Η μαζική παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης στην Αλβανία, στις 21 Φεβρουαρίου, ήταν μια ακραία και άνευ προηγουμένου κίνηση για χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Ως τέτοια θεωρήθηκε και κατακρίθηκε αυστηρά τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΕ. Αντιθέτως, για την πλειοψηφία των Αλβανών δεν ήταν απλά αναμενόμενη, αλλά απαίτηση. Ήταν η λογική έκβαση των πολιτικών εξελίξεων των δύο τελευταίων ετών στην χώρα.
Όπως και σε όλους τους προηγούμενους κύκλους συγκρουσιακών εξελίξεων στον ούτως ή άλλως ασταθή πολιτικό βίο της Αλβανίας τα τελευταία 28 χρόνια (μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος), κι αυτή τη φορά η ρίζα του κακού ήταν οι τελευταίες εκλογές του Ιουνίου 2017. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε πως η Αλβανία, όπως προκύπτει και από τις αντίστοιχες εκθέσεις του ΟΑΣΕ, είναι η μόνη χώρα-μέλος του πρώην ανατολικού μπλοκ που δεν κατάφερε, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1990, να διοργανώσει έστω και μια φορά πραγματικά ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές.
Τον Φεβρουάριο του 2017, τέσσερις μήνες πριν την διεξαγωγή των ήδη προγραμματισμένων κοινοβουλευτικών εκλογών (βάσει του Συντάγματος προκηρύσσονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έξι μήνες πριν τη διεξαγωγή τους), η αντιπολίτευση πέρασε στην επίθεση. Αποφάσισε την αποχή από τις εργασίες του Κοινοβουλίου, τη διοργάνωση συνεχιζόμενων νυχθημερόν μαζικών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας έξω από το πρωθυπουργικό μέγαρο, στήνοντας γιγάντιο αντίσκηνο στην κεντρική λεωφόρο, και την οριστική μη συμμετοχή της στις εκλογές χωρίς την έγκαιρη εκπλήρωση τριών αιτημάτων:
- Τη σύσταση υπηρεσιακής κυβέρνησης χωρίς τον Ράμα πρωθυπουργό.
- Τον αποκλεισμό βάσει νόμου των εγκληματικών στοιχείων που είχαν παρεισφρήσει στα πολιτικά κόμματα από τις εκλογές.
- Την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, του οργανωμένου εγκλήματος και κυρίως της καλλιέργειας και του εμπορίου ναρκωτικών.
Τελικά οι εκλογές διεξήχθησαν με μία μόνο εβδομάδα καθυστέρηση, μετά την επίτευξη συμβιβασμού -στο παρά πέντε- μεταξύ των δύο πλευρών. Ο συμβιβασμός ήταν αποτέλεσμα συστηματικών, επίπονων και πολλές φορές εκβιαστικών παρεμβάσεων του αμερικανικού και ευρωπαϊκού παράγοντα. Αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής ήταν να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας των δύο πλευρών με τον Ράμα πρωθυπουργό, ο αποκλεισμός αρκετών υποψηφίων με ύποπτο παρελθόν κυρίως από τα ψηφοδέλτια του Σοσιαλιστικού Κόμματος και η κοινή δέσμευση για μια έντιμη εκλογική διαδικασία.
Επανήλθε πιο αυταρχικός
Και όντως η διαδικασία κύλησε φαινομενικά ομαλά. Ο Ράμα αναδείχθηκε νικητής αυτή τη φορά αυτοδύναμα. Οι ξένοι παρατηρητές, όμως, έκαναν λόγο στις εκθέσεις τους για αλλοίωση της ψήφου στο βαθμό του 20%. Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης υπήρξαν χλιαρές. Η συμμετοχή της στην προεκλογική κυβέρνηση συνεργασίας και μάλιστα το γεγονός ότι στελέχη της ηγήθηκαν υπουργείων όπως αυτά των Εσωτερικών και της Δικαιοσύνης της είχαν περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια.
Χωρίς τα εμπόδια πλέον της συμμετοχής συμμάχων στη διακυβέρνηση, ο Ράμα επανήλθε πιο αυταρχικός και αποφασισμένος στην υλοποίηση αμφιβόλων πρωτοβουλιών. Ξεκίνησε με το νομοσχέδιο για την κατεδάφιση του Εθνικού Θεάτρου στο κέντρο των Τιράνων και την χορήγηση άδειας ανέγερσης συγκροτήματος πολυόροφων πολυκατοικιών και εμπορικών κέντρων σε εταιρεία γνωστή για τις στενές διασυνδέσεις με το περιβάλλον του ίδιου και του δημάρχου των Τιράνων. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την μήνιν όλης της καλλιτεχνικής κοινότητας και της διανόησης της χώρας. Του στέρησε και το προσωπείο που ζωγράφου-καλλιτέχνη, το οποίο ουκ ολίγες φορές χρησιμοποίησε επιτυχώς κυρίως στο εξωτερικό για να δημιουργήσει την εικόνα ενός δυτικού πολιτικού.
Συνέχισε με το έργο διεύρυνσης του δακτυλίου στην περιοχή Αστήρ των Τιράνων. Το σχέδιο προέβλεπε την κατεδάφιση άνω των 300 κατοικιών. Και ενώ οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν να προστατέψουν τις περιουσίες τους, τα ΜΜΕ αποκάλυψαν διπλό σκάνδαλο στην υπόθεση αυτή. Αφενός το έργο ήταν υπερβολικά υπερτιμημένο (40 εκατ. ευρώ για 2 χλμ δρόμο), αφετέρου είχε ανατεθεί σε εταιρεία, η οποία ενώ είχε εμφανιστεί στον διαγωνισμό με αμερικανικά έγγραφα, αυτά στη συνέχεια αποδείχθηκαν πλαστά. Στην πραγματικότητα ήταν συμφερόντων οικονομικού παράγοντα του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Υφαρπαγή ελληνικών περιουσιών
Με σειρά νομοθετικών και εκτελεστικών πρωτοβουλιών προετοίμασε το έδαφος για την υφαρπαγή όλων των τουριστικά αξιοποιήσιμων οικοπέδων της παράκτιας γραμμής του Ιουνίου από τους νόμιμους ιδιοκτήτες ως επί το πλείστον Έλληνες. Τα έδωσε στους αποκαλούμενους «στρατηγικούς επενδυτές», οι οποίοι είναι γνωστοί στην κοινή γνώμη ως πελάτες του Πρωθυπουργού.
Τα παραπάνω γεγονότα, που ενδεικτικά αναφέραμε, όπως και πολλά άλλα όμοιά τους, ήρθαν να διογκώσουν την ήδη έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια, απόρροια της χρόνιας εξαθλίωσης, ανεργίας και μετανάστευσης που μαστίζουν την αλβανική κοινωνία. Τον προηγούμενο Δεκέμβριο στις διαμαρτυρόμενες κοινωνικές ομάδες προστέθηκαν και οι φοιτητές. Απέναντι στα αιτήματα τους για χαμηλότερα δίδακτρα, ανθρώπινες συνθήκες στις φοιτητικές εστίες, έλεγχο των πλαστών επιστημονικών τίτλων του ακαδημαϊκού προσωπικού κ.α., ο πρωθυπουργός στάθηκε με τη γνωστή αλαζονεία του. Αναγκάστηκε, όμως, σύντομα να ανακρούσει πρύμνα.
Βιώνοντας για πρώτη φορά την ωμή απαξίωση και απομυθοποίησή του, ιδίως σε χώρους όπως τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, τα οποία θεωρούσε μέχρι τότε δικό του προνομιακό ακροατήριο, διαισθάνθηκε την επερχόμενη μαζική κοινωνική αντίδραση και προχώρησε σε ριζικό ανασχηματισμό. Αντικατέστησε τα δικά του «πολιτικά τέκνα» σε πρωτοκλασάτα υπουργεία με ανώνυμους, άσχετους με την πολιτική, αγνώστους ακόμη και στο ίδιο του κόμμα εξωκοινοβουλευτικούς με στόχο «να μην μπορέσει κανείς να βρει κάτι μεμπτό να τους προσάψει».
Τότε ακριβώς είδαν το φως της δημοσιότητας σε έγκριτα διεθνή ΜΜΕ στοιχεία για υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών ανώτατων στελεχών, υπουργών και δημάρχων, στενών συνεργατών του Ράμα. Οι υποκλοπές αποκαλύπτουν το όργιο συναλλαγών τους με σεσημασμένος εκπροσώπους του οργανωμένου εγκλήματος με αντικείμενο την εξαγορά ψήφων στις εκλογές του 2017.
Απέναντι στην κοινή γνώμη
Η αντιπολίτευση η οποία είχε καταγγείλει με πενιχρά μέχρι τότε αποτελέσματα τα φαινόμενα αυτά, είδε πλέον την ζυγαριά της κοινής γνώμης να γέρνει προς το μέρος της για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Προχώρησε σε καταγγελίες και διαμαρτυρίες με τον Ράμα να τις απαξιώνει και να τις χλευάζει και τη δικαιοσύνη να αδρανεί. Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο όχι μόνο τους παραδοσιακούς οπαδούς της αντιπολίτευσης, αλλά και επιφανείς εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι απηύθυναν και αυτοί έκκληση για δυναμικές διαδηλώσεις. Κοινό αίτημα η παραίτηση Ράμα και η συγκρότηση νέας κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος με άλλο πρωθυπουργό με σκοπό τη διενέργεια πρόωρων εκλογών.
Ο Ράμα αγνόησε επιδεικτικά τη μαζικότερη διαδήλωση των τελευταίων 20 ετών στη χώρα. Για όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης τη δεδομένη πολιτική συγκυρία δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από την ανορθόδοξη κίνηση της μαζικής παραίτησης όλων των βουλευτών τους. Παρά τον εμφανή πανικό που τον έχει κυριεύσει μετά την τελευταία κίνηση της αντιπολίτευσης, ο Ράμα δηλώνει πως τεχνικά δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα στη ομαλή συνέχιση της διακυβέρνησης του.
Οι πρόωρες εκλογές, όμως, είναι θέμα χρόνου. Η αντιπολίτευση υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα συμμετάσχει στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έχουν προκηρυχθεί για τις 30 Ιουνίου. Η ΕΕ δεν θα μπορέσει να ανάψει το πράσινο φως των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου. Η ήδη εύθραυστη οικονομία δεν μπορεί να αντέξει μια τέτοια μέσο-μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα. Τα Δυτικά Βαλκάνια δε χωράνε περισσότερη αστάθεια. Και ενώ ο κόσμος είναι στους δρόμους και στις πλατείες το πλήθος των διαμαρτυρομένων αυξάνει συνεχώς με κάλεσμα για το επόμενο μεγάλο αντάμωμα έξω από το γραφείο του Ράμα στις 16 Μαρτίου.