Ο πρόεδρος της Ν. Κορέας επιχείρησε με το πραξικόπημα-φιάσκο να παραμείνει στην εξουσία και να σβήσει τις υποθέσεις διαφθοράς για τις οποίες κατηγορείται
Του Βασίλη Γαλούπη
Μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα της Τρίτης οι περισσότεροι Νοτιοκορεάτες ήταν στο σπίτι τους χαζεύοντας τηλεόραση. Όταν ξαφνικά στις οθόνες εμφανίστηκε ο πρόεδρός τους για μια επείγουσα ομιλία προς το έθνος. Ο κόσμος ένιωσε ότι ζει μια κακόγουστη φάρσα. Ο Γιουν Σουκ-Γέολ απευθύνθηκε στον λαό σε δραματικό τόνο και τους ανακοίνωσε ότι επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη Νότια Κορέα. Ενεργούσε, είπε, για να προστατεύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία της χώρας του από «αντικρατικά στοιχεία» και «απειλές από τη Βόρεια Κορέα», χωρίς να δώσει λεπτομέρειες.
Ακολούθησε χάος. Οι δυνάμεις ασφαλείας σφράγισαν την Εθνοσυνέλευση, ελικόπτερα προσγειώθηκαν στην οροφή και στρατεύματα μπήκαν στο κτίριο, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν τους βουλευτές να μπουν μέσα. Χιλιάδες πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους, ζητώντας να ακυρωθεί ο στρατιωτικός νόμος και να συλληφθεί ο πρόεδρος. Στη μία το πρωί, όμως, 190 βουλευτές κατάφεραν να εισέλθουν στο κτίριο της Εθνοσυνέλευσης, ψηφίζοντας ομόφωνα για την απόρριψη του στρατιωτικού νόμου.
Το πραξικόπημα-φιάσκο του προέδρου Γιουν κράτησε μόλις δύο ώρες. Λίγο μετά τις πέντε τα ξημερώματα, συνολικά έξι ώρες μετά την παλαβή του ανακοίνωση, ο Γιουν αναγκάστηκε να δηλώσει ότι τα στρατεύματα θα επιστρέψουν στους στρατώνες τους και η διαταγή για στρατιωτικό νόμο θα αρθεί έπειτα από συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε ενωθεί κατά του πραξικοπήματος κι απαίτησε από τον Γιουν να παραιτηθεί, αλλιώς θα αντιμετωπίσει πρόταση μομφής.
Φυσικά δεν συνέτρεχε κανένας λόγος για κήρυξη στρατιωτικού νόμου, ούτε επρόκειτο… να εισβάλει η Βόρεια Κορέα. Ο αξιοθρήνητος πρόεδρος Γιουν επέλεξε να βυθίσει στο χάος τον λαό που τον ψήφισε σε μια προσπάθεια να γλιτώσει τις έρευνες και την τιμωρία για σκάνδαλα δικά του και της οικογένειάς του.
Με τον στρατιωτικό νόμο θα φίμωνε άπαντες τους πολιτικούς του αντιπάλους και θα έθετε όλα τα ΜΜΕ υπό την εξουσία του. Ήταν μια βλακώδης κίνηση πανικού και το όνειρό του να μη λογοδοτήσει γκρεμίστηκε μέσα σε ένα δίωρο. Ανώτατοι αξιωματούχοι του προέδρου άρχισαν να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους.
Παρά ταύτα, ο θρασύδειλος πρόεδρος δεν το έπαιρνε απόφαση να παραιτηθεί κι ας συνέχιζαν τα άλλα κόμματα να τον προειδοποιούν ότι, αν δεν παραιτείτο, θα προχωρούσε η διαδικασία για την αποπομπή του.
Τελικά χθες Τετάρτη το απόγευμα τα έξι κόμματα της αντιπολίτευσης στη Νότια Κορέα ανακοίνωσαν ότι υπέβαλαν πρόταση μομφής κατά του προέδρου. Η πρόταση υπεβλήθη με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και θα τεθεί σε ψηφοφορία μάλλον αύριο.
Στο μεταξύ, ο υπουργός Άμυνας της χώρας, Κιμ Γιονγκ Χιουν, ανακοίνωσε την παραίτησή του. Εναντίον του η αντιπολίτευση έχει, επίσης, υποβάλει πρόταση δυσπιστίας λόγω του ρόλου που του αποδίδουν στο πραξικόπημα.
Ο πρόεδρος Γιουν, που ανέβηκε στην εξουσία το 2022 με ελάχιστη διαφορά ψήφων, έγινε γρήγορα βαθιά διχαστικός κι αντιδημοφιλής στη χώρα του. Ο συντηρητικός πρώην εισαγγελέας κέρδισε την προεδρία με διαφορά μικρότερη από 1%. Το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρήθηκε, τότε, απόρριψη του προοδευτικού προκατόχου του, όχι πραγματική νίκη του Γιουν.
Όμως όταν κατόρθωσε να κάτσει στην καρέκλα, άρχισε ένα γαϊτανάκι από σκάνδαλα, προβλήματα και συνεχείς τσακωμούς με την αντιπολίτευση, η οποία ελέγχει το Κοινοβούλιο. Το ποσοστό αποδοχής του στις δημοσκοπήσεις γκρεμίστηκε απότομα από την αρχή.
Ο τρόπος διακυβέρνησης του Γιουν ήταν να χρησιμοποιεί μηνύσεις, κρατικές ρυθμιστικές Αρχές και ποινικές έρευνες με στόχο να καταστέλλει κάθε κριτική. Τις κατηγορίες εναντίον του τις αποκαλούσε «παραπληροφόρηση» κι έβαλε στο στόχαστρο τα ΜΜΕ. Η αστυνομία και οι εισαγγελείς εισέβαλαν επανειλημμένα σε σπίτια και στα γραφεία δημοσιογράφων. Το γραφείο του προέδρου κατηγορούσε τους εκπροσώπους του Τύπου ότι διαδίδουν fake news.
Από την εκλογή του κιόλας ο Γιουν κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιεί την εξουσία για να προωθεί τα προσωπικά του συμφέροντα. Φέτος η αντιπολίτευση αποκάλυψε ότι ο Γιουν άσκησε πίεση στο υπουργείο Άμυνας προκειμένου να κουκουλώσει την έρευνα για τον θάνατο ενός Νοτιοκορεάτη πεζοναύτη το 2023. Όταν το Κοινοβούλιο προώθησε νομοσχέδιο για να ερευνήσει ειδικός εισαγγελέας την υπόθεση, ο Γιουν άσκησε βέτο και ο νόμος δεν πέρασε.
Πέρυσι εμφανίστηκαν πλάνα που έδειχναν τη σύζυγο του προέδρου Γιουν να δέχεται ως δώρο μια τσάντα Dior αξίας 2.200 δολαρίων, κίνηση παράνομη, επειδή συνιστά δωροληψία. Το ζήτημα πήρε διαστάσεις και στην προεδρική σύζυγο κόλλησε έκτοτε το παρατσούκλι «Μαρία Αντουανέτα».
Τα σκάνδαλα με τη σύζυγο συνεχίστηκαν, όταν κατηγορήθηκε ότι είχε συμμετάσχει σε κόλπο χειραγώγησης τιμών μετοχών. Όταν η Βουλή ψήφισε να μπει ειδικός εισαγγελέας στην υπόθεση της συζύγου, ο τρομοκρατημένος Γιουν άσκησε πάλι βέτο στο νομοσχέδιο.
Για «αντίβαρο» στα σκάνδαλα διαφθοράς, ο Γιουν άρχισε στη θητεία του να «παίζει» το χαρτί της τρομοκράτησης, επικαλούμενος ως «μπαμπούλα» τη Βόρεια Κορέα. Ζητούσε «να διαδοθεί η ιδέα της ελευθερίας στον Βορρά», μέσω διείσδυσης στην πληροφόρηση της γειτονικής χώρας. Με αποτέλεσμα ο Κιμ Γιονγκ Ουν, ηγέτης της Βόρειας Κορέας, να τερματίσει κάθε διάλογο με τη Σεούλ και την Ουάσινγκτον, να διπλασιάσει τις δοκιμές πυρηνικών πυραύλων και να ανακοινώσει ότι η Νότια Κορέα θα αντιμετωπιστεί «ως εχθρός που ο Βορράς πρέπει να προσαρτήσει σε περίπτωση πολέμου».
Το βιογραφικό του Γιουν Σουκ-Γέολ
Γεννήθηκε το 1960 στη Σεούλ και αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του εθνικού πανεπιστημίου της Σεούλ το 1983. Πήρε εξαίρεση από το να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία λόγω προβλήματος στην όραση. Άρχισε να εργάζεται ως εισαγγελέας το 1994. Αναδείχθηκε για τη δίωξη που άσκησε στο σκάνδαλο διαφθοράς κατά της αποπεμφθείσας πρώην προέδρου της χώρας Παρκ Γκέουν-Χιέ.
Το 2019 διορίστηκε γενικός εισαγγελέας. Εμφανίστηκε ως πιθανός προεδρικός υποψήφιος για τις εκλογές του 2022 με υψηλή αποδοχή δημοσκοπικά, λόγω του προφίλ του ως πολέμιου της διαφθοράς. Ήταν νεοεισερχόμενος στην πολιτική όταν την ίδια χρονιά κέρδισε την προεδρία, επικρατώντας με λιγότερο από 1% διαφορά από τον αντίπαλό του. Από την αρχή της προεδρίας του ενεπλάκη σε σκάνδαλα και προσπάθειες φίμωσης του Τύπου. Την Τρίτη το βράδυ ανακοίνωσε ότι επιβάλλει στρατιωτικό νόμο. Αναγκάστηκε να πάρει πίσω την απόφασή του έξι ώρες μετά.