Στην κορύφωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Henry Luce, ο ιδρυτής του περιοδικού Time, υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συγκεντρώσει τόσο πλούτο και ισχύ ώστε ο εικοστός αιώνας θα γινόταν γνωστός απλώς ως «ο αμερικανικός αιώνας». Η πρόβλεψή του αποδείχθηκε προφητική: Παρά το ότι προκλήθηκαν για την υπεροχή από τη ναζιστική Γερμανία και αργότερα από την Σοβιετική Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες επικράτησαν εναντίον των αντιπάλων τους.
Μέχρι την στροφή της χιλιετίας, η θέση τους ως η πιο ισχυρή και με επιρροή χώρα στον κόσμο έδειχνε αδιαμφισβήτητη. Ως αποτέλεσμα, ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία όχι μόνο μιας συγκεκριμένης χώρας αλλά και του πολιτικού συστήματος που εκείνη βοήθησε να εξαπλωθεί: Η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Καθώς η δημοκρατία άνθισε σε ολόκληρο τον κόσμο, ήταν δελεαστικό το να αποδώσει την κυριαρχία της στην έμφυτη έφεσή της. Εάν οι πολίτες στην Ινδία, την Ιταλία ή την Βενεζουέλα φαίνονταν πιστοί στο πολιτικό τους σύστημα, πρέπει να ήταν επειδή είχαν αναπτύξει μια βαθιά δέσμευση τόσο στα ατομικά δικαιώματα όσο και στην συλλογική αυτοδιάθεση. Και αν οι Πολωνοί και οι Φιλιππινέζοι άρχισαν να κάνουν τη μετάβαση από την δικτατορία στην δημοκρατία, πρέπει να ήταν επειδή και αυτοί επίσης μοιράζονταν την καθολική ανθρώπινη επιθυμία για φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αλλά τα γεγονότα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα μπορούν επίσης να ερμηνευθούν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Οι πολίτες σε όλο τον κόσμο προσελκύονταν από την φιλελεύθερη δημοκρατία όχι μόνο λόγω των κανόνων και των αξιών της αλλά και διότι προσέφερε το πιο σημαντικό μοντέλο οικονομικής και γεωπολιτικής επιτυχίας. Τα πολιτικά ιδανικά μπορεί να έχουν παίξει ρόλο στη μετατροπή των πολιτών των πρώην αυταρχικών καθεστώτων σε πεπεισμένους δημοκράτες, αλλά η εκπληκτική οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η νίκη των δημοκρατικών χωρών στον Ψυχρό Πόλεμο και η ήττα ή η κατάρρευση των πιο ισχυρών αυταρχικών αντιπάλων της δημοκρατίας ήταν εξίσου σημαντικοί [λόγοι].
Το να εκληφθούν στα σοβαρά τα υλικά θεμέλια της δημοκρατικής ηγεμονίας ρίχνει ένα διαφορετικό φως στην ιστορία των μεγαλύτερων επιτυχιών της δημοκρατίας, και επίσης αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο κάποιος σκέφτεται για την τρέχουσα κρίση. Καθώς οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έγιναν χειρότερες στο να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους, λαϊκιστικά κινήματα που αποκηρύσσουν τον φιλελευθερισμό αναδύονται από τις Βρυξέλλες μέχρι την Μπραζίλια και από την Βαρσοβία μέχρι την Ουάσινγκτον. Ένας εντυπωσιακός αριθμός πολιτών έχει αρχίσει να αποδίδει λιγότερη σημασία στην ζωή σε μια δημοκρατία: Για παράδειγμα, ενώ τα δύο τρίτα των Αμερικανών ηλικίας άνω των 65 ετών θεωρούν ότι είναι απολύτως σημαντικό να ζουν σε μια δημοκρατία, λιγότερο από το ένα τρίτο όσων είναι κάτω των 35 ετών λένε το ίδιο πράγμα. Μια αυξανόμενη μειονότητα μέχρι που είναι ανοικτή σε αυταρχικές εναλλακτικές λύσεις: Από το 1995 έως το 2017, το ποσοστό των Γάλλων, Γερμανών και Ιταλών που ευνοεί μια στρατιωτική διακυβέρνηση τριπλασιάστηκε.
Όπως καταδεικνύουν οι πρόσφατες εκλογές σε όλο τον κόσμο, αυτές οι απόψεις δεν είναι απλώς αφηρημένες προτιμήσεις˙ αντανακλούν ένα βαθύ φούσκωμα του αισθήματος κατά του κατεστημένου, που μπορεί εύκολα να κινητοποιηθεί από εξτρεμιστικά πολιτικά κόμματα και υποψηφίους. Ως αποτέλεσμα, οι αυταρχικοί λαϊκιστές που δεν σέβονται ορισμένους από τους βασικότερους κανόνες και πρότυπα του δημοκρατικού συστήματος έχουν σημειώσει ταχείες προόδους σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη και την βόρεια Αμερική τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, οι αυταρχικοί ισχυροί άνδρες ακυρώνουν [σταδιακά] τις δημοκρατικές προόδους σε όλη την Ασία και την ανατολική Ευρώπη. Θα μπορούσε η μεταβαλλόμενη ισορροπία της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος στον κόσμο να βοηθήσει να εξηγηθούν αυτές οι απρόβλεπτες εξελίξεις;
Το ερώτημα αυτό είναι ακόμη πιο πιεστικό σήμερα, καθώς η μακροχρόνια κυριαρχία ενός συνόλου εδραιωμένων δημοκρατιών με ανεπτυγμένες οικονομίες και μια κοινή δομή συμμαχιών πλησιάζει στο τέλος της. Από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, οι δημοκρατίες που συγκρότησαν την Δυτική συμμαχία του Ψυχρού Πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης -στην Βόρεια Αμερική, την Δυτική Ευρώπη, την Αυστραλασία και τη μεταπολεμική Ιαπωνία- διαχειρίστηκαν την πλειοψηφία του παγκόσμιου εισοδήματος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, καθιερωμένες δημοκρατίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, καθώς η γεωγραφική έκταση τόσο της δημοκρατικής κυριαρχίας όσο και της δομής της συμμαχίας με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την Ιαπωνία και την Γερμανία, η δύναμη αυτής της φιλελεύθερης δημοκρατικής συμμαχίας έγινε ακόμα πιο συντριπτική. Αλλά τώρα, για πρώτη φορά σε πάνω από εκατό χρόνια, το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε κάτω από το ήμισυ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα μειωθεί στο ένα τρίτο κατά την επόμενη δεκαετία.
Την ίδια στιγμή που η κυριαρχία των δημοκρατιών έχει εξασθενήσει, το ποσοστό της οικονομικής παραγωγής που προέρχεται από τα αυταρχικά κράτη έχει αυξηθεί ταχύτατα. Το 1990, οι χώρες που κατατάσσονταν ως «μη ελεύθερες» από το Freedom House (η χαμηλότερη κατηγορία, η οποία εξαιρεί τις «εν μέρει ελεύθερες» όπως η Σιγκαπούρη) αντιπροσώπευαν μόλις το 12% του παγκόσμιου εισοδήματος. Τώρα, είναι υπεύθυνες για το 33%, ταιριάζοντας με το επίπεδο που είχαν καταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατά την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, και ξεπερνώντας την κορυφή που έφτασαν στον Ψυχρό Πόλεμο όταν η σοβιετική ισχύς ήταν στο απόγειό της.
Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος πλησιάζει τώρα σε ένα εντυπωσιακό ορόσημο: Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος των χωρών που θεωρούνται «μη ελεύθερες» -όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία- θα ξεπεράσει το μερίδιο που κατέχουν οι Δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στο διάστημα ενός τετάρτου του αιώνα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν περάσει από μια θέση πρωτοφανούς οικονομικής δύναμης σε μια θέση πρωτοφανούς οικονομικής αδυναμίας.
Φαίνεται όλο και λιγότερο ότι οι χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης που αποτελούσαν την παραδοσιακή καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας μπορούν να ξανακερδίσουν την πρότερη κυριαρχία τους, με το δημοκρατικό τους σύστημα να καταπολεμάται εγχωρίως και το μερίδιό τους στην παγκόσμια οικονομία να συνεχίζει να συρρικνώνεται. Έτσι το μέλλον υπόσχεται δύο ρεαλιστικά σενάρια: Είτε μερικές από τις πιο ισχυρές αυταρχικές χώρες στον κόσμο θα κάνουν μετάβαση στην φιλελεύθερη δημοκρατία, είτε η περίοδος της δημοκρατικής κυριαρχίας που αναμενόταν να διαρκέσει για πάντα θα αποδειχθεί κάτι όχι παραπάνω από ένα διάλειμμα πριν από μια νέα εποχή αγώνα μεταξύ αμοιβαία εχθρικών πολιτικών συστημάτων.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ
Από όλους τους τρόπους με τους οποίους η οικονομική ευημερία αγοράζει ισχύ και επιρροή σε μια χώρα, ίσως ο πιο σημαντικός είναι ότι δημιουργεί σταθερότητα εγχωρίως. Όπως έδειξαν οι πολιτικοί επιστήμονες Adam Przeworski και Fernando Limongi, οι φτωχές δημοκρατίες συχνά καταρρέουν. Μόνο οι πλούσιες δημοκρατίες -εκείνες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ άνω των 14.000 δολαρίων με σημερινές ισοτιμίες, σύμφωνα με τα ευρήματά τους- είναι ασφαλείς. Από την δημιουργία της μεταπολεμικής συμμαχίας που δέσμευσε τις Ηνωμένες Πολιτείες με τους συμμάχους τους στην Δυτική Ευρώπη, κανένα πλούσιο μέλος δεν γνώρισε μια κατάρρευση της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Πέραν της σταθερότητας των δημοκρατιών, η οικονομική ισχύς μπορεί επίσης να τους προσφέρει πολλά εργαλεία για να επηρεάσουν την ανάπτυξη άλλων χωρών. Επικεφαλής μεταξύ αυτών είναι η πολιτιστική επιρροή. Κατά το απόγειο της Δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες -και, σε μικρότερο βαθμό, η Δυτική Ευρώπη- φιλοξενούσαν τους πιο γνωστούς συγγραφείς και μουσικούς, τις πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινίες, τις πιο προηγμένες βιομηχανίες και τα πιο αναγνωρισμένα πανεπιστήμια. Στο μυαλό πολλών νέων που ενηλικιώνονταν στην Αφρική ή την Ασία την δεκαετία του 1990, όλα αυτά φαινόταν να είναι αντίστοιχα: Η επιθυμία να μοιραστούν τον άφθονο πλούτο της Δύσης ήταν επίσης η επιθυμία να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής της, και η επιθυμία να υιοθετήσουν την τρόπο ζωή της φαινόταν να απαιτεί την μίμηση του πολιτικού της συστήματος.
Αυτός ο συνδυασμός οικονομικής ισχύος και πολιτιστικού κύρους διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική επιρροή. Για παράδειγμα, όταν η αμερικανική σαπουνόπερα «Ντάλας» άρχισε να εκπέμπεται στην Σοβιετική Ένωση την δεκαετία του 1980, οι Σοβιετικοί πολίτες φυσικά αντιπαρέβαλλαν τον απίστευτο πλούτο της προαστιακής Αμερικής με την δική τους υλική στέρηση και αναρωτήθηκαν γιατί το οικονομικό τους σύστημα είχε μείνει τόσο πίσω. «Ήμασταν άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνοι για την πτώση της [σοβιετικής] αυτοκρατορίας», λέει ο Larry Hagman, ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές του [«Ντάλας»]. Ήταν, όπως υποστήριξε, όχι ο ιδεαλισμός των Σοβιετικών πολιτών, αλλά μάλλον η «καλή παλιομοδίτικη απληστία» που «τους έβαλε να αμφισβητήσουν την εξουσία τους».
Η οικονομική ικανότητα των Δυτικών δημοκρατιών θα μπορούσε επίσης να γίνει πιο δύσκολη. Μπορούσαν να επηρεάσουν τα πολιτικά γεγονότα σε άλλες χώρες, υποσχόμενες να τις συμπεριλάβουν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ή απειλώντας να τις αποκλείσουν από αυτό. Στην δεκαετία του 1990 και στην πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, η προοπτική ένταξης σε οργανώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου παρείχε ισχυρά κίνητρα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και σε μέρη της Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊλάνδης και της Νότιας Κορέας. Εν τω μεταξύ, οι Δυτικές κυρώσεις που εμπόδισαν τις χώρες να συμμετάσχουν στην παγκόσμια οικονομία ίσως βοήθησαν να συγκρατηθεί ο Ιρακινός πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο του Κόλπου, και ήταν αναμφισβήτητα καθοριστικής σημασίας για την πτώση του Σέρβου προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς μετά τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο.
Τέλος, η οικονομική δύναμη μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε στρατιωτική δύναμη. Αυτό επίσης συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της παγκόσμιας θέσης των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Εξασφάλιζε ότι άλλες χώρες δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν την δημοκρατική διακυβέρνηση με την βία και ενίσχυε την εγχώρια νομιμοποίηση αυτών των καθεστώτων, καθιστώντας την στρατιωτική ταπείνωση μια σπανιότητα. Ταυτόχρονα, ενθάρρυνε την εξάπλωση της δημοκρατίας μέσω της διπλωματικής μόχλευσης και της παρουσίας στρατιωτών επί το εδάφους. Χώρες που ήταν γεωγραφικά τοποθετημένες μεταξύ μιας μεγάλης δημοκρατικής δύναμης και μιας μεγάλης αυταρχικής δύναμης, όπως η Πολωνία και η Ουκρανία, επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα μεγαλύτερα υλικά και στρατιωτικά οφέλη που προσέφερε μια συμμαχία με την Δύση. Πρώην αποικίες μιμήθηκαν τα πολιτικά συστήματα των πρώην ηγεμόνων τους όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αφήνοντας κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τα νησιά της Καραϊβικής μέχρι τα υψίπεδα της Ανατολικής Αφρικής. Και σε τουλάχιστον δύο σημαντικές περιπτώσεις -η Γερμανία και η Ιαπωνία- η Δυτική στρατιωτική κατοχή άνοιξε το δρόμο για την εισαγωγή ενός μοντέλου δημοκρατικού συντάγματος.
Εν ολίγοις, είναι αδύνατο να κατανοηθεί η ιστορία του δημοκρατικού αιώνα χωρίς να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικονομική ισχύς στην εξάπλωση των ιδεωδών της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι είναι αδύνατο να γίνουν ενημερωμένες προβλέψεις για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας χωρίς μια αντανάκλαση των επιδράσεων που μπορεί να έχει η μείωση της σχετικής οικονομικής επιρροής της δημοκρατικής συμμαχίας κατά τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
Με μια πρώτη ματιά, το συμπέρασμα ότι η ευημερία γεννά την σταθερότητα φαίνεται να προοιωνίζεται θετικά για το μέλλον της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχουν παραδοσιακά εδραιωθεί. Στο κάτω-κάτω, ακόμη και αν μειωθεί η σχετική τους ισχύς, το απόλυτο επίπεδο πλούτου στον Καναδά ή στην Γαλλία είναι πολύ απίθανο να πέσει κάτω από το όριο στο οποίο οι δημοκρατίες τείνουν να αποτυγχάνουν. Αλλά τα απόλυτα επίπεδα πλούτου μπορεί να ήταν μόνο ένα από τα πολλά οικονομικά χαρακτηριστικά που κράτησαν τις Δυτικές δημοκρατίες σταθερές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, οι σταθερές δημοκρατίες της εποχής αυτής μοιράστηκαν και άλλα τρία οικονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν εύλογα να βοηθήσουν να εξηγηθεί η επιτυχία τους στο παρελθόν: Σχετική ισότητα, ταχέως αυξανόμενα εισοδήματα για τους περισσότερους πολίτες, και το γεγονός ότι οι αυταρχικοί αντίπαλοι της δημοκρατίας ήταν πολύ λιγότερο πλούσιοι.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες άρχισαν να διαβρώνονται τα τελευταία χρόνια. Δείτε τι συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην δεκαετία του ’70, το ανώτατο 1% των εισοδηματιών διέθετε το 8% του εισοδήματος προ φόρων˙ τώρα, διαθέτει πάνω από το 20%. Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, οι μισθοί που αναπροσαρμόζονταν ανάλογα με τον πληθωρισμό σχεδόν διπλασιάστηκαν από γενιά σε γενιά˙ στα τελευταία 30 χρόνια, ουσιαστικά παρέμειναν σταθεροί. Και σε ολόκληρο τον Ψυχρό Πόλεμο, η οικονομία των ΗΠΑ, όπως μετράται από το ΑΕΠ με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, παρέμεινε δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη από την σοβιετική οικονομία˙ σήμερα, είναι ένα έκτο μικρότερη από όσο της Κίνας.
Η ικανότητα των αυταρχικών καθεστώτων να ανταγωνίζονται τις οικονομικές επιδόσεις των φιλελεύθερων δημοκρατιών είναι μια ιδιαίτερα σημαντική και καινοτόμος εξέλιξη. Στο αποκορύφωμα της επιρροής του, ο κομμουνισμός κατόρθωσε να ανταγωνιστεί το ιδεολογικό δέλεαρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε μεγάλα μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Αλλά ακόμα και τότε προσέφερε μια αδύναμη οικονομική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό. Πράγματι, το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος που παραγόταν από την Σοβιετική Ένωση και τα δορυφορικά της κράτη έφθασε στο 13% στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, υποχώρησε σταθερά, φτάνοντας στο 10% το 1989. Οι κομμουνιστικές χώρες δεν μπορούσαν επίσης να προσφέρουν στους πολίτες τους έναν τρόπο ζωής που θα ανταγωνιζόταν την άνεση της καπιταλιστικής Δύσης. Από το 1950 έως το 1989, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Σοβιετική Ένωση μειώθηκε από τα δύο τρίτα σε λιγότερο από το ήμισυ του δυτικοευρωπαϊκού επιπέδου. Όπως το έθεσε ο Γερμανός συγγραφέας, Hans Magnus Enzensberger, παίζοντας με τον τίτλο ενός δοκιμίου του Λένιν, ο σοβιετικός σοσιαλισμός αποδείχθηκε ότι ήταν «το υψηλότερο στάδιο της υπανάπτυξης».
Οι νέες μορφές αυταρχικού καπιταλισμού ενδέχεται τελικά να υποφέρουν από παρόμοιους τύπους οικονομικής στασιμότητας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η μορφή του αυταρχικού καπιταλισμού που εμφανίστηκε στα αραβικά κράτη του Κόλπου και στην Ανατολική Ασία -συνδυάζοντας ένα ισχυρό κράτος με σχετικά ελεύθερες αγορές και εύλογα ασφαλή δικαιώματα ιδιοκτησίας- έχει καλή πορεία. Από τις 15 χώρες του κόσμου με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, σχεδόν τα δύο τρίτα είναι μη-δημοκρατίες. Ακόμη και συγκριτικά αποτυχημένα αυταρχικά κράτη, όπως το Ιράν, το Καζακστάν και η Ρωσία, μπορούν να καυχηθούν για κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 20.000 δολαρίων. Η Κίνα, της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν πολύ χαμηλότερο μόλις πριν από δύο δεκαετίες, αρχίζει γρήγορα να καλύπτει την διαφορά. Παρά το γεγονός ότι τα έσοδα στην αγροτική ενδοχώρα παραμένουν χαμηλά, η χώρα έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει υψηλότερο επίπεδο πλούτου στις πιο αστικές περιοχές της: Η παράκτια περιοχή της Κίνας περιλαμβάνει σήμερα περίπου 420 εκατομμύρια ανθρώπους, με μέσο εισόδημα 23.000 δολαρίων και αυξανόμενο. Με άλλα λόγια, τώρα μπορεί να λεχθεί ότι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ζουν υπό συνθήκες «αυταρχικής νεωτερικότητας» (authoritarian modernity). Στα μάτια των λιγότερο εύπορων μιμητών τους σε όλο τον κόσμο, η αξιοσημείωτη ευημερία τους χρησιμεύει ως απόδειξη του γεγονότος ότι ο δρόμος προς την ευημερία δεν χρειάζεται πλέον να περνά από την φιλελεύθερη δημοκρατία.
ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ ΗΠΙΑ ΙΣΧΥΣ
Ένα από τα αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού ήταν ο πολύ μεγαλύτερος βαθμός ιδεολογικής αυτοπεποίθησης μεταξύ των αυταρχικών καθεστώτων -και, μαζί με αυτό, η προθυμία τους να ανακατευτούν με τις Δυτικές δημοκρατίες. Οι προσπάθειες της Ρωσίας να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016 δικαιολογημένα προσέλκυσαν την περισσότερη προσοχή τα δύο τελευταία χρόνια. Αλλά η χώρα έχει από καιρό μια ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη. Στην Ιταλία και την Γαλλία, για παράδειγμα, η Ρωσία βοήθησε εδώ και δεκαετίες στην χρηματοδότηση εξτρεμιστικών κομμάτων και στις δύο άκρες του πολιτικού φάσματος. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ρωσία έχει απολαύσει ακόμη πιο αξιόλογη επιτυχία στην πρόσληψη συνταξιούχων πολιτικών ηγετών για να ασκήσουν πιέσεις εξ ονόματός της, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ και του Αυστριακού πρώην καγκελαρίου Alfred Gusenbauer.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι αν η Ρωσία θα παραμείνει μόνη στην προσπάθειά της να επηρεάσει την πολιτική των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Η απάντηση είναι σχεδόν σίγουρα όχι: Οι εκστρατείες της απέδειξαν ότι η εξωτερική ανάμειξη από τις αυταρχικές δυνάμεις σε βαθιά διαιρεμένες δημοκρατίες είναι σχετικά εύκολη και εντυπωσιακά αποτελεσματική, καθιστώντας πολύ δελεαστικό για τους αυταρχικούς ομολόγους της Ρωσίας να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Πράγματι, η Κίνα ενισχύει ήδη την ιδεολογική πίεση στους Κινέζους που κατοικούν στο εξωτερικό και δημιουργεί σημαίνοντα Ινστιτούτα Κομφούκιος στα μεγάλα κέντρα μάθησης. Και τα τελευταία δύο χρόνια, η Σαουδική Αραβία αύξησε δραματικά τις πληρωμές της σε εγγεγραμμένους εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων των ΗΠΑ (λομπίστες), αυξάνοντας τον αριθμό των εγγεγραμμένων αλλοδαπών αντιπροσώπων που εργάζονται για λογαριασμό της από 25 σε 145.
Εάν η μεταβαλλόμενη ισορροπία της οικονομικής και τεχνολογικής ισχύος μεταξύ των Δυτικών δημοκρατιών και των αυταρχικών χωρών καθιστά τις πρώτες πιο επιρρεπείς σε εξωτερικές παρεμβάσεις, διευκολύνει επίσης την εξάπλωση των αξιών των δεύτερων. Πράγματι, η άνοδος της αυταρχικής ήπιας ισχύος είναι ήδη εμφανής σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών κύκλων, της λαϊκής κουλτούρας, των ξένων επενδύσεων και της αναπτυξιακής βοήθειας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, για παράδειγμα, όλα τα κορυφαία πανεπιστήμια στον κόσμο βρίσκονταν στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά οι αυταρχικές χώρες αρχίζουν να καλύπτουν την διαφορά. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Times Higher Education, 16 από τα 250 κορυφαία ιδρύματα παγκοσμίως βρίσκονται σε μη-δημοκρατίες, όπως στην Κίνα, την Ρωσία, την Σαουδική Αραβία και την Σιγκαπούρη.
Όμως η πιο σημαντική μορφή αυταρχικής ήπιας ισχύος, ίσως να είναι η αυξανόμενη ικανότητα των δικτατορικών καθεστώτων να μαλακώνουν την λαβή που οι δημοκρατίες είχαν κάποτε στην αναφορά και την διάδοση ειδήσεων. Ενώ το σοβιετικό φερέφωνο Pravda δεν θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί την προσέλκυση μαζικού αναγνωστικού κοινού στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα κλιπ που παράγονται σήμερα από κρατικά χρηματοδοτούμενα κανάλια ειδήσεων όπως το Al Jazeera του Κατάρ και το RT της Ρωσίας, προσελκύουν τακτικά εκατομμύρια Αμερικανούς θεατές. Το αποτέλεσμα είναι το τέλος του μονοπωλίου της Δύσης σχετικά με τις αφηγήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και ο τερματισμός της ικανότητάς της να διατηρεί έναν πολιτικό χώρο που να μην μολύνεται από ξένες κυβερνήσεις.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ;
Κατά την διάρκεια της μακράς περιόδου της δημοκρατικής σταθερότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η κυρίαρχη υπερδύναμη, πολιτισμικά και οικονομικά. Αυταρχικοί ανταγωνιστές όπως η Σοβιετική Ένωση, γρήγορα βάλτωσαν οικονομικά και απαξιώθηκαν ιδεολογικά. Ως αποτέλεσμα, η δημοκρατία φάνηκε να υπόσχεται όχι μόνο έναν μεγαλύτερο βαθμό ατομικής ελευθερίας και συλλογικής αυτοδιάθεσης, αλλά και την πιο ανιαρή προοπτική μιας πολύ πλουσιότερης ζωής. Εφόσον οι συνθήκες αυτές κρατούσαν στο παρελθόν, φάνηκε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να υποθέσουμε ότι η δημοκρατία θα συνέχιζε να είναι ασφαλής στα παραδοσιακά οχυρά της. Υπήρχαν ακόμη εύλογοι λόγοι για να ελπίζουμε ότι ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός αυταρχικών χωρών θα εντασσόταν στην δημοκρατική παράταξη.
Αλλά η εποχή κατά την οποία οι Δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες ήταν οι κορυφαίες πολιτιστικές και οικονομικές δυνάμεις του κόσμου μπορεί τώρα να φθάνει στο τέλος της. Την ίδια στιγμή που οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δείχνουν έντονα σημάδια θεσμικής αποσύνθεσης, οι αυταρχικοί λαϊκιστές αρχίζουν να αναπτύσσουν μια ιδεολογική εναλλακτική λύση υπό τη μορφή της αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας, και οι αναμφισβήτητα αυταρχικοί προσφέρουν στους πολίτες τους ένα βιοτικό επίπεδο που ανταγωνίζεται όλο και περισσότερο εκείνο των πλουσιότερων χωρών στην Δύση.
Είναι δελεαστικό να ελπίζουμε ότι οι Δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες θα μπορέσουν να επανακτήσουν την κυριαρχία τους. Ένα μονοπάτι προς το σκοπό αυτό θα ήταν οικονομικό. Η πρόσφατη οικονομική επιτυχία των αυταρχικών χωρών ίσως να αποδειχθεί σύντομη. Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία εξακολουθούν να εξαρτώνται υπερβολικά από τα έσοδα από ορυκτά καύσιμα. Η πρόσφατη ανάπτυξη της Κίνας έχει τροφοδοτηθεί από την διογκωμένη φούσκα του χρέους και τις ευνοϊκές δημογραφικές ιδιαιτερότητες και μπορεί να καταλήξει να είναι δύσκολο να διατηρηθεί μόλις η χώρα αναγκαστεί να απομοχλευθεί και την πλήξουν οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, οι οικονομικές επιδόσεις των αναπτυγμένων Δυτικών οικονομιών θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Καθώς οι υπολειπόμενες επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης εξαντλούνται και οι ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές οικονομίες επιστρέφουν ορμητικά στην ζωή, αυτά τα προπύργια της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα μπορούσαν και πάλι να ξεπεράσουν τις εκσυγχρονισμένες αυταρχικές χώρες.
Οι προβολές σχετικά με την ακριβή ταχύτητα και τον βαθμό της μεταβολής της εξισορρόπησης ισχύος μεταξύ των δημοκρατικών και των αυταρχικών χωρών θα πρέπει επομένως να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Ωστόσο, μια σύντομη ματιά στα ποσοστά ανάπτυξης του Δυτικού ΑΕΠ τις τελευταίες τρεις έως τέσσερις δεκαετίες δείχνει ότι, λόγω της δημογραφικής υποβάθμισης και της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας, οι Δυτικές οικονομίες υπέφεραν από στασιμότητα πολύ πριν από την χρηματοπιστωτική κρίση. Εν τω μεταξύ, η Κίνα και πολλές άλλες αναδυόμενες οικονομίες έχουν μεγάλες ενδοχώρες, οι οποίες δεν έχουν ακόμη βιώσει ανάπτυξη που να καλύπτει την διαφορά, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτές οι χώρες μπορούν να συνεχίσουν να αποκομίζουν σημαντικά οφέλη ακολουθώντας το σημερινό μοντέλο ανάπτυξής τους.
Μια άλλη ελπίδα είναι ότι οι αναδυόμενες δημοκρατίες όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Ινδονησία μπορεί να διαδραματίσουν πιο ενεργό ρόλο στην υποστήριξη μιας συμμαχίας φιλελεύθερων δημοκρατιών και στην διάδοση των αξιών τους σε όλο τον κόσμο. Αλλά αυτό θα απαιτούσε μια ριζική αλλαγή στην πορεία. Όπως υποστήριξε ο πολιτικός επιστήμονας Marc Plattner, αυτές οι χώρες δεν έχουν σκεφθεί ιστορικά «την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως σημαντική συνιστώσα της εξωτερικής τους πολιτικής». Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, για παράδειγμα, η Βραζιλία, η Ινδία και η Νότια Αφρική απείχαν από την ψηφοφορία επί ενός ψηφίσματος στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που καταδίκαζε την κίνηση [της Ρωσίας]. Έχουν επίσης αντιταχθεί στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Και τείνουν να συμπαρατάσσονται με τα αυταρχικά καθεστώτα αναζητώντας μεγαλύτερο ρόλο για τα κράτη στην ρύθμιση του Διαδικτύου.
Για να χειροτερέψουν τα πράγματα, οι αναδυόμενες δημοκρατίες ιστορικά ήταν πολύ λιγότερο σταθερές από τις υποτιθέμενες εδραιωμένες δημοκρατίες της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής Ευρώπης και τμημάτων της Ανατολικής Ασίας. Πράγματι, η πρόσφατη δημοκρατική διολίσθηση στην Τουρκία, καθώς και τα σημάδια δημοκρατικής ολίσθησης στην Αργεντινή, την Ινδονησία, το Μεξικό και τις Φιλιππίνες, εγείρουν το ενδεχόμενο ότι ορισμένες από αυτές τις χώρες μπορεί να γίνουν ελαττωματικές δημοκρατίες -ή να επανέλθουν στην ξεκάθαρη αυταρχική διακυβέρνηση- τις επόμενες δεκαετίες . Αντί να υποστηρίξουν τις φθίνουσες δυνάμεις της δημοκρατίας, ορισμένες από αυτές τις χώρες μπορεί να επιλέξουν να ευθυγραμμιστούν με αυταρχικές δυνάμεις.
Οι ελπίδες ότι το σημερινό σύνολο των δημοκρατικών χωρών θα μπορούσε κάπως να ξανακερδίσει την προηγούμενη παγκόσμια θέση του είναι πιθανώς μάταιες. Το πιο πιθανό σενάριο λοιπόν, είναι ότι οι δημοκρατίες θα φτάσουν να φαίνονται όλο και λιγότερο ελκυστικές καθώς θα παύουν να συνδέονται με τον πλούτο και την ισχύ και θα αποτυγχάνουν να ανταποκρίνονται στις δικές τους προκλήσεις.
Είναι κατανοητό, όμως, ότι οι ζωογόνες αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα αποδειχθούν πολύ ελκυστικές για τους κατοίκους των αυταρχικών χωρών, ακόμη και αν οι λαοί αυτοί απολαμβάνουν ένα συγκρίσιμο βιοτικό επίπεδο. Εάν μεγάλες αυταρχικές χώρες όπως το Ιράν, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία προχωρούσαν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, η συνολική ισχύς των δημοκρατιών θα ενισχυόταν σημαντικά. Εάν η Κίνα έκανε κάτι τέτοιο, θα έληγε η εποχή της αυταρχικής αναζωπύρωσης με ένα μόνο κτύπημα.
Αλλά αυτό είναι απλώς ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι ο μακρύς αιώνας κατά τον οποίο οι Δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες κυριάρχησαν στον κόσμο τελείωσε για τα καλά. Το μόνο ζήτημα που παραμένει τώρα είναι εάν η δημοκρατία θα ξεπεράσει την άλλοτε σταθερή αγκυροβόλησή της στην Δύση, μια μετατόπιση που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για έναν πραγματικά παγκόσμιο δημοκρατικό αιώνα -ή εάν η δημοκρατία θα γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, η πολυκαιρισμένη μορφή διακυβέρνησης σε μια οικονομικά και δημογραφικά παρακμάζουσα γωνιά του κόσμου.
Ο YASCHA MOUNK είναι λέκτορας για την Διακυβέρνηση στο Πανεπιστήμιο Harvard και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The People vs. Democracy: Why Our Freedom Is in Danger and How to Save It .
Ο ROBERTO STEFAN FOA είναι λέκτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και συνεργάτης στο Electoral Integrity Project.
foreignaffairs