Η ολοένα και αυξανόμενη αυτοκτονική τάση της Ευρώπης ως υπερδύναμης

Η Ευρώπη δείχνει να έχει χάσει τη θέλησή της για δύναμη και αναμένεται κάποιος να καλύψει το κενό που δημιουργείται – γιατί, όπως λέει η γνωστή φράση, «η φύση απεχθάνεται το κενό»

Το πολιτικό σχέδιο της Ενωμένης Ευρώπης έχει καταρρεύσει, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού πολιτικής αδράνειας, γεωπολιτικών αναταραχών και μιας σημαντικής οικονομικής αποτυχίας, ανατρέποντας κάθε φιλοδοξία της ΕΕ να διατηρήσει τη θέση της ως παγκόσμια δύναμη. Το κενό που δημιουργείται πλέον εγείρει το ερώτημα ποιος θα το καλύψει.

Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει αναπόφευκτα τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν πολιτικές που εστιάζουν στην υπεράσπιση των εθνικών τους συμφερόντων, αποσυνθέτοντας τα πολιτικά θεμέλια της Ένωσης, τα οποία θεμελιώθηκαν με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Μετά από δεκαετίες προειδοποιήσεων και χαμηλής ανάπτυξης, οι ηγέτες της περιοχής βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με μια αδυσώπητη σειρά αποδείξεων ότι η συνεχιζόμενη παρακμή είναι ασταμάτητη.

Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Emmanuel Macron, που έχει χάσει την πολιτική του νομιμοποίηση, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς ο Εθνικός Συναγερμός της Marine Le Pen έχει τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο, εμποδίζοντας οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει ο Macron είναι η ανοχή της ισχυρότερης σε αριθμό ψήφων πολιτικής δύναμης της χώρας.

Στη Γερμανία, για πρώτη φορά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία ανακοινώνει το κλείσιμο εργοστασίων, υποδεικνύοντας ότι το οικονομικό μοντέλο που έκανε τη χώρα κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι πλέον βιώσιμο.

Παράλληλα, οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί απομακρύνονται από την ευρωπαϊκή αγορά, λόγω των νέων κανονισμών για την τεχνητή νοημοσύνη που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθιστώντας την λιγότερο ελκυστική για επενδύσεις.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει επίσης τις αμυντικές αδυναμίες των δυτικών στρατευμάτων, καθώς οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προσπαθούν να συνεχίσουν να παρέχουν στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, κοστίζει ακριβά, με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να εξαντλούν τους στρατούς και τις οικονομίες τους σε μια μάχη που φαίνεται όλο και πιο μάταιη ενάντια στη Ρωσία.

Οι ευρωπαϊκές χώρες χάνουν, επιπλέον, την αξιοπιστία τους στις αγορές χρέους, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υποβάθμιση των οικονομικών προοπτικών της Γαλλίας από τον οίκο Fitch. Αυτή η κίνηση αποτελεί προειδοποίηση για την επικείμενη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, μόλις μια ημέρα μετά την παρουσίαση του προϋπολογισμού για το 2025 από την κυβέρνηση.

Αυτή η εξέλιξη αποτελεί ουσιαστικά «ψήφο μομφής» προς τις προσπάθειες του πρωθυπουργού Michel Barnier να διαχειριστεί την απότομη επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας.

Οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν σήμερα τις επιπτώσεις της σχεδόν ομοφωνίας των ηγετών τους όσον αφορά τη στάση τους στον πόλεμο με τη Ρωσία, ακολουθώντας κατά κύριο λόγο τις στρατηγικές των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γερμανική βιομηχανία συνεχίζει να υποφέρει, με την παραγωγή της να παραπαίει εξαιτίας των κυρώσεων στο ρωσικό φυσικό αέριο, που έχουν οδηγήσει σε σημαντική άνοδο των ενεργειακών τιμών. Παράλληλα, οι κοινωνικές υπηρεσίες σε όλη την Ευρώπη δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος υποδοχής των Ουκρανών προσφύγων, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια.

Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόλο που αντιμετωπίζουν πιέσεις από τις πλειοψηφίες των πολιτών τους, παραμένουν αμετακίνητοι, ενώ η αντίθεση στις εξωτερικές και εσωτερικές πολιτικές τους αυξάνεται. Οι διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης εξαπλώνονται σε όλη την ήπειρο. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, βρίσκεται αντιμέτωπος με έντονη αντίσταση στις προσπάθειές του να μειώσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, ενώ αγρότες στην Πολωνία και άλλες χώρες διαμαρτύρονται κατά των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, που προωθούν την ουκρανική αγροτική παραγωγή εις βάρος της εγχώριας.

Αυτές οι πολιτικές εξαντλούν την ήδη ασθενή οικονομική δυναμική της Ευρώπης, με τους πληθυσμούς των ευρωπαϊκών χωρών να γίνονται ολοένα και φτωχότεροι. Η ενεργειακή κρίση είναι ήδη παρούσα, και η κρίση στη μεταποίηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η βιομηχανική παραγωγή καταγράφει σημαντική πτώση, όπως και η συνολική παραγωγικότητα.

Οι πρόσφατες εξελίξεις φέρνουν στην επιφάνεια την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λειτουργήσει ως ενιαίο και δυναμικό οικονομικό μπλοκ. Αυτή η αδυναμία υπονομεύει την ισχύ της και περιορίζει την ικανότητά της να ανταποκριθεί σε μια σειρά από απειλές, όπως η κινεζική βιομηχανική πολιτική ή οι γεωπολιτικές κρίσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η πιθανότητα μιας μη φιλικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ στο μέλλον.

Η έλλειψη ενδιαφέροντος ή η αντίδραση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στην πρόσκληση του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού, Mario Draghi, για περισσότερες επενδύσεις και κοινό δανεισμό για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, αποκαλύπτει πώς η Ευρώπη έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Όπως τονίζει ο Guntram Wolff, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και συνεργάτης του think tank Bruegel, «Η αποτυχία στην ενίσχυση της παραγωγικότητας ήταν καταστροφική». Η Ευρώπη παραμένει πλούσια, αλλά η υστέρηση της για πάνω από 20 χρόνια έχει σοβαρές επιπτώσεις.

Το κεντρικό πρόβλημα έγκειται στο ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει τις μεγάλες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της γήρανσης του πληθυσμού και της μετάβασης σε μια μεταβιομηχανική οικονομία. Σε αυτά τα σύγχρονα φαινόμενα, η Ευρώπη εμφανίζεται αδύναμη και απρόθυμη να ανταποκριθεί αποτελεσματικά. Οι γεωπολιτικοί της αντίπαλοι, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, εκμεταλλεύονται αυτές τις αλλαγές, ενώ πολλά από τα μεγαλύτερα μέλη της ΕΕ παραμένουν καθηλωμένα σε παρωχημένα οικονομικά μοντέλα και αντιμετωπίζουν ψηφοφόρους που αντιστέκονται στις αλλαγές.

Ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας, Aleksander Kwasniewski, υπογράμμισε ότι «κάτι αλλάζει πολύ βαθιά και γρήγορα στον κόσμο, και δεν μπορούμε να αντιδράσουμε κατάλληλα, επειδή είμαστε πολύ αργοί». Ενώ η Κίνα αντιμετωπίζει τη δική της επιβράδυνση και οι ΗΠΑ βαδίζουν προς μια κρίσιμη προεδρική εκλογή με μη βιώσιμα δημόσια οικονομικά, και τα δύο αυτά κράτη έχουν τη δυνατότητα να κινητοποιούν τεράστιους πόρους, είτε ιδιωτικούς είτε δημόσιους, για άμυνα και τεχνολογία. Αντίθετα, η Ευρώπη στερείται αυτών των πλεονεκτημάτων, κάτι που γίνεται όλο και πιο προφανές.

Βέβαια, οι πλούσιες οικονομίες της Ευρώπης δεν βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Κάποιες χώρες ενδέχεται να επωφεληθούν από συμφωνίες με τις ΗΠΑ, την Κίνα ή τη Ρωσία. Ωστόσο, όσο διατηρούνται οι σημερινές τάσεις, τόσο αυξάνεται η ευπάθεια της Ευρώπης σε σοβαρά οικονομικά σοκ. Ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron προειδοποίησε πρόσφατα: «Στα επόμενα δύο με τρία χρόνια, αν συνεχίσουμε με τη συνηθισμένη ατζέντα μας, θα βρεθούμε εκτός αγοράς». Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατοί, καθώς η εξάρτηση της ΕΕ από την κινεζική οικονομία ενισχύεται, παρά τις συνεχείς εντάσεις με το Πεκίνο.

