θέλησαν γρήγορα να τα ξεχάσουν. Οι νεότεροι, αποστρέφονται το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας, που κάθε φορά –όλο και πιο συχνά- έρχεται η ανάλγητη καθημερινότητα, να φέρει στο φως νέα στοιχεία της ατελείωτης αυτής τραγωδίας. Στο τρίτο λοιπόν, και τελευταίο μέρος αυτής της τριλογίας, αναμοχλεύονται και διερευνώνται μερικά από τα αναπάντητα αυτά ερωτήματα όπως:
Γιατί η Γερμανία δεν απόκτησε ποτέ την ατομική βόμβα;
Είναι γνωστό, ότι η βόμβα πυρηνικής σχάσης (ατομική βόμβα) δεν αποκτήθηκε ποτέ από τους Γερμανούς, ένα κορυφαίο γεγονός στην ιστορία του πλανήτη, που σφράγισε για πάντα τη μοίρα της ανθρωπότητας. Υπήρξαν μερικές ικανές προσεγγίσεις προκειμένου να ερμηνεύσουν το ακατάληπτο αυτό γεγονός. Η σπουδαιότερη εξ αυτών, αποδίδει την αποτυχία των Γερμανών στην αντισημιτική υστερία των Ναζί, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εκδίωξη – μετανάστευση μερικών από τους σημαντικότερους ατομικούς επιστήμονες.
Οι περισσότεροι, με μοναδική εξαίρεση την Λίζε Μάϊτνερ, στρατολογήθηκαν αμέσως από τις Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και αποτέλεσαν τη μήτρα του εγκληματικού σχεδίου «Μανχάτταν».
Η ιστορία των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, γέρνει συντριπτικά υπέρ των Γερμανών που μονοπώλησαν, σχεδόν όλα, τα βραβεία Νόμπελ της εποχής εκείνης. Ακριβώς, με το άνοιγμα του αιώνα, ο μεγάλος Γερμανός φυσικός Μαξ Πλανκ (1858-1947) με την περίφημη κβαντική θεωρία, μετέτρεψε την κλασσική φυσική σε σύγχρονη όπως ονομάζεται μετά το 1900 (βραβείο Νόμπελ φυσικής 1918). Ακολούθησε, ο «Πάπας» της Φυσικής Α. Αϊνστάιν, με τις θεωρίες της σχετικότητας, και ένας ατελείωτος «γαλαξίας» διαπρεπών επιστημόνων όπως οι Βάλτερ Νερνστ, Φριτς Χάμπερ, Φρίντριχ Ντορν, Μαξ Φον Λάουε, Καρλ Μπος, Γιοχάνες Σταρκ και πολλοί άλλοι που κατέστησαν την Γερμανία ασυναγώνιστη στο πεδίο των Φυσικών Επιστημών.
Ειδικότερα, στα χρόνια του μεσοπολέμου (1920-1930), συνέβη μια ασυνήθιστη «σύνοδος» των μεγαλυτέρων αστέρων της Φυσικής και των Μαθηματικών στην ιστορία της ανθρωπότητας! Στο Γκαίτινγκεν, με το περίφημο Πανεπιστήμιο Γκεόρκια Αουγκούστα, μια στρατιά σοφών μαθηματικών και φυσικών έδωσε το παρόν για το «εναρκτήριο λάκτισμα», αρχικά, για τη γέννηση της ατομικής Φυσικής, και ακολούθως, την αλλαγή στη σύλληψη του φυσικού κόσμου που θα οδηγούσε τελικά στην πυρηνική σχάση και τέλος, στην πυρηνική σύντηξη (βόμβα υδρογόνου). Ο «αρχιερείς» των κοσμικών αυτών μεταλλάξεων Πλανκ, Αϊνστάιν, Ράδερφορντ, Κιουρί, Μπορ, Νερνστ, Χαν, Μάϊτνερ και Οππενχάιμερ (πατέρας της ατομική βόμβας) είχαν αρχίσει να διαισθάνονται που οδηγούσαν την ανθρωπότητα, και αποφάσισαν να κλονίσουν την, από την γένεση του κόσμου, εδραιωμένη δοξασία πως η φύση δεν κάνει άλματα. Ο μεγάλος φυσικός Πασκουάλ Ζορντάν έγραψε:
«Ήμαστε σε ένταση που μας έκοβε την αναπνοή. Είχε σπάσει ο πάγος … Γινόταν όλο και πιο σαφές ότι προσκρούουμε σε ένα βαθύτερο, ανύποπτο στρώμα των μυστηρίων της φύσης».
Ενώ αυτά συνέβαιναν στον τομέα της Φυσικής και των Μαθηματικών, στον άλλο τομέα της Χημικής Τεχνολογίας – που τελικά έκρινε σε μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση του πολέμου – η υπεροχή των Γερμανών ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Με επικεφαλής τον βιομηχανικό κολοσσό IG Farben, που προέρχονταν από τη συνένωση των 24ων μεγαλύτερων χημικών βιομηχανικών της Γερμανίας. Στο αποκορύφωμά της, απασχολούσε περισσότερους από 500.00 εργάτες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν αιχμάλωτοι πολέμου (σκλάβοι των στρατοπέδων συγκέντρωση). Με αυτόν τον τρόπο, η χιτλερική Γερμανία, κατόρθωσε να αποκτήσει μερική αυτάρκεια στην ενέργεια, με τη συνθετική βενζίνη, και πλήρη αυτάρκεια στις μεταφορές με το συνθετικό ελαστικό Buna S.
Έτσι, ο συμμαχικός αποκλεισμός που εμπόδιζε την εισαγωγή φυσικού ελαστικού (καουτσούκ) από την Ν.Α. Ασία και ειδικότερα από την Μαλαισία και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, δεν είχε για τους Ναζί στρατιωτική σημασία, όπως λανθασμένα ισχυρίσθηκαν πολλοί ιστοριογράφοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη στα 1943, η γερμανική παραγωγή του τεχνητού ελαστικού Βuna S ξεπέρασε τους 100.000 τόνους το χρόνο, που ισοδυναμούσε με την ετήσια παραγωγή 40 εκατομμυρίων καουτσουκόδεντρων φυτεμένων σε μία επιφάνεια 1.600.000 στρεμμάτων!
Αντίθετα με τους Γερμανούς, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όταν στις αρχές του 1942 οι Ιάπωνες, αφού είχαν καταλάβει τις χώρες παραγωγής καουτσούκ της Ν.Α. Ασίας, απέκοψαν τον εφοδιασμό τους με φυσικό ελαστικό, βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση. Είναι ενδεικτική η σχετική έκθεση που υποβλήθηκε για το θέμα αυτό στον Πρόεδρο Φ. Ρούσβελτ τον Αύγουστο του 1942:
«Απ΄ όλα τα σημαντικά και στρατηγικού ενδιαφέροντος υλικά, το ελαστικό δημιουργεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της χώρας μας και για την επιτυχία της Συμμαχικής υποθέσεως… Αν αποτύχουμε να εξασφαλίσουμε γρήγορα μεγάλες ποσότητες νέου ελαστικού, τόσο η πολεμική μας προσπάθεια όσο και η εσωτερική μας οικονομία θα καταρρεύσουν»! (Μπέρναρντ Μ. Μπαρούχ)
Δεν ήταν το ίδιο ρόδινα τα πράγματα για τους Γερμανούς αναφορικά με τα συνθετικά καύσιμα. Ήδη από το 1913, ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Μπέργκιους, πέτυχε την παρασκευή υγρού καυσίμου από τον άνθρακα, γνωστή ως μέθοδος της υδρογόνωσης. Η μέθοδος αυτή θεωρήθηκε καλύτερη μεν από την ανταγωνιστική, επίσης γερμανική μέθοδο, των Φίσερ-Τρόπς, όμως ήταν τέσσερις φορές ακριβότερη από το αργό πετρέλαιο. Παρ΄ όλα αυτά, ο Χίτλερ αποφάσισε ήδη από το 1933, την επιχορήγηση της αναδόχου εταιρείας IG Farben, φθάνοντας στο σημείο το Γερμανικό δημόσιο να εγγυηθεί το σύνολο της παραγωγής (τετραετές σχέδιο Γκαίρινγκ). Το υπόλοιπο των καυσίμων είχε εξασφαλισθεί, σχεδόν αποκλειστικά, από τη Ρουμανία μέχρι τον Αύγουστο του 1944 οπότε καταλήφθηκε από τα Σοβιετικά στρατεύματα.
Ήδη από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (1933) στα «παρασκήνια» μαίνονταν ένας άγριος προπαρασκευαστικός οργασμός με ραχοκοκαλιά την πολεμική προετοιμασία της IG Farben. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Αμερικάνου εισαγγελέα στη δίκη για τους εγκληματίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι «χωρίς την IG Farben δεν ήταν δυνατόν να ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος!» Και ενώ αυτά συνέβαιναν στα άδυτα της IG Farben, ξαφνικά, το καλοκαίρι του 1939, ο Χίτλερ απαγόρευσε τις εξαγωγές ουρανίου από την κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία. Ίδρυσε την λεγόμενη «Ουράν Φεράιν» (Ένωση Ουρανίου) και «στρατολόγησε» τους διάσημους ατομικούς επιστήμονες Χάιζενμπεργκ και Βάιτζσεκερ. Ήταν περισσότερο από προφανές ότι ετοίμαζε τη βόμβα ουρανίου! Ενώ αυτά συνέβαιναν στη ναζιστική Γερμανία, που ήδη είχε ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Αμερική παρακολουθούσε παθητικά, ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αγνοούσε κυριολεκτικά ότι το ουράνιο μπορούσε να έχει στρατηγική αξία! Και όμως, μόλις έξι χρόνια αργότερα, έπεφτε η πρώτη ατομική βόμβα και δεν ήταν χιτλερική!
Μέχρι σήμερα, αν και έχουν γραφεί πάρα πολλά άρθρα σχετικά με το θέμα αυτό, που καθόρισε όχι μόνο την έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου – αλλά και τη μοίρα της ανθρωπότητας για τα υπόλοιπα χρόνια – κανείς δεν μπόρεσε να δώσει μια πειστική εξήγηση. Ποια μοίρα (;) καθόρισε άραγε τις τρομακτικές αυτές εξελίξεις, έτσι ώστε σε μηδενικούς χρόνους, με αντιφατικές όλες τις προϋποθέσεις, η βόμβα αρχικά να εκκολαφθεί στη χιτλερική Γερμανία, να γεννηθεί στην αδιάφορη, ουδέτερη, και επιστημονικά απροετοίμαστη Αμερική, και τέλος, «να πέσει στο κεφάλι» μιας ηττημένης και σχεδόν παραδομένης Ιαπωνίας, που δεν είχε άλλωστε καμία εμπλοκή στην προετοιμασία της βόμβας του διαβόλου; Αναμφισβήτητα, οι λόγοι αυτής της φαινομενικά απίθανης εξέλιξης είναι περισσότεροι του ενός, και πολλές φορές, κατά ένα περίεργο λόγο, αλληλοαναιρούμενοι αλλά και αλληλεξαρτώμενοι, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη μια επαγωγική ιχνηλασία και ερμηνεία των γεγονότων. Στο ερώτημα πως άλλαξε χέρια η βόμβα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ως σημαντικότερους τους παρακάτω λόγους:
- Η απέχθεια του Χίτλερ για την ελίτ της επιστημονικής διανόησης.
Ο Χίτλερ, άνθρωπος με ανύπαρκτη επιστημονική κουλτούρα, διατηρούσε πάντοτε μια «προστατευτική» απόσταση από την ελίτ των ιδιοφυών επιστημόνων της εποχής του μεσοπολέμου. Άτομο συμπλεγματικό, βίαιο και κοινωνικά περιθωριοποιημένο, δεν είχε την έφεση συναναστροφής και επικοινωνίας με τα μεγαθήρια της επιστημονικής διανόησης της εποχής του. Την απέχθειά του αυτή, διοχέτευε σ’ ολόκληρη την κομματική οργάνωση, με αποτέλεσμα μόνο μία μικρή ομάδα μετρίων, φιλόδοξων και δυσαρεστημένων από το προηγούμενο καθεστώς, φυσικών να συνεργασθεί μαζί του. Απότοκος συνέπεια των παραπάνω, ήταν η αποστασιοποίηση όλων των σημαντικών προσωπικοτήτων αρχικά, και ακολούθως, η αδράνεια ακόμη και η υπονόμευση του προγράμματος που είχε ως τελικό σκοπό την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Είναι χαρακτηριστική, αλλά και κυρίως προφητική, η δήλωση του διάσημου Μαξ φον Λάουε, κατόχου του βραβείου Νόμπελ Φυσικής του 1914, γνωστού πολέμιου του εθνικοσοσιαλισμού, προς τους αγωνιστές συναδέλφους του:
«Αγαπητοί μου συνάδελφοι όταν κανείς δεν θέλει να κάνει μίαν εφεύρεση, η εφεύρεση αυτή δεν γίνεται ποτέ!»
