Το τέλος της συγκυβέρνησης των τριών φέρνει πρόωρες εκλογές στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης
Όταν το 2021 οι Σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς συνεργάστηκαν στην περίφημη κυβέρνηση του «φωτεινού σηματοδότη» με τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες, δημιουργήθηκαν μεγάλες προσδοκίες για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και την περιβαλλοντική θωράκιση της Γερμανίας.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς εταίρους, είχε οδηγηθεί σε μια κατάσταση εφησυχασμού στη διάρκεια των 16 χρόνων της ηγεσίας της Άνγκελα Μέρκελ, από την οποία και θα την έβγαζε το νέο κυβερνητικό τρίο, υπενθυμίζει ο Guardian.
Τρία χρόνια μετά είναι σαφές ότι αυτό το όνειρο δεν έχει καμιά ελπίδα εκπλήρωσης, αφού ο Γερμανός καγκελάριος προχώρησε προχθές στην αποπομπή του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ανακοινώνοντας ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης τον Ιανουάριο, εξέλιξη που ανοίγει τον δρόμο για τη διεξαγωγή πρόωρων ομοσπονδιακών εκλογών μέχρι τον Μαρτίου, αντί για τον Σεπτέμβριο οπότε και λήγει η κυβερνητική θητεία. Αιτία της ρήξης του συνασπισμού ήταν οι αγεφύρωτες διαφορές διάρκειας πολλών μηνών των τριών εταίρων για τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, με αφορμή την συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025 και την προσπάθεια κάλυψης των μεγάλων κενών του.
Η κρίση αυτή ξεκίνησε συγκεκριμένα τον Νοεμβρίου του 2023, όταν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικά τμήματα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην μπορεί ο συνασπισμός να καταλήξει σε ένα βιώσιμο οικονομικό σχέδιο με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ρήγματος μεταξύ των εταίρων του. Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας αποφάσισε κατά των σχεδίων της κυβέρνησης να ανακατανείμει χρήματα που προορίζονταν, αλλά δεν ξοδεύτηκαν ποτέ, για τον μετριασμό των συνεπειών της πανδημίας COVID-19. Το χρηματικό αυτό ποσό ύψους 60 δισ. ευρώ, με κυβερνητική απόφαση μπήκαν αντ’ αυτού στον προϋπολογισμό για τη δράση για το κλίμα. Έτσι, η δικαστική απόφαση άφησε μια τρύπα στον προϋπολογισμό, κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τη φωτιά που έκαψε τελικά αυτή την εβδομάδα την τρικομματική κυβέρνηση στη Γερμανία άναψε η δημοσιοποίηση εγγράφου του Λίντνερ με αιτήματα για φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από τους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους. Στο 18σέλιδο κείμενο, ο ακόμη τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας από το Ελεύθερο Δημοκρατικό κόμμα τόνιζε την ανάγκη «μιας οικονομικής αλλαγής με θεμελειώδη αναθεώρηση των βασικών πολιτικών». Για την ακρίβεια ζητούσε μείωση των επενδύσεων για το κλίμα, περικοπές στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, ευελιξία στις ηλικίες συνταξιοδότησης, χαμηλότερες συντάξεις και μείωση σε κάθε είδους επιδοτήσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με διάφορες πηγές το κείμενο του Λίντνερ, είχε χαρακτήρα προεκλογικού μανιφέστο, οπότε η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία ήταν μονόδρομος.
«Δεν είναι το τέλος του κόσμου», δήλωσε ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, καθώς ξεκινούσαν οι συζητήσεις για τον ανασχηματισμό. «Τα φανάρια σβήνουν», ήταν σε κάθε περίπτωση το σχόλιο της Bild, που αναφέρθηκε στα χρώματα των τριών κομμάτων που είναι ίδια με τα φανάρια της Τροχαίας, ενώ το περιοδικό Focus έδωσε μια διαφορετική διάσταση στην κυβερνητική κρίση στη Γερμανία γράφοντας ότι «η δύναμη της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ παρέσυρε τον γερμανικό συνασπισμό και αυτή είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία του νέου προέδρου».
Η αλήθεια είναι ότι η οικονομία της Γερμανίας είναι σε ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και χρειάζεται άμεσα επενδύσεις, με το βάρος που πέφτει στις πλάτες της για τη στήριξη της Ουκρανίας να μεγαλώνει μετά την επανεκλογή του Τραμπ που έχει δεσμευτεί για μείωση της αμερικανικής στήριξης και τέλος του πολέμου μέσα σε 24 ώρες.