- Από τον Σάββα Καλεντερίδη
Την πρώτη στρατηγικού χαρακτήρα ήττα υπέστη από τον Εκρέμ Ιμάμογλου στις εκλογές για τη δημαρχία του μητροπολιτικού δήμου Κωνσταντινούπολης. Εκεί ο Ερντογάν, με το ελεγχόμενο από τον ίδιο δικαστικό σύστημα, ακύρωσε τις εκλογές που είχε κερδίσει ο Ιμάμογλου. Όμως στις εκλογές που ξαναέγιναν, ο Ιμάμογλου πήρε 700.000 περισσότερες ψήφους, αυξάνοντας τη διαφορά του από τον αντίπαλό του, πρώην πρωθυπουργό και εκλεκτό του Ερντογάν, Μπιναλί Γιλντιρίμ, σχεδόν κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Η δεύτερη ήττα του Ερντογάν προήλθε από την οικονομία. Μπορεί οι εξαγωγές της Τουρκίας να ξεπερνούν το δυσθεώρητο ποσό των 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μπορεί η τουρκική οικονομία να παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης που θα αγγίζει το 10% το 2021, όμως τα μεσαία και χαμηλά στρώματα υποφέρουν στη χώρα. Αρκεί να αναφέρουμε ένα στοιχείο που είχε θέσει ως στόχο ο Ερντογάν για το 2023, τότε που συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος είχε υποσχεθεί στους πολίτες της Τουρκίας ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Τούρκων το 2023 θα ανέλθει στα 25.000 δολάρια. Με βάση τα σημερινά δεδομένα και την πορεία απαξίωσης της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Τουρκία θα πέσει στα 7.000 δολάρια.
Η τρίτη ήττα του Ερντογάν προήλθε από τη διαφθορά. Τα σκάνδαλα του περιβάλλοντός του δεν είναι δυνατόν να μένουν πλέον στο σκοτάδι, παρά τον ασφυκτικό έλεγχο του Τύπου και των ΜΜΕ.
Η πρόσφατη αποκάλυψη μέσω των Pandora Papers ότι ο εργολάβος του «παλατιού» του Ερντογάν και εκλεκτός «φίλος» του Τούρκου προέδρου Ahmet Çalık, αλλά και άλλοι επιχειρηματίες του κύκλου του Ερντογάν, όπως οι Mehmet Cengiz, Fettah Tamince, Revna ve Tayfun Demirören, Turgay Ciner, Hüsnü Özyeğin, Nur Çebi, Mehmet Ali Yalçındağ, İnan Kıraç κ.ά., έκαναν φοροδιαφυγή εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί απόδειξη του μεγέθους της διαφθοράς που επικρατεί στο καθεστώς Ερντογάν. Και της υπόθεσης αυτής έγιναν κοινωνοί εκατομμύρια πολίτες της Τουρκίας.
Η τέταρτη ήττα για τον Ερντογάν προήλθε από την εξωτερική πολιτική. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει εξουδετερώσει το παραδοσιακό διπλωματικό κατεστημένο και ο ίδιος με τον στενό του κύκλο χαράσσει και υλοποιεί την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αυτός ο κύκλος τον έχει πείσει ότι η Τουρκία πρέπει να αντισταθεί στην «κακή Δύση» και να στραφεί προς τη Ρωσία και την Κίνα και προς τον μουσουλμανικό κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσωποπαγούς πολιτικής του είναι η παραγγελία των S-400, που αφενός μεν οδήγησε σε τραγικό αδιέξοδο και απαξίωση την τουρκική πολεμική αεροπορία, αφετέρου δε οδήγησε στην κατανάλωση τεράστιου μέρους από τα διπλωματικά και γεωπολιτικά αποθέματα που διέθετε η Τουρκία, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής της θέσης.
Είναι, δε, τέτοιο το αδιέξοδο, που είναι δυνατόν η κατάσταση για την Τουρκία να χειροτερέψει όσον αφορά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τη Δύση γενικότερα. Ενα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι η επιλογή του Ερντογάν να υιοθετήσει ανόητες προτάσεις, όπως η στρατιωτική εμπλοκή στον βάλτο της Συρίας, στο Β. Ιράκ, στη Λιβύη, η υπογραφή του τουρκολυβικού μνημονίου και το ηλίθιο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Παραδοσιακοί Τούρκοι διπλωμάτες γελάνε με αυτές τις επιλογές, για τις οποίες η Τουρκία ήδη πληρώνει μεγάλο τίμημα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάπτωσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η απάντηση του Ερντογάν στις τριμερείς της Ελλάδος και της Κύπρου και ειδικά στην τριμερή Ελλάδος – Κύπρου – Αιγύπτου, που έγινε πρόσφατα στην Αθήνα, η οποία μάλιστα εξόργισε το τουρκικό ΥΠΕΞ και η οποία έγινε σε μια στιγμή που η Τουρκία προβαίνει σε σοβαρές υποχωρήσεις προς την Αίγυπτο, για να εξομαλύνει τις μεταξύ τους σχέσεις. Την ίδια ημέρα που εκδιδόταν το κοινό ανακοινωθέν της τριμερούς της Αθήνας, μεταξύ Μητσοτάκη, Αναστασιάδη και Σίσι, ο Ερντογάν πραγματοποιούσε τη δική του τετραμερή, με τους ηγέτες τριών αφρικανικών χωρών, τον Faure Essozimna Gnassingbe, πρόεδρο της Δημοκρατίας του Τόγκο, τον Christian Kabore, πρόεδρο της Δημοκρατίας του Μπουρκίνα Φάσο και τον George Manneh Weah, πρόεδρο της Λιθερίας.
Δεν υπάρχει καμία διάθεση απαξίωσης των αφρικανικών χωρών και των ηγετών τους ούτε του εγχειρήματος της Τουρκίας να κάνει άνοιγμα στις χώρες της Αφρικής. Ισα ίσα, πρόκειται για μια ιδέα που θα εξασφαλίσει στην Τουρκία σοβαρά οικονομικά αλλά και πολιτικά οφέλη.
Όμως, η εικόνα είναι ενδεικτική της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η τουρκική εξωτερική πολιτική εξαιτίας των επιλογών του Ερντογάν.
Η πέμπτη ήττα αφορά κάτι προσωπικό και ανθρώπινο, την υγεία του Ερντογάν. Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά για την υγεία του, αλλά η τελευταία αναφορά με εκτενές άρθρο στο έγκυρο περιοδικό «Foreign Affairs» στην υγεία του Ερντογάν μπορεί να ήταν ένα πολιτικό μήνυμα της Ουάσινγκτον προς τον ίδιο, όμως το περιοδικό αυτό δεν θα εξέθετε τον εαυτό του με ένα άρθρο το οποίο δεν θα είχε στηριχθεί σε διασταυρωμένες πληροφορίες. Αλλωστε, οι εικόνες δεν μπορούν να διαψευστούν. Η υγεία του Ερντογάν χειροτερεύει και αυτό, σε συνδυασμό με τις άλλες τέσσερις ήττες, θα τον οδηγήσει στο τέλος της πολιτικής του καριέρας. Πάντως εμείς, για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους και για λόγους ποντιακής αλληλεγγύης, πέρα από τις σοβαρές πολιτικές μας διαφορές, του ευχόμαστε περαστικά. Το ερώτημα που απασχολεί πολλούς είναι τι θα γίνουν τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό με την επόμενη κυβέρνηση.
Η άποψή μας είναι ότι η πολιτική του νεοοθωμανισμού θα εγκαταλειφθεί από την επόμενη κυβέρνηση. Αρα, όποιες πτυχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που σχετίζονται με τον νεοοθωμανισμό και στα ελληνικά πράγματα, θα αλλάξουν.
Κατά τ’ άλλα, η τουρκική εξωτερική πολιτική θα επανέλθει στο κλασικό της πλαίσιο, που είναι οι γνωστές αμφισβητήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο, χωρίς να είμαι σίγουρος εάν η επόμενη τουρκική κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει το ηλίθιο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και το τουρκολυβικό μνημόνιο. Φυσικά υπάρχει ένα θέμα, το πώς θα παρουσιαστεί στην τουρκική κοινή γνώμη η οποία υπαναχώρηση ή εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής.
Τέλος, ένα θέμα που θα κληθεί να διαχειριστεί η ελληνική διπλωματία είναι το σοβαρό ενδεχόμενο η Τουρκία να επανέλθει στην «αγκαλιά» της Δύσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όσα έχει επενδύσει η ελληνική διπλωματία στο θέμα αυτό, όσο ο Ερντογάν έστρεφε την Τουρκία προς τη Μόσχα, το Πεκίνο και την… Αφρική.