Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ξεπέρασε με επιτυχία την πρόταση μομφής που κατέθεσαν οι συντηρητικοί ευρωβουλευτές του σχηματισμού «Πατριώτες για την Ευρώπη», η οποία απορρίφθηκε με 360 ψήφους κατά, 175 υπέρ και 18 αποχές.
Παρά το αποτέλεσμα, η συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο ανέδειξε το εύρος της πολιτικής δυσαρέσκειας προς το πρόσωπό της, με επικρίσεις να προέρχονται όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από την Αριστερά και το Κέντρο.
Η φον ντερ Λάιεν, η οποία συχνά κατηγορείται για αυταρχική στάση και υπέρμετρη συγκεντρωτικότητα, δέχτηκε σφοδρά πυρά για τη διαχείριση της εξουσίας της. Ιδιαίτερα επικρίθηκε για τη στρατηγική της να στραφεί προς τη σκληρή Δεξιά, με στόχο την εξασφάλιση πολιτικής στήριξης για μια ενδεχόμενη επανεκλογή της. Η διαδικασία της πρότασης μομφής, αν και με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, εξελίχθηκε σε πολιτική σκηνή εκτόνωσης και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στο εσωτερικό του Ευρωκοινοβουλίου.
Η πρόταση είχε υποβληθεί από τον Ρουμάνο ευρωβουλευτή Γκεόρκε Πιπερέα, του ριζοσπαστικού κόμματος AUR, και επικεντρώθηκε κυρίως στο σκάνδαλο που είναι γνωστό ως «Pfizergate». Κατηγορίες για έλλειψη διαφάνειας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο, καθώς η πρόεδρος της Κομισιόν αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τα SMS που αντάλλαξε το 2021 με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, ενόσω διαπραγματευόταν η Ε.Ε. την αγορά εμβολίων κατά της COVID-19. Η υπόθεση έχει οδηγήσει σε πολυάριθμες καταγγελίες και νομικές προσφυγές, μεταξύ των οποίων και εκείνη των New York Times στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με αίτημα την πρόσβαση στην αλληλογραφία που αφορά συμβάσεις δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, που προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), έχει γίνει στόχος σκληρής κριτικής, τόσο από τους αντιπάλους της όσο και από παραδοσιακούς συμμάχους. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μίλησε για μια σύγκρουση ανάμεσα στην «αυτοκρατορική ελίτ των Βρυξελλών» και τους «πατριώτες και την κοινή λογική», καλώντας για ξεκάθαρη πολιτική επιλογή ενάντια στην τρέχουσα πορεία της Ένωσης.
Η ίδια η φον ντερ Λάιεν υπερασπίστηκε τη θητεία της με επιθετική ρητορική, κατηγορώντας όσους στήριξαν την πρόταση μομφής ως «εξτρεμιστές», «αντιεμβολιαστές» και «θαυμαστές του Πούτιν». Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν περαιτέρω αντιδράσεις και από τις τάξεις του κεντροαριστερού και φιλελεύθερου φάσματος. Η Ισπανίδα επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, Ιράτσε Γκαρσία Πέρεθ, επέκρινε την πρόεδρο της Κομισιόν για έλλειψη σαφούς πολιτικής κατεύθυνσης και την κάλεσε να επιλέξει στρατόπεδο. Προειδοποίησε ότι αν αθετήσει ξανά τις δεσμεύσεις της, οι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα διστάσουν να ηγηθούν της αντίστασης. Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση της Βαλερί Χαϊέρ από τους Φιλελεύθερους του Renew Europe, που έκανε λόγο για συγκεντρωτισμό, πολιτικό αδιέξοδο και απώλεια ελέγχου της πολιτικής οικογένειας του ΕΛΚ.
Η παραπάνω εικόνα δείχνει σαφώς ότι η παραδοσιακή συμμαχία μεταξύ ΕΛΚ, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων, που για χρόνια στήριζε την ευρωπαϊκή πολιτική σταθερότητα, βρίσκεται σε κρίση. Η φον ντερ Λάιεν, στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον έλεγχο, καταφεύγει σε ελιγμούς και ευκαιριακές συμμαχίες, συχνά με αμφιλεγόμενες πολιτικές συνέπειες. Χαρακτηριστική είναι η επιλογή της να διορίσει ως αντιπρόεδρο της Κομισιόν τον Ραφαέλε Φίτο, μέλος του Fratelli d’Italia, κόμματος της Τζόρτζια Μελόνι, γεγονός που της κόστισε σημαντικά σε πολιτική αξιοπιστία εντός του Κοινοβουλίου.
Παρά το ότι η σκληρή Δεξιά υπερψήφισε κατά πλειοψηφία την πρόταση μομφής, η στάση των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), στους οποίους ανήκει και το κόμμα της Μελόνι, ήταν διχασμένη, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την τελική έκβαση της ψηφοφορίας. Οι Πατριώτες, με τη συμμετοχή κομμάτων όπως ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν, στήριξαν την πρόταση, αλλά χωρίς να επιτύχουν το επιθυμητό πολιτικό αποτέλεσμα.
Η φον ντερ Λάιεν πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας από τη Ρώμη, όπου συμμετείχε σε συνέδριο για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Όπως φαίνεται, δεν διατηρούσε καμία αμφιβολία για την έκβαση. Στο πλαίσιο της δεύτερης θητείας της, έχει θέσει ως βασικούς στόχους την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, την υιοθέτηση μιας νέας κοινής αμυντικής πολιτικής, τη συνέχιση της στήριξης προς την Ουκρανία και τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπίσει την αναζωπύρωση των εμπορικών εντάσεων με τις ΗΠΑ, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ανακοινώσει προθεσμία για την επιβολή νέων δασμών.
Η πολιτική επιβίωση της φον ντερ Λάιεν εξαρτάται πλέον από τη δυνατότητά της να ελιχθεί εντός ενός κατακερματισμένου πολιτικού σκηνικού, διατηρώντας ισορροπίες ανάμεσα σε συγκρουόμενα συμφέροντα και ιδεολογικές τάσεις. Η πρόταση μομφής, αν και απορρίφθηκε, αποκάλυψε το βάθος της κρίσης εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικά προς την ίδια. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν όχι μόνο την πολιτική της επιβίωση, αλλά και την ικανότητά της να ηγηθεί ενός ευρωπαϊκού σχεδίου που παραπαίει υπό την πίεση της ακροδεξιάς ανόδου, της πολιτικής κόπωσης και των ανεπίλυτων κρίσεων.