Προκειμένου ο αναγνώστης, να αξιολογήσει καλύτερα το κύρος της παραπάνω δήλωσης, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τον κορυφαίο ρόλο που διαδραμάτισε ο Μαξ φον Λάουε στην ανάπτυξη και οργάνωση της γερμανικής επιστήμης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος ζήτησε να φέρει ο τάφος του τη δήλωση ότι: «πέθανε εμπιστευόμενος απόλυτα στο έλεος του Θεού».
- Το φυλετικό μίσος – αντισημιτισμός.
Ήδη, πριν ακόμη ο Χίτλερ «αρπάξει» την εξουσία, μία ομάδα «Ναζί» φυσικών, με επικεφαλής δύο βραβεία Νόμπελ, του Λέναρντ και Στάρκ, ίδρυσαν την ομιχλώδη «γερμανική φυσική» και προσπάθησαν να ακυρώσουν τις εργασίες του Αϊνστάιν και του Μπορ, τις οποίες ονόμασαν «εβραϊκή φυσική». Η πολιτική δολοφονία είχε γίνει καθημερινό γεγονός στα γερμανικά πανεπιστήμια και, μετά την αρπαγή της εξουσίας από τον Χίτλερ, άρχισε και ολοκληρώθηκε ένας ανηλεής διωγμός όλων των διασήμων και μη ατομικών επιστημόνων εβραϊκής καταγωγής. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Τζέιμς Φρανκ, κατόχου του βραβείου Νόμπελ Φυσικής το 1925:
«Εμάς του Γερμανούς εβραϊκής καταγωγής, μας μεταχειρίζονται σαν ξένους και σαν εχθρούς της πατρίδας …»
Ο Φρανκ το 1933, αφού οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, εγκατέλειψε τη θέση του στη Γερμανία και συνέχισε της έρευνές του στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου και «στρατολογήθηκε» στο πρόγραμμα «Μανχάτταν». Διετέλεσε και πρόεδρος της επιτροπής για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα σχετικά με την ατομική βόμβα. Μαζί με τους διασήμους Λέο Σιλλάρ και Ευγένιο Ραμπίνοβιτς, ήταν αυτοί που συνέταξαν το υπόμνημα προς τον υπουργό των στρατιωτικών των ΗΠΑ (Ιούνιος 1945), που έμεινε αργότερα γνωστό με την επωνυμία «Έκθεση Φρανκ» η οποία δεν συνιστούσε τη χρήση της ατομικής βόμβας εναντίον των Ιαπωνικών πόλεων.
- Η παθητική αντίσταση των Γερμανών ατομικών επιστημόνων εναντίον του Χίτλερ.
Το φθινόπωρο του 1939, το Ινστιτούτο Κάιζερ-Βίλχελμ έγινε η επιστημονική έδρα της «Ένωσης Ουρανίου». Πρώτος διευθυντής ανέλαβε ο Πέτερ Ντέμπυ, που αυτομόλησε στις ΗΠΑ αρνούμενος να δηλώσει πίστη στον ναζισμό. Ακολούθως, κλήθηκε ο διάσημος Χάιζενμπεργκ, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, συνεπικουρούμενος από τον επίσης διάσημο φίλο του Βάιτσζεκερ. Η αποδοχή της θέσης του διευθυντή του ατομικού προγράμματος από τον Χάιζενμπεργκ, κατακρίθηκε έντονα από την κοινότητα των Γερμανών φυσικών, που την εξέλαβαν ως ένδειξη σύμπλευσης με τον Χιτλερισμό.
Για τον ρόλο που έπαιξε το δίδυμο Χάιζενμπεργκ-Βάιτσζεκερ στη μη πραγμάτωση της ατομικής βόμβας από τους Γερμανούς, έχουν γραφεί πολλές και αντικρουόμενες απόψεις. O Robert Junk δίνει τη δική του έγκυρη άποψη:
«Το πρόγραμμα ουρανίου έπρεπε να παραμένει στα μάτια της ναζιστικής κυβέρνησης πολλά υποσχόμενο ώστε να εξαιρούνται οι νέοι φυσικοί από την στρατιωτική υπηρεσία. Έτσι, παιζόταν ένα παιχνίδι, όχι χωρίς κίνδυνο, μέσα σε δυσπιστία και παρεξηγήσεις, με επιβράδυνση και υποσχέσεις…».
Για το θέμα αυτό, ο ίδιος ο Χάιζενμπεργκ δικαιολογήθηκε ως εξής:
«Σε μία δικτατορία, ενεργητική αντίσταση μπορεί να γίνει μόνο από άτομα που φαινομενικά συμπαθούν το καθεστώς. Εκείνος που παίρνει φανερά θέση ενάντια στο σύστημα στερείται από κάθε δυνατότητα για μια αποτελεσματική αντίσταση».
και ο Βάιτσζεκερ, με τη σειρά του, δήλωσε μετά τον πόλεμο:
«Έχω τη γνώμη ότι το ηθικό πρόβλημα της ατομικής βόμβας το σκεφτήκαμε πολύ γρήγορα και ότι εμείς σε αυτήν την κατεύθυνση δεν κάναμε στον πόλεμο τίποτα που να μας δίνει σήμερα τύψεις. Για αυτό, ο Χάιζενμπεργκ και εγώ, διαλέξαμε αυτόν τον τρόπο να λέμε, πάντα δημόσια, πως δεν κατορθώσαμε να φτιάξουμε τις βόμβες και ότι για αυτό είμαστε πολύ ευτυχείς».
Τη μεγαλύτερη όμως συμβολή στη μη πραγμάτωση του γερμανικού σχεδίου για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, είχε ένας ακόμη «αστέρας» του Γκαίτινγκεν, ο διάσημος ατομικός και πυρηνικός φυσικός Φριτς Χούτερμανς, μαθητής του Τζειμς Φρανκ. Το 1928, μαζί με τον Γκαμόβ έκαναν την πρωτοποριακή εργασία για την «κβαντική σήραγγα», ενώ με τον Άτκινσον έκαναν τους πρώτους υπολογισμούς των αστρικών θερμοπυρηνικών αντιδράσεων.
Ο Χούτερμανς, υπήρξε μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από τη δεκαετία του 1920. Με την άνοδο του Χίτλερ, το 1933, το ζεύγος Χούτερμανς εγκατέλειψε την Γερμανία και αρχικά εργάσθηκε στο Κέιμπριτζ. Το 1935, μετανάστευσαν στη Σοβιετική Ένωση. Το 1937, συνελήφθησαν από τις Σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν. Μετά το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν το 1939, ο Χούτερμανς παραδόθηκε στην Γκεστάπο τον Μάϊο του 1940 και φυλακίστηκε στο Βερολίνο. Ύστερα από προσπάθειες του Μαξ φαν Λάουε, ελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1940 και πήρε θέση σε ένα ιδιωτικό εργαστήριο. Ο Χούτερμανς, σε μία από τις στάσεις καθαρής αντίστασης στο Γερμανικό σχέδιο, ειδοποίησε με κίνδυνο της ζωής του τον Eugene Wingner στο εργαστήριο Met Lab, προειδοποιώντας το αμερικανικό σχέδιο «Μανχάτταν» σχετικά με την γερμανική πρόοδο για την ατομική βόμβα: «βιαστείτε, βρισκόμαστε στο δρόμο».
Ήδη, από το 1937 ο Χούτερμανς, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σοβιετική Ένωση, έκανε μια ανακοίνωση στην Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών σχετική με την απορρόφηση των νετρονίων. Εάν τότε δεν συλλαμβάνονταν από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, είναι πολύ πιθανό η ατομική βόμβα να είχε κατασκευασθεί πρώτα στη σοβιετική Ρωσία! Τον Ιούλιο του 1941 «έβλεπε» καθαρά τη δυνατότητα κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας. Κράτησε όμως μυστικές μέχρι το τέλος του πολέμου τις εργασίες του. Φρόντισε να μην περιληφθούν τα πορίσματα των ερευνών του στις μυστικές εκθέσεις του υπουργείου Στρατιωτικών, και η έκθεσή του παρέμεινε στη θυρίδα του ταχυδρομείου μέχρι τα μέσα του 1944, που οι καθημερινοί βομβαρδισμοί δεν επέτρεπαν πλέον την ολοκλήρωση του γερμανικού σχεδίου. Έτσι εξηγείται, ότι μετά το τέλος του πολέμου, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών βρήκαν ανάμεσα στις μυστικές εκθέσεις στο υπουργείο Ταχυδρομείων, μία από τις πιο σημαντικές εργασίες που αφορούσαν τη γερμανική πυρηνική έρευνα με τίτλο: «Το πρόβλημα της αποδέσμευσης της πυρηνική αλυσωτής αντίδρασης».
Έτσι, ο Χούτερμανς συγκεντρώνοντας επάνω του το Χιτλερικό μίσος, ως εβραίος και κομμουνιστής, δικαιολόγησε την στάση του μετά τον πόλεμο ως εξής:
«Μπροστά σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να έχει το θάρρος να κάνει μια μεγάλη προδοσία».
- Έλλειψη συντονισμού και διοικητικής μέριμνας.
Από την στιγμή που ο κυβερνητικός μηχανισμός κατάλαβε ότι το ατομικό πρόγραμμα του ουρανίου δεν ήταν στις προτεραιότητες του Χίτλερ, υπήρξε μία σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ διαφόρων υπουργείων. Το γεγονός ότι εκτός από τα υπουργεία Στρατιωτικών και Παιδείας, το υπουργείο Ταχυδρομείων (!) υποστήριζε και αυτό τις έρευνες για την ατομική βόμβα, δείχνει καθαρά την προδιαγεγραμμένη αποτυχία του προγράμματος. Ακόμη, οι ανεπαρκείς πιστώσεις, οι μεγάλες τεχνικές δυσκολίες και τέλος, οι ανηλεείς βομβαρδισμοί, έβαλαν την ταφόπλακα σε ένα πρόγραμμα που «κυοφορούσαν» τα Γερμανικά Πανεπιστήμια και τεχνολογικά ινστιτούτα για περίπου μισό αιώνα, και τελικά το γέννησε, με «εξωσωματική», η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών με το πρόγραμμα «Μανχάτταν». Η διάρκεια της αμερικανικής «κύησης» της ατομικής βόμβας ήταν μόλις τρία χρόνια (13 Αυγούστου 1942 έως 6 Αυγούστου 1945)!
Ο ρόλος των εκκλησιών. Η ανηθικότητα της σιωπής.
Η νύφη του Θεού χόρευε με τον Διάβολο!
Στη ναζιστική Γερμανία το 95 τοις εκατό ήταν Χριστιανοί. Απ’ αυτούς το 55 τοις εκατό Προτεστάντες και, σε
ελαφρώς μικρότερη αναλογία, ήταν Καθολικοί. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε μία τέτοια κοινωνία με αυτή την πληθυσμιακή αναλογία Χριστιανών των δύο μεγαλυτέρων χριστιανικών δογμάτων, συνέβησαν τα ειδεχθέστερα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Εκτιμάται ότι περίπου 55 εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων και των έξι εκατομμυρίων Εβραίων που βασανίσθηκαν και εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα πρέπει να αναλογισθεί κανείς ότι αυτά συνέβησαν με μία μικρή διακοπή – μόλις είκοσι περίπου χρόνων – από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (28 Ιουλίου 1914 – 11 Νοεμβρίου 1918). Η ατομική βόμβα αρχικά και η πυρηνική ακολούθως, ήταν η ακροτελεύτια πράξη των δύο, σχεδόν διδύμων, παγκοσμίων πολέμων. Στην απαίσια αυτή περίοδο της ιστορίας, η χριστιανική εκκλησία, σχεδόν στο σύνολό της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είναι εντελώς άμοιρη για το «αίμα των αθώων».
Ο Robert Ericksen στο βιβλίο του «Theologians under Hitler», παρουσιάζει τις σκέψεις από τους τρεις πιο σημαντικούς Γερμανούς θεολόγους της εποχής εκείνης. Συγκεκριμένα, ο Paul Althaus χαιρέτισε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ούτε λίγο ούτε πολύ ως θεόσταλτη! Συνέδεσε την έννοια της εκκλησίας και τη σημασία της στη διατήρηση του έθνους, ως μία κοινότητα που διατηρείται από καθαρές γραμμές αίματος και βιολογική ενότητα, ενώ ποτέ δεν κατήγγειλε τα φριχτά εγκλήματα του Ναζισμού εναντίον της εβραϊκής κοινότητας. Οι θέσεις του δεύτερου Γερμανού θεολόγου, Emanuel Hirsch, κομματικό μέλος των ναζί, ήταν ακόμη πιο επιθετικές από αυτές του Althaus. Οι θεολογικές του απόψεις, ήταν ένα κράμα ισχυρού εθνικισμού και θεολογίας, που τον οδήγησε στην υιοθέτηση της φυλετικής θεολογίας ως Εθνική Εκκλησία των Γερμανών. Ο αντισημιτικός φανατισμός του, έφθασε μέχρι του σημείου να ισχυρισθεί ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είχε εβραϊκή καταγωγή, αλλά ήταν Άριος! Ο τρίτος των «σωματοφυλάκων» της ναζιστικής θεολογίας, Gerard Kittel, είναι γνωστός στους θεολογικούς κύκλους ως ο εκδότης του δεκάτομου λεξικού της Καινής Διαθήκης και ήταν επίσης μέλος του Εθνικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και ένθερμος αντισημίτης. Καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Tübingen, δημοσίευσε μελέτες που παρουσίαζαν τον Εβραϊκό λαό ως ιστορικό εχθρό της Γερμανίας. Για το λόγο αυτό, ο William F. Albright έγραψε αργότερα ότι:
«O G. Kittel πρέπει να φέρει την ενοχή ότι συνέβαλε περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο Χριστιανό θεολόγο, στη μαζική δολοφονία των Εβραίων από τους Ναζί».
Γενικά, οι σχέσεις ναζισμού και Γερμανικής εκκλησίας ήταν ασταθείς. Ο Χίτλερ, βίαιος και αντίθρησκος, ήδη από το 1933 (όπως αποκάλυψε αργότερα ο στενός συνεργάτης του Ράουσνιγκ) σε μια συνομιλία που είχε με τον Γκαίμπελς του εκμυστηρεύθηκε ότι τελικός σκοπός του ήταν να ξεριζώσει τον Χριστιανισμό, λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Θα κάνουμε τους παπάδες να σκάψουν το λάκκο τους. Θα προδώσουν τον Θεό τους σ’ εμάς».
Όπερ και εγένετο! Η νύφη (εκκλησία) του Θεού χόρευε με τον Διάβολο!
Κατά τον Ρ.Σ. Ράιτ τον νεότερο, ο Χίτλερ ήταν αποφασισμένος να καταστρέψει το «Ιουδαϊκο-Χριστιανικό δόγμα με τη θηλυπρεπή ηθική του οίκτου». αλλά δεν μπορούσε αμέσως να διακινδυνεύσει μία ανοιχτή ρήξη με τις Εκκλησίες. Το αποτέλεσμα ήταν μία εκστρατεία προμελετημένης απάτης με την οποία δινόταν στις Εκκλησίες η υπόσχεση της ασφάλειας, ενώ σταθερά έχαναν τις εξουσίες τους και την επιρροή τους. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε την σχεδόν καθολική ανοχή τους, δια της ανήθικης σιωπής των, απέναντι στα ειδεχθή εγκλήματα του ναζισμού…
Η συμπεριφορά των χριστιανικών εκκλησιών στην περίοδο του πολέμου στη Γερμανία, είναι συμπεριφορά περισσότερο μεμονωμένων πιστών ανθρώπων παρά Εκκλησιών. Είναι η ιστορία ανθρώπων όπως ο πάστορας Γκρύμπερ, όπου με κίνδυνο της ζωής του βοήθησε την φυγάδευση Εβραίων, του προεστού Λιχτενμπεργκ, που προσευχήθηκε δημόσια για τους Εβραίους ενώ μαίνονταν το πογκρόμ του 1938. Στο «Πάνθεον» των αξιωματούχων ευσεβών Γερμανών Χριστιανών περιλαμβάνονται ακόμη ο καρδινάλιος Γκαλέν και ο επίσκοπος Βουρμ, που παρενέβησαν με θάρρος για να σταματήσουν το έγκλημα της ευθανασίας. Ακόμη, στον κατάλογο περιλαμβάνονται ο Προτεστάντης θεολόγος Ντήτριχ Μπονχέφφερ και ο Ιησουίτης πατήρ Άλφρεντ Ντελπ, που δεν περιμένανε τις οδηγίες του πάπα Πίου ΙΒ’ (οι οποίες δεν ήρθαν ποτέ) για να αντιταχθούν στο ναζισμό, και το πλήρωσαν με την ζωή τους. Δικάσθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1944 (λίγους μήνες πριν από το τέλος του πολέμου) και απαγχονίστηκαν!
Την ίδια συμπεριφορά της ένοχης σιωπής, έδειξαν όλες σχεδόν οι εκκλησίες της Ευρώπης και της Αμερικής, και μετά τον πόλεμο. Αποστασιοποιήθηκαν από τα ειρηνιστικά κινήματα για τον όλεθρο του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα, για τις συνεχιζόμενες δοκιμές, για την ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου και για την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Οι θλιβερές επέτειοι της ρίψης της «βόμβας του διαβόλου» ήταν για τις εκκλησίες αυτές μία ημέρα σαν όλες τις άλλες… Ελάχιστες εξ’ αυτών περιορίσθηκαν στη δημοσίευση ενός σύντομου, χλιαρού κειμένου χωρίς διάθεση διαμαρτυρίας, που δημοσιεύθηκε μόνο στα δικά τους εκκλησιαστικά έντυπα. Ουδέποτε κάποιος αξιωματούχος των εν λόγω εκκλησιών, εκπροσώπησε την ιεραρχία σε πορείες ειρήνης και κοινωνικές διαδηλώσεις.
Μόνον ο Άγγλος εφημέριος Κόλλινς, δεν μάσησε τα λόγια του, καταγγέλλοντας τους δειλούς ηγέτες της Εκκλησίας που φοβούνται να προσβάλλουν το κατεστημένο. Διακήρυξε δημόσια ότι:
«υπέρτατο ηθικό ζήτημα της εποχής μας είναι η απαγόρευση των πυρηνικών όπλων!»
και συνέχισε:
«Το ότι ένα, λεγόμενο, χριστιανικό έθνος μπορεί έστω και να διανοηθεί να χρησιμοποιήσει βόμβες για να υπερασπισθεί ακόμη και τις υψηλότερες αξίες, είναι αιτία ντροπής. Ο αρχιεπίσκοπος της Καντερβουργίας και οι άλλοι στην Εκκλησία που σκέπτονται ή μιλούν σαν κι αυτόν νομίζουν ότι μόνον ο φόβος κάνει τον κόσμο να περιστρέφεται!» («Μάντσεστερ Γκάρντιαν», 18 Φεβρουαρίου 1958).
Όλες ανεξαρτήτως οι Γερμανικές εκκλησίες, ξεκίνησαν αρχικά με ένα «αθώο φλερτ» για να καταλήξουν σε ένα θανάσιμο εναγκαλισμό με τον ναζισμό και τις φρικαλέες διακηρύξεις του. Η ειρωνεία της υπόθεσης αυτής είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτλερ θεωρούσε τον ναζισμό και τον Χριστιανισμό ασυμβίβαστα πιστεύω! Οι Εκκλησίες, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας τους, ισχυρίσθηκαν ότι έπρεπε να διατηρηθεί ανέπαφη η οργανωτική τους δομή.
Σήμερα, με την απόσταση που μας χωρίζει από τα γεγονότα, διερωτάται κανείς τι είναι πιο πολύτιμο για την Εκκλησία: η δομή της; ο οργανωτισμός της; ή η ψυχή της;
Στην πραγματικότητα όμως όταν η εκκλησία αποφασίσει να «φλερτάρει» με το κράτος και ζητά την προστασία στην αγκαλιά της κυβέρνησης, αντί κάτω από τα φτερά του Παντοδύναμου, ανταλλάσσει τη θέση της ως νύφης του αναληφθέντος Θεανθρώπου, με τον ρόλο της υποτακτικής ερωμένης του κράτους! (J.H. Alomia, ποιμένας της εκκλησίας Αντβεντιστών, ΗΠΑ).
Αναφορικά με την επίκληση της άλλης δικαιολογίας, δηλαδή του φόβου των αντιποίνων από το καθεστώς, οι ηγέτες των Εκκλησιών έπρεπε να έχουν λάβει σοβαρά υπ’ όψη τους, πριν αναλάβουν τον καθοδηγητικό ρόλο και τη διακονία των Εκκλησιών, τα λόγια του Χριστού προς τους Αποστόλους:
«Ιδού εγώ σας αποστέλλω ως πρόβατα
εν μέσω λύκων . Προσέχετε δε από των ανθρώπων»
(Ματθ. 10:16,17 και Λουκ. 10:3).
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε μερικές από τις πιο μύχιες σκέψεις του Χίτλερ για τον Χριστιανισμό, όπως εξ αρχής είχε αποκαλύψει σε ένα στενό κύκλο, ένα βράδυ στα 1933, στην καγκελαρία. Μεταξύ των παρισταμένων ο Γκαίμπελς, ο Σράιχερ και ο Ράουσνινγκ πού έχει καταγράψει τη συνομιλία:
«Τίποτα δεν θα με εμποδίσει να ξεριζώσω τον Χριστιανισμό. Είναι και πάλι η ίδια παλιά ιουδαϊκή απάτη. Πρέπει να εμποδίσουμε τις Εκκλησίες να κάνουν οτιδήποτε άλλο από εκείνο που κάνουν σήμερα, δηλαδή να χάνουν καθημερινά έδαφος… Θα κάνουμε τους παπάδες να σκάψουν το λάκκο τους. Θα προδώσουν τον Θεό τους σ’ εμάς».
Στο αναπάντητο λοιπόν μέχρι σήμερα ερώτημα, πώς κατόρθωσε ο Χίτλερ στη Γερμανία, τη «Μέκκα» του προτεσταντικού μεταρρυθμισμού και ακόμη περισσότερο στο ριζοσπαστικό παρακλάδι των Αντβεντιστών, να επιβάλλει τις ειδεχθέστερες απόψεις και συμπεριφορές του, οι λόγοι της Ελένης Χουάιτ[1] δίνουν την πιο καθαρή απάντηση:
«Ο Θεός ποτέ δεν εκβιάζει τη θέληση, ούτε τη συνείδηση του ανθρώπου. Αντίθετα, ο Σατανάς καταφεύγει σ’ αυτό το μέσο του άγριου εξαναγκασμού, προκειμένου να ασκεί τον έλεγχό του επάνω σ’ αυτούς που δεν μπορεί να εξαπατήσει διαφορετικά. Είτε με τον φόβο, είτε με τη βία, αγωνίζεται να κυριαρχήσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων και να εξασφαλίσει την εκδήλωση υποταγής σ’ αυτόν τον ίδιο. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού εργάζεται μέσω των θρησκευτικών και πολιτικών αρχών, με το να τους παρακινεί να επιβάλλουν τους ανθρώπινους νόμους καταφρονώντας τον νόμο του Θεού» (Ελένη Γ. Χουάιτ: « Η τελική παγκόσμια σύρραξη» σελ. 706).
Επίλογος: Η στρατιωτικοποίηση της Γνώσης
«Αρχή σοφίας ο φόβος του Κυρίου» (Παροιμίες 1:7)
Πριν περίπου δύο χρόνια, ξεκίνησε να γράφεται η τριλογία αυτή για το «Σχέδιο Μανχάτταν», ως μία από τις μεγαλύτερες – πιθανόν η μεγαλύτερη – πράξεις εγκληματικής ασυνειδησίας κατά της ανθρωπότητας. Σήμερα, με χρονική απόσταση 75 χρόνων, προσπαθούμε να συσχετίσουμε την αιτία ή/και τις αιτίες που προηγήθηκαν των παρατηρούμενων σήμερα συνεπειών τους, στις επόμενες ανθρώπινες γενεές.
Η αλληλεπίδραση των φαινομένων, φέρνει καθημερινά στην επιφάνεια νέες τρομακτικότερες επιπτώσεις από τις συνεχιζόμενες πυρηνικές δοκιμές. Τεράστια ανησυχία έχει προκαλέσει στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, η αποκάλυψη του τσιμεντένιου τάφου των νησιών Μάρσαλ, στον οποίο ο αμερικανικός στρατός έχει θάψει περισσότερα από 3 εκατομ. κυβικά πόδια πυρηνικών αποβλήτων, που βρίσκονται πλέον εκτεθειμένα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Το ραδιενεργό και άκρως επικίνδυνο περιεχόμενο του τσιμεντένιου αυτού τάφου, προέρχεται από τα απόβλητα των δοκιμών συνολικά 67 πυρηνικών βομβών (The Los Angeles Times, 2020).
Ειδικοί επιστήμονες εκτιμούν ότι η στάθμη των θαλασσίων υδάτων στα νησιά Μάρσαλ αυξάνεται τρεις φορές πιο γρήγορα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, συνέπεια της κλιματική αλλαγής. Έτσι, τα θαλάσσια νερά γύρω από τις νήσους Μάρσαλ θα είναι πέντε πόδια ψηλότερα έως το τέλος του 21ου αιώνα, γεγονός που θα οδηγήσει τον πυρηνικό τάφο να διαρραγεί και να σκορπίσει τα θανατηφόρα απόβλητά του στον Ειρηνικό ωκεανό, με φοβερές καταστροφικές συνέπειες (Πηγή: ΑΠΕ). Πόσο επίκαιρος άραγε ηχεί στα αφτιά μας ο αντιπολεμικός αφορισμός του διασήμου φιλοσόφου Τζορτζ Σανταγιάνα:
«Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου»!
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Τσόρτσιλ σε μία από τις ομιλίες του στη Βουλή των Κοινοτήτων, υποστήριξε ότι: «Εκείνοι που αποτυγχάνουν να διδαχθούν από την ιστορία είναι καταδικασμένοι να επαναλάβουν τα λάθη τους». Έτσι λοιπόν, πριν καν να υπογραφεί μία γενικώς αποδεκτή συνθήκη για την παγκόσμια απαγόρευση των πυρηνικών όπλων εμφανίσθηκε η νέα απειλή για την ανθρωπότητα: η Γενετική Μηχανική!
Το 1973, Αμερικάνοι ερευνητές τελειοποίησαν την τεχνική της γενετικής μηχανικής, δηλαδή των γενετικών παρεμβάσεων. Με άλλα λόγια, «οι βιολόγοι ένιωσαν να γίνονται πραγματικοί Φρανγκεστάιν, ικανοί να δημιουργήσουν νέα σχήματα ζωής ή τουλάχιστον να προγραμματίσουν από την αρχή ζωντανά όντα» (Joelle Ayats). Και ενώ στις αρχές του 1974, πολλοί βιολόγοι είχαν σοβαρές επιφυλάξεις μήπως η «βιολογική αυτή καμπή του αιώνα» δημιουργήσει παθογενή μικρόβια και ιούς (Covid-19), – άγνωστους, «ανέκδοτους», υπεύθυνους για μεταδοτικές αρρώστιες και επιδημίες εντελώς καινούργιες – η ανησυχία αυτή προοδευτικά εξέλειπε, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο πυρηνικό «Σχέδιο Μανχάτταν»…
Στις μέρες μας βιώνουμε ένα «γενετικό Τσέρνομπιλ» από την ανεξέλεγκτη διασπορά του Covid-19. Μέχρι αυτή την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι νεκροί ανέρχονται στους 276.385. Δηλαδή, αριθμός κατά πολύ μεγαλύτερος από τα θύματα του ατομικού βομβαρδισμού στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όπου μέχρι το 1950 (οι βόμβες έπεσαν τον Αύγουστο του 1945) ο απολογισμός των θυμάτων είχε φθάσει τις 200.000 ψυχές. Παρ’ όλα αυτά, οι στρατοί των μεγάλων δυνάμεων επιδίδονται, και πάλι, σε μία νέα, φρενήρη κούρσα εξοπλισμών με τρομερά βιολογικά όπλα, αυτή τη φορά, χωρίς κανένα διεθνή έλεγχο. Απλά, υπάρχουν κανόνες «καλής διεξαγωγής των πειραμάτων» και συστάσεις που υπενθυμίζουν, κατά κάποιον τρόπο, στους βιολόγους «να μην προκαλέσουν κακό»!
Όλα τα υπόλοιπα που αφορούν στον υποτιθέμενο έλεγχο-εποπτεία των βιολογικών όπλων που αναπτύσσονται από το πανεπιστημιακό-στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα – όπως συνθήκες, μορατόριουμ, διακηρύξεις, επιτροπές «σοφών», διεθνείς διασκέψεις, ομάδες (Science of the People), κανόνες ασφαλείας, δημόσιες συζητήσεις και άλλες χιλιοειπωμένες δικαιολογίες – είναι οι γνωστές και από το «Μανχάτταν» παλιομοδίτικες «επινοήσεις» ανήθικων και αγράμματων πολιτικών οργάνων του διεθνούς στρατιωτικού κατεστημένου. Από καιρό σε καιρό, «ύποπτες» επιδημίες ξεσπούν κοντά στα ερευνητικά εργαστήρια βιολογικών δοκιμών. Για παράδειγμα, το 1976 άλογα θανατώθηκαν από σπάνια αφρικανική αρρώστια κοντά στο κέντρο ερευνών Dugway στη Γιούτα (ΗΠΑ). Το 1979, ένα εκατομμύριο κάτοικοι στα Ουράλια επλήγησαν από σοβαρή επιδημία πνευμονικού άνθρακα και αυτό το επεισόδιο συνέβη πλησίον των Σοβιετικών εγκαταστάσεων βιολογικού πολέμου (Sverdlovsk). Αργότερα, η CIA προκάλεσε μία γρίπη των χοίρων της Κούβας, με δραματικές επιπτώσεις στη διατροφή των κατοίκων της χώρας αυτής. Φυσικά τα επεισόδιά αυτά δεν τελειώνουν εδώ…
Το αμερικανικό κέντρο στρατιωτικών βιολογικών ερευνών του Dugway, είναι η σύγχρονη «έκδοση» του κέντρου πυρηνικών ερευνών Λος Άλαμος που γέννησε την ατομική βόμβα με τη συνδρομή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Οι δεσμοί αυτοί ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και τον στρατό, συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
«Δεν είναι ιδρύματα καθαρά πανεπιστημιακά: εξασκούν τις επιστήμες για στρατιωτικούς σκοπούς» διακήρυξε ο διαπρεπής καθηγητής Schwartz, του Πανεπιστημίου του Berkeley.
Αλλού πάλι το αμερικανικό πεντάγωνο ενθαρρύνει τα μαθηματικά (γραμμικός επιταχυντής του Στάνφορντ)… Μόνο που το πείραμα αυτό έμελλε να χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση ακτινοβολιών που παράγονται κατά τη διάρκεια δοκιμών πυρηνικών όπλων…
Κλείνοντας αυτό το μεγάλο οδοιπορικό από το «Σχέδιο Μανχάτταν» έως τον Covid-19, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε την εξελικτική πορεία του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου που στις μέρες μας, και κυρίως η Αμερικανική έκδοσή του, από πολύφερνη νύφη, κατάντησε υποτακτική ερωμένη του στρατιωτικο-βιομηχανικού κατεστημένου. Αντί άλλου επιλόγου, ας θυμηθούμε για το ακαδημαϊκό Ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο τις αφετηρίες του και το θεσμικό του ιδεώδες, και ας συνειδητοποιήσουμε που βρίσκεται σήμερα…
To Πανεπιστήμιο δημιουργήθηκε το δωδέκατο αιώνα. Αναπτύχθηκε μέσα από μοναστικά και επισκοπικά σχολεία προηγούμενων αιώνων και υπήρξε αρχικά μια σχολαστική συντεχνία αποτελούμενη από καθηγητές και φοιτητές. Ο Leonhard Froese (1971) έχει περιεκτικά διατυπώσει την άποψη: «Η έννοια του Πανεπιστημίου αρχικά σήμαινε – όπως προσδιορίσθηκε στο Παρίσι το 1213: “The universitas magistrorum et scholarium or studentium” η ολότητα, η κοινότητα και ο σύνδεσμος δασκάλων και μαθητών, καθηγητών και φοιτητών, που οργανώνονται μεταξύ τους προς την εκπλήρωση των κοινών ερευνητικών τους ενδιαφερόντων». Εδώ ακριβώς βρίσκονται οι αφετηρίες του θεσμικού ιδεώδους του Πανεπιστημίου.
Ένα από τα κλασσικά μοντέλα Πανεπιστημίου, κυρίως του ευρωπαϊκού χώρου, είναι αυτό του Αλεξάντερ φον Χούμπολτ. Στην αυθεντική εκδοχή του, το Χουμπολτιανό Πανεπιστήμιο όφειλε να είναι μία αυτόνομη επικράτεια με την ιδιαίτερη αποστολή της. Ο αυθεντικότερος εκφραστής του, ο Karl Jaspers (1883 – 1969), παρομοιάζει το πανεπιστήμιο:
«Mε ένα κράτος μέσα στο Κράτος το οποίο βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με την κρατική εξουσία και την πολιτική χειραγώγηση. Γιατί το Πανεπιστήμιο ιδεωδώς ελέγχει το κράτος με τη δύναμη της αλήθειας και όχι με τη βία. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε για τον οποίο ο καθηγητής οφείλει να αναζητά την αλήθεια, καθώς δεν είναι ούτε δημόσιος υπάλληλος, ούτε μέλος σωματείου, ούτε πολιτικός, ούτε προπαγανδιστής πολιτικών απόψεων».
Ως εκ τούτου, γενικά, ο διαχωρισμός κράτους και πανεπιστημίου συνειδητά σηματοδοτήθηκε από ένα προσεκτικά δομημένο σύστημα ηθικής το οποίο βασιζόταν στον χωρισμό και στην αμοιβαία πολιτική ουδετερότητα. Ωστόσο, σε αρκετές χώρες, τα Πανεπιστήμια δεν είναι πλέον συντεχνίες με την κοινωνιολογική έννοια του όρου. Τα πανεπιστημιακά συστήματα έχουν υποστεί τις συνέπειες της κρατικής παρέμβασης, των αντιλήψεων περί «αποδοτικότητας» και κυρίως την επίδραση της αγοράς. Στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα, η παγκόσμια δημόσια δαπάνη στην εκπαίδευση ξεπερνά τα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια. Η εκπαίδευση επομένως, αποτελεί ένα τεράστιο τομέα ο οποίος ήδη περιγράφεται ως κολοσσιαία «αγορά». Με φόντο την παγκοσμιοποίηση, και με το ελεύθερο εμπόριο να προτείνεται ως πανάκεια από του υπέρμαχους του οικονομικού φιλελευθερισμού, η εκπαίδευση είναι τώρα στο στόχαστρο των επιχειρηματιών.
Το Ελληνικό Πανεπιστήμιο στις μέρες μας χαρακτηρίζεται ως ένα μοναδικό υβριδικό μοντέλο, προερχόμενο από τη μικτογέννεση ενός κρατικού και ενός αγοραίου κλώνου. Έχει ένα σκληρό απαρχαιωμένο κέλυφος κρατικίστικου παρεμβατισμού και ένα αγοραίο διαβρωμένο πυρήνα. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η έλλειψη προγραμματισμού, χρηματοδότησης και ακαδημαϊκής παράδοσης, δηλαδή των βασικών προϋποθέσεων ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού πανεπιστήμιου. Συμφυές γνώρισμα του μοναδικού αυτού αναχρονιστικού μοντέλου είναι και η αποσύνθεση της εργασιακής κοινότητας των μελών του.
Στο απόγειο αυτής της ανεξέλεγκτης κατάστασης όλο και πιο επίκαιρο είναι το αίτημα της επιστροφής του Ελληνικού Πανεπιστημίου στις αφετηρίες του θεσμικού ιδεώδους του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, με τις απαραίτητες βελτιώσεις και εκσυγχρονισμούς. Στο μετέωρο ερώτημα τι είδους πανεπιστήμιο θέλουμε η απάντηση πρέπει να είναι: Το Κοινωνικό Πανεπιστήμιο.
Το Κοινωνικό Πανεπιστήμιο είναι μία μορφή του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Σκοπός του είναι η άμεση και αμφίδρομη σχέση πανεπιστημιακής κοινότητας με την κοινωνία. Η αρχή αυτή διέπει και τις δύο διαστάσεις της σχέσης: την ερευνητική και τη διδακτική.
«Αναγκαίος όρος της σύγχρονης δημοκρατίας είναι η ισότητα στη δημόσια χρήση της επιστήμης. Η αγορά εγκαθιστά την ανισότητα στη χρήση της επιστήμης, εφόσον διαθέτει τις ερευνητικές υπηρεσίες κατά την αγοραστική δύναμη του καθενός. Συνεπώς, όσο διατηρείται το αίτημα της δημοκρατίας, θα διατηρείται και το αίτημα της μη αγοραίας έρευνας. Στις συνθήκες αυτές, ενώ το Δημόσιο Πανεπιστήμιο διακατέχεται από τη σύνδεση της έρευνας με την αγορά, το Κοινωνικό Πανεπιστήμιο σε αντιδιαστολή, θέτει ως στόχο την άμεση σύνδεση της έρευνας με την κοινωνία». (Δ. Κωτσάκης, «Ανοιχτό Πολυτεχνείο», Θεσσαλονίκη, 1993).
Ευχαριστίες: Ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει θερμά το συνάδερφο Επικ. Καθηγητή του ΑΠΘ, κ. Π. Μπαρμπαλέξη για την επιμέλεια του άρθρου και τις πολύ χρήσιμες συζητήσεις που είχαμε.
Βασίλειος Π. Παπαγεωργίου
Ομότιμος Καθηγητής, Πολυτεχνικής Σχολής, ΑΠΘ
(http://users.auth.gr/vpapageo/index.html)
[1] Ellen G. White (1827-1915). Αμερικανίδα συγγραφέας και συνιδρυτής της Χριστιανικής εκκλησίας των Αντβεντιστών της έβδομης ημέρας. Είναι η πιο μεταφρασμένη συγγραφέας στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Το βιβλίο της με τον τίτλο «Βήματα προς τον Χριστό» έχει μεταφρασθεί σε 137 γλώσσες! Το βιβλίο «The Great Controversy», απ’ όπου έχει παρθεί το παραπάνω απόσπασμα, έχει χαρακτηρισθεί: «ως το πλέον αμφιλεγόμενο και προκλητικό σε σκέψη σύγγραμμα του αιώνα».