Η απώλεια των φθηνών ρωσικών ορυκτών καυσίμων μετά την έναρξη της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία το 2022, σε συνδυασμό με την επιθετική βιομηχανική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ, Joe Biden, σηματοδοτεί το τέλος ενός παλιού οικονομικού μοντέλου. Το μοντέλο αυτό είχε επιτρέψει στις εξαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης να αναπτυχθούν και να ευημερήσουν. Παράλληλα, οι προκλήσεις εντείνονται με την άνοδο της Κίνας ως παγκόσμιας παραγωγικής δύναμης, καθώς και την τεχνολογική καινοτομία που προχωρά ραγδαία, αφήνοντας την Ευρώπη πίσω.

Ο επιχειρηματίας και επενδυτής στον χώρο της τεχνολογίας, David Galbraith, εκφράζει ανησυχία λέγοντας στο Fortune ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Παραλληλίζει την τρέχουσα κατάσταση με τη βιομηχανική επανάσταση, υπογραμμίζοντας ότι χώρες που απέτυχαν να εκβιομηχανιστούν στο παρελθόν δεν τα πήγαν καλά οικονομικά. Το διακύβευμα δεν περιορίζεται απλώς σε μείωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, αλλά αφορά και τη μείωση της εμπιστοσύνης των ηγετών της Ευρώπης προς την ίδια την ευρωπαϊκή ιδέα.

Η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προέρχεται πλέον μόνο από ηγέτες όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Viktor Orban, αλλά και από αξιωματούχους μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτοί βλέπουν την ΕΕ όχι ως πηγή ευημερίας και προστασίας, αλλά ως εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσουν. Γάλλοι αξιωματούχοι προτείνουν βαθύτερη συνεργασία με μικρότερη ομάδα χωρών, καθώς η Γερμανία αντιτίθεται σε περαιτέρω οικονομική ολοκλήρωση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του κοινού δανεισμού. Παράλληλα, η Πολωνία επιδιώκει παρόμοιες στρατιωτικές συνεργασίες εκτός του πλαισίου της ΕΕ, ενώ η Ισπανία, παρά το παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκό της προφίλ, στρέφεται προς την Κίνα για επενδύσεις.

Σύμφωνα με τον Jamie Rush, επικεφαλής οικονομολόγο της Bloomberg Economics, αυτή η «γεωπολιτική της διαίρεσης» λειτουργεί στην πράξη. Η Κίνα ασκεί επιρροή στην ισπανική πολιτική μέσω επενδύσεων, ενώ ο Orban ακολουθεί δικές του συμμαχίες, υπονομεύοντας το ευρύτερο πολιτικό σχέδιο της ΕΕ. Αυτό το κλίμα αβεβαιότητας επηρεάζει όχι μόνο τους πολιτικούς αλλά και τους επενδυτές, με παραδείγματα όπως η Apple και η Meta, που αποφάσισαν να αποκλείσουν τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης τους από την ευρωπαϊκή αγορά λόγω των αυστηρών κανονισμών της ΕΕ.

Στο μεταξύ, ο Mario Draghi, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρουσίασε τον Σεπτέμβριο ένα σχέδιο για την ανάκαμψη της Ευρώπης, τονίζοντας τον κίνδυνο διάλυσης της περιοχής ως οικονομικής δύναμης. Οι προκλήσεις αυτές έχουν βαθύνει τη σχετική οικονομική παρακμή της Ευρώπης κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μια ανάλυση της Bloomberg Economics δείχνει ότι αν η ΕΕ είχε συμβαδίσει με τις ΗΠΑ, η οικονομία της θα ήταν σήμερα 3 τρισεκατομμύρια ευρώ μεγαλύτερη, κάτι που θα αύξανε το ετήσιο εισόδημα του μέσου εργαζομένου κατά περίπου 13.000 ευρώ.

Η Ευρώπη δείχνει να έχει χάσει τη θέλησή της για δύναμη και αναμένεται κάποιος να καλύψει το κενό που δημιουργείται – γιατί, όπως λέει η γνωστή φράση, «η φύση απεχθάνεται το κενό».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.