Για μία ακόμη φορά ο Χ. Κίσινγκερ, κατά τη διάρκεια ενός φόρουμ του Ινστιτούτου Mc Cain, προειδοποίησε για εντάσεις μεταξύ των Η.Π.Α. και της Κίνας που απειλούν τον πλανήτη και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο
– πολύ πιο επικίνδυνες από αυτές του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις Η.Π.Α. και στη Σοβιετική Ένωση. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά,
«Αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις Η.Π.Α. και για ολόκληρο τον κόσμο – ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα να καταστραφεί μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Έχουμε αναπτύξει τεχνολογίες ισχύος που ήταν αδιανόητες πριν από 70 χρόνια – ενώ τώρα, στο πυρηνικό θέμα, προστίθεται το τεχνολογικό που αφορά το πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης.
Έτσι ο άνθρωπος αποκτά ως εταίρο μία μηχανή που μπορεί να αναπτύξει τη δική της κρίση – ενώ σε μία στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πανίσχυρες τεχνολογικές δυνάμεις, το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση με τη Σοβιετική Ένωση, αφού δεν ήταν οικονομική δύναμη, ενώ οι τεχνολογικές δυνατότητες της ήταν στρατιωτικές. Η Σοβιετική Ένωση δεν είχε φτάσει ποτέ στο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης της Κίνας σήμερα – η οποία, εκτός από τη στρατιωτική της ισχύ, έχει τεράστια οικονομική δύναμη».
Στα πλαίσια αυτά, αδυνατεί κανείς να καταλάβει τις ενέργειες της γερμανικής πια ΕΕ – η οποία καταδίκασε και κατηγόρησε την κινεζική ηγεσία, λέγοντας πως θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (πηγή). Την ίδια στιγμή δε που τα ευρωπαϊκά κράτη επιδιώκουν την εμπορική συνεργασία της Κίνας, στέλνουν έναν άνευ προηγουμένου αριθμό πολεμικών πλοίων στην περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού – με τη Γερμανία να προγραμματίζει την αποστολή μίας πολεμικής φρεγάτας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, για πρώτη φορά από το 2002 (πηγή).
Από την άλλη πλευρά, μόλις επέστρεψε στη Γαλλία ένα πυρηνικό πολεμικό υποβρύχιο, μετά από περιπολία 100 ημερών στην ίδια κινεζική περιοχή (πηγή) – ενώ οι Κάτω Χώρες, μαζί με τις Η.Π.Α., πρόκειται να ενταχθούν σε έναν βρετανικό στολίσκο που θα διενεργήσει έναν ακόμη προκλητικό ελιγμό στην Ασία. Ειδικότερα, τον επόμενο μήνα η Μ. Βρετανία θα στείλει το μεγαλύτερο ναυτικό στόλο της, από τον πόλεμο των Falklands με την Αργεντινή το 1982 (πηγή) – με επικεφαλής το νέο αεροπλανοφόρο της «Βασίλισσα Ελισάβετ» που θα διαθέτει μαχητικά αεροπλάνα F-35, ενώ θα περιλαμβάνει δύο αντιπυραυλικά πλοία, δύο φρεγάτες αντί-υποβρυχιακές και ένα πολεμικό πυρηνικό υποβρύχιο.
Προφανώς κανένας δεν κατανοεί γιατί η ΕΕ στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις, σε μία τόσο απομακρυσμένη περιοχή – ούτε ποιο λόγο έχει να εμπλέκεται στα πολεμικά παιχνίδια των Η.Π.Α. Πόσο μάλλον όταν η Ρωσία και η Κίνα συμμετέχουν μαζί σε ασκήσεις μεγάλων αποστάσεων, με στόχο τις δοκιμές της αξιοπλοΐας των πληρωμάτων, του εξοπλισμού και των πολεμικών συστημάτων τους – λογικά προετοιμαζόμενες για την ενδεχόμενη σύγκρουση τους με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, ο βρετανικός στολίσκος σχεδιάζει να στείλει τα δύο αντιπυραυλικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα, όταν θα κινείται προς την πλευρά του Ινδο-Ειρηνικού. Το ενδεχόμενο αυτό είναι από μόνο του επικίνδυνο, σε μία εποχή αυξημένων εντάσεων μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, σε σχέση με την Ουκρανία (ανάλυση) – ενώ η Γερμανία παραδόξως συνεχίζει να προωθεί τον Nord Stream 2, παρά το ότι οι Η.Π.Α. είναι εντελώς αντίθετες. Επικρατεί λοιπόν από την πλευρά της ΕΕ και των χωρών μελών της μία απίστευτη διγλωσσία – μία προσπάθεια να σταθούν σε δύο διαφορετικές βάρκες, χωρίς καμία λογική.
Συνεχίζοντας, η ευρωπαϊκή ναυτική εισβολή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, σημαίνει πως η ΕΕ στηρίζει την εχθρική πολιτική των Η.Π.Α. εναντίον της Κίνας, εκ μέρους της κυβέρνησης Biden – η οποία αυξάνει προκλητικά τον αριθμό των αμερικανικών πολεμικών πλοίων που εισέρχονται στη θαλάσσια περιοχή γύρω από τον κίτρινο γίγαντα (πηγή). Πρόκειται δηλαδή για μία συντονισμένη δράση που περιλαμβάνει κυρώσεις για φερόμενες παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δασμολογικές «τιμωρίες» και ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων – χωρίς να επιδιώκεται κάτι που θα βοηθούσε στην εκτόνωση της έντασης.
Εν προκειμένω, όταν η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ, ενώ η Μ. Βρετανία πρέπει να βελτιώσει τις σχέσεις της μαζί της μετά το BREXIT, εάν θέλει να επιβιώσει οικονομικά, είναι δύσκολο να αιτιολογηθεί η στήριξη των Η.Π.Α. εκ μέρους τους – ειδικά όσον αφορά το στρατιωτικό σκέλος. Από την άλλη πλευρά, πώς θα αντιδρούσε αλήθεια για παράδειγμα η ΕΕ, εάν υπήρχε μία διαμάχη μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας στη Βόρεια Θάλασσα για τα αλιευτικά δικαιώματα, όπου η Ρωσία και η Κίνα θα έστελναν πολεμικά πλοία και πυρηνικά υποβρύχια στην Ευρώπη, για να προστατεύσουν την «ελευθερία της ναυσιπλοΐας»; Δεν θα ήταν παράλογο;
Εάν απαιτούν τώρα οι Η.Π.Α. με τους συμμάχους τους το συμβιβασμό της Κίνας και της Ρωσίας, την αποδοχή δηλαδή της αμερικανικής ηγεμονίας του πλανήτη εκ μέρους των δύο χωρών, ασφαλώς δεν πρόκειται να συμβεί – ενώ όσο πιο πολύ τεντώνουν το σχοινί, τόσο πιο δύσκολα θα μπορέσουν αυτές να συμβιβαστούν με το ότι τελείωσε η προηγούμενη εποχή και το μέλλον δεν μπορεί πλέον να είναι μονοπολικό.
Η επόμενη δυτική παραφροσύνη
Περαιτέρω, ο πρόεδρος Biden πρότεινε πρόσφατα στον B. Johnson τη δρομολόγηση ενός σχεδίου υποδομών, ανταγωνιστικού του «δρόμου του μεταξιού» της Κίνας (πηγή) – από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 22 Απριλίου, παρουσιάστηκαν οι λεπτομέρειες στη Διάσκεψη Κορυφής για το Κλίμα – χωρίς όμως να αναφέρεται η δυνατότητα χρηματοδότησης του από μία υπερχρεωμένη χώρα όπως οι Η.Π.Α. και χωρίς να δίνεται σημασία στο ότι, κανένα κράτος του κόσμου δεν θα είχε ποτέ τη διάθεση να αγοράσει εισιτήριο σε ένα υπερωκεάνιο που βυθίζεται.
Στη διάσκεψη οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν ένα πρόγραμμα μείωσης της χρήσης λιγνίτη κατά 52% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2005, έως το 2050 – ενώ ο Biden δεσμεύθηκε στο κατά την άποψη του πιο ολοκληρωμένο σχέδιο υποδομών στην ιστορία, τύπου «Green New Deal 2», μιμούμενος το «New Deal» του Roosevelt. Εκτός αυτού αναφέρθηκε σε ένα «Σώμα Πολιτικών Κλίματος», μαζί με μία «Πράσινη Κλιματική Τράπεζα» – όπως ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός ανοικοδόμησης (Reconstruction Finance Corporation) του Roosevelt.
Θυμίζοντας εδώ τα λόγια του, σύμφωνα με τα οποία η Wall Street δεν έκανε τις Η.Π.Α. αυτές που είναι, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ο στόχος του θα είναι η κατάργηση της ηγεμονίας της – παρά το ότι μαζί με το δολάριο και με τους άλλους οργανισμούς της υπερδύναμης, αποτελεί το ισχυρότερο οικονομικό τους όπλο. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο ότι, ο Roosevelt πράγματι κατάργησε την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού συστήματος – μέσω της επιτροπής Pecora, του νόμου Glass-Steagall που διαχώριζε τις τράπεζες σε επενδυτικές και εμπορικές, καθώς επίσης της SEC.
Εν τούτοις, η «Πράσινη Νέα Συμφωνία 2» του Biden, διαμορφώνεται από τις συμφωνίες κλίματος των κεντρικών τραπεζών (πηγή) και από τις στρατηγικές πράσινης χρηματοδότησης που έχουν συνταχθεί από διάσημους εκπροσώπους των ελίτ – όπως της ειδικής ομάδας Bloomberg-Carney (πηγή). Η πρώτη προσπάθεια πάντως σύναψης μίας Πράσινης Νέας Συμφωνίας υπεβλήθη από το Βρετανό λόρδο A. Turner το 2009 (πηγή) – ο οποίος ήταν έως το 2019 πρόεδρος του «Ινστιτούτου Νέας Οικονομικής Σκέψης» του G. Soros, πρώην συνεργάτη των ναζί και γνωστού κερδοσκόπου.
Συνεχίζοντας, ο Biden φαίνεται να πιστεύει πραγματικά πως η χρηματοδότηση ενός προγράμματος πράσινων υποδομών (ανάλυση), δεν θα είναι δύσκολη – κρίνοντας πιθανότατα από τα χρήματα που δόθηκαν για την πανδημία, απλά με την εκτύπωση τεράστιων ποσοτήτων από τις κεντρικές τράπεζες, από τον αέρα. Το χρέος βέβαια των Η.Π.Α. αυξήθηκε στα 27 τρις $ περίπου, υπερβαίