Ασφαλώς, μόνο ο χρόνος θα δείξει με βεβαιότητα εάν το πρόσημο θα είναι θετικό ή αρνητικό για την Ε.Ε. .
Μέτρα όπως η άρση των δημοσιονομικών στόχων των χωρών της Ε.Ε, ώστε οι χώρες να λειτουργούν με μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας, σε συνδυασμό με τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την αγορά ομολόγων δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, λειτούργησαν και λειτουργούν βοηθητικά προς τις χώρες της Ένωσης.
Παράλληλα όμως, η συζήτηση για το ευρω-ομόλογο φαίνεται να έχει διχάσει σε κάποιο βαθμό τις χώρες του Βορρά και του Νότου. Στο Eurogroup της 9ης Απριλίου συμφωνήθηκε ο δανεισμός των κρατών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ύψους 500 δισεκατομμυρίων. Την ώρα που ο Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, Χρήστος Σταϊκούρας υποστηρίζει πως ο συμβιβασμός που επετεύχθη στο Eurogroup είναι σημαντικός και πως τα χρήματα που θα λάβει η Ελλάδα αφορούν απλώς “χαμηλότοκα δάνεια” που θα λειτουργήσουν ευεργετικά για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία , υπάρχουν φωνές που επισημαίνουν πως επρόκειτο για ένα νέο μνημόνιο και πως ο ESM είναι ακατάλληλος για αυτήν την περίσταση, κρίνοντας με βάση την ελληνική κρίση.
Τα τρία σενάρια
Οι αρθρογράφοι της Washington Post, Quentin Aries και James McAuley αναρωτιόντουσαν σε άρθρο τους, “εάν οι πλουσιότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν τους μαχόμενους και αδύναμους γείτονες τους, ποιο είναι το νόημα του να είσαι μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση;”. Ένα μήνα μετά, σε άρθρο γνώμης τους, οι New York Times υποστήριζαν πως “η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιβιώσει. Το ερώτημα αφορά το νόημα οποιασδήποτε ένωσης όταν δεν μπορεί να βρει την ενότητα, όταν την χρειάζεται περισσότερο”. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα τους, θα αποδειχθούν με βάση τη μελλοντική πορεία της Ένωσης, για την οποία υπάρχουν τρία σενάρια, μια παγίδα και μείζονες προκλήσεις σύμφωνα με τον καθηγητή διεθνών σχέσεων στο τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Χρήστο Φραγκονικολόπουλο.
Το πρώτο σενάριο, σύμφωνα με τον κ. Φραγκονικολόπουλο, είναι το απαισιόδοξο: “Σύμφωνα με την απαισιόδοξη ερμηνεία, όσο η Ε.Ε. αδυνατεί να διαχειριστεί συλλογικά τις επιπτώσεις της πανδημίας και ειδικότερα τις οικονομικές, θα παραμένει ευάλωτη σε νέες κρίσεις και προκλήσεις που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στη διάλυσή της”. Οι λόγοι για τους οποίους ορισμένοι πιστεύουν στο συγκεκριμένο σενάριο, έγκεινται στο γεγονός πως “η αντίδραση της ΕΕ ήταν η αναμενόμενη – αργή και διστακτική. Η πρόκληση της πανδημίας, αντί να ενθαρρύνει και να διευκολύνει την αποτελεσματική και συλλογική δράση των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση διεθνικών προβλημάτων, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το εξής παράδοξο: αποκλίνουσες, κοντόφθαλμες και βραχυπρόθεσμες εσωτερικές κυβερνητικές/πολιτικές συμπεριφορές”. Το “γιατί”, συμβαίνει το “εξής παράδοξο”, μας παρέχεται και πάλι από τον καθηγητή: “ Η απάντηση βρίσκεται στα όρια που επιβάλλει το διακυβερνητικό-μόρφωμα της Ε.Ε. , που δύσκολα της επιτρέπει να προχωρήσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, και ειδικότερα όταν οι θεσμοί της απολαμβάνουν περιορισμένες αρμοδιότητες. Η εξουσία και η λήψη αποφάσεων είναι διαμοιρασμένη σε πολλά πρόσωπα και σε πολλούς θεσμούς, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση να μην απολαμβάνει την ευχέρεια να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς την έγκριση των κρατών-μελών”. Βέβαια, ο καθηγητής υποστηρίζει πως “είναι εύκολο να κατηγορήσεις την E.E. για έλλειψη ηγεσίας, το πρόβλημα όμως είναι κυρίως δομικό”.
Το δεύτερο σενάριο, είναι εκ διαμέτρου αντίθετο σε σχέση με το πρώτο. Τουτέστιν, γίνεται λόγος για το αισιόδοξο σενάριο, στο οποίο σύμφωνα και πάλι με τον κάτοχο της έδρας Jean Monnet, κ. Φραγκονικολόπουλο, “οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες μετά το τέλος της πανδημίας θα πυροδοτήσουν την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με καινοτόμες πολιτικές και την παραχώρηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι συνέπειες της πανδημίας θα λειτουργήσουν ως “παράθυρο ευκαιρίας” και θα αμφισβητήσουν παραχωρημένες και προκαθορισμένες λογικές διαχείρισης και επίλυσης κοινών προβλημάτων”. Βέβαια, για να υλοποιηθεί το εν λόγω σενάριο, πρέπει να “ριζωθεί η αντίληψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει ασφάλεια χωρίς ενότητα και ευελιξία– και ειδικότερα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, όπου ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας απαιτεί να ενισχυθεί η αυτοδυναμία και στρατηγική θέση της Ένωσης”.
Κάτι τέτοιο, φαίνεται μάλλον ανέφικτο, σύμφωνα με τον καθηγητή, αν ληφθεί προσεκτικά υπόψιν πως “η λογική που κυριαρχεί, όπως και στην περίπτωση των προηγούμενων κρίσεων (χρέους και προσφυγικό), είναι τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης μέσα στα όρια των δημοσιονομικών τους δυνατοτήτων χωρίς ουσιαστική συλλογική και σθεναρή δράση”, ενώ παράλληλα συμπληρώνει ότι το Eurogroup διαδραματίζει τον δικό του αρνητικό ρόλο προσπαθώντας να κατασκευάσει “έναν ακόμη απογοητευτικό συμβιβασμό που αδυνατεί να επιλύσει τα μακροχρόνια προβλήματα της ευρωζώνης και που αντικατοπτρίζουν κυρίως το πεισματικό και ανυποχώρητο αφήγημα του “πειθαρχημένου” Βορρά και των “μη πειθαρχημένων” του Νότου που δεν φρόντιζαν για μια ώρα δύσκολη”.
Το τρίτο και τελευταίο σενάριο, είναι το “ρεαλιστικό”, με βάση το οποίο “η Ευρωπαϊκή Ένωση θα τα “κουτσοκαταφέρει” και θα επιβιώσει μέσα από την εμμονή της πεπατημένης. Η πανδημία θα ενισχύσει την αναπαραγωγή προηγούμενων θεσμικών λύσεων και ρυθμίσεων, χωρίς ριζικές και βαθιές αλλαγές”, σύμφωνα με τον καθηγητή. Ένα τέτοιο σενάριο παρουσιάζεται ως πιθανό καθώς “σε γενικές γραμμές, η Ε.Ε. λειτουργικά είναι επιδέξια στην διαχείριση κρίσεων. Οι θεσμοί της, έχουν αποδειχθεί σχετικά ανθεκτικοί και ικανοί στο να διαχειριστούν κρίσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα να αντεπεξέρχεται και σε μεγάλο βαθμό να προσαρμόζεται, συνδυάζοντας την σταθερότητα με μικρές και αποφασιστικές αλλαγές. Που σημαίνει ότι η κρίση της πανδημίας είναι απίθανο να αμφισβητήσει την ύπαρξη και τον χαρακτήρα της Ε.Ε.”.
Η παγίδα και η πρόκληση
Σε κάθε περίπτωση, κάθε σενάριο από τα προαναφερθέντα συγκεντρώνει πιθανότητες. Φυσικά, άλλα συγκεντρώνουν αισθητά λιγότερες (απαισιόδοξο & αισιόδοξο) και άλλα αισθητά περισσότερες (ρεαλιστικό). Όμως, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αναλυθεί σε πραγματικό βάθος εάν δε γίνουν αντιληπτές οι παγίδες που ελλοχεύουν και οι προκλήσεις που θα δείξουν τον χαρακτήρα της Ε.Ε. στο άμεσο μέλλον. “Σε κρίσεις, όπως αυτής της πανδημίας, προκύπτει το εξής δίλημμα: ενώ προσφέρουν ευκαιρίες για ριζικές αλλαγές και καινοτομίες, ταυτόχρονα οφείλουν να μας επιστήσουν την προσοχή και στις παγίδες που προκύπτουν από έκτακτα και ειδικά μέτρα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη συζήτηση για την έκδοση κοινών ομολόγων από ένα Ταμείο Ανάκαμψης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Μια ευκαιρία για τις πλούσιες χώρες της Ε.Ε. να θωρακίσουν, μαζί με τις δικές τους και τις οικονομίες των πιο φτωχών καθώς και τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης; Ή τη χρήση του Ταμείου Ανάπτυξης με στόχο να εφαρμοστούν αυστηρά και σχολαστικά μέτρα διαχείρισης των ομολόγων/δανείων, παρακάμπτοντας και το ρόλο που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια ως προς τον τρόπο που θα χειριστεί το Ταμείο Ανάπτυξης της επιπτώσεις της κρίσης; Το διακύβευμα είναι σημαντικό, και ειδικότερα όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες και σε ανεπίσημα forum”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Φραγκονικολόπουλος.
Η λύση, σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν είναι άλλη από μια εις βάθος θεσμική μεταρρύθμιση της Ε.Ε. που θα προέρχεται μέσω του πληρέστερου δημοκρατικού διαλόγου σε συνδυασμό με συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές από τα πλεονασματικά κράτη της Ένωσης. Επεξηγώντας τη διατύπωση του, ο κ. Φραγκονικολόπουλος επισημαίνει ότι “Πρέπει να γίνει αποεστίαση από το επίσημο-νομικό καθεστώς της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας μια πιο ενεργή, “από κάτω” προς “τα άνω” δυνατότητα διεκδικήσεων από τους πολίτες, εκτός των επίσημων θεσμικών οδών της Ε.Ε. . Στην πράξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ενθαρρύνει κάποια μορφή «συνόδων κορυφής πολιτών» που θα συνοδεύουν τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια.
Eίναι άκρως αναγκαίο να εφαρμοστούν νέες μέθοδοι, οι οποίες θα επιτρέπουν στους πολίτες να συνεισφέρουν, να συνεργάζονται με τα θεσμικά όργανα και τις δομές της Ένωσης, και να ενισχυθεί η μετάβαση από την κλασική, ιεραρχική αντιπροσωπευτική δημοκρατία του 19ου αιώνα προς μια αποκεντρωμένη διαβουλευτική δημοκρατία του 21ου αιώνα. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος μεταξύ της θεσμικής διάστασης της Ευρώπης και της κοινωνικής δυναμικής είναι μία από τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών – και η ίδια η ευρωπαϊκή δημοκρατία” ενώ παράλληλα , όσον αφορά την ευρωπαϊκή οικονομία, “ μια βιώσιμη ΕΕ και ευρωζώνη απαιτεί από τις πλεονασματικές χώρες να επενδύσουν σε έναν συνδυασμό εφικτών οικονομικών αλλά πολιτικά μη δημοφιλή πολιτικών. Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα της ΕΕ, και όχι με ηθικά διλήμματα και αφηγήματα που στερούνται λογικής”.
Καταλήγοντας επομένως, ο Νόαμ Τσόμσκι έγραφε το 2016 (Who Rules the World, 12) ότι “στην Ευρώπη, η παρακμή της δημοκρατίας δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή (από τις ΗΠΑ), καθώς η λήψη αποφάσεων για κρίσιμα ζητήματα έχει μεταφερθεί στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και στις οικονομικές δυνάμεις που σε μεγάλο βαθμό αντιπροσωπεύουν”. Άσχετα από το κατά πόσο η συγκεκριμένη δήλωση ανταποκρινόταν πλήρως ή όχι στην πραγματικότητα, καθίσταται σαφές πως , σύμφωνα και με όσα δήλωσε ο κ. Φραγκονικολόπουλος, ο κορονοϊός είναι πιθανόν να αποτελέσει μια σημαντική ευκαιρία για την ενδυνάμωση της Ένωσης, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης που βασίζεται στη διαφάνεια και στην άμεση δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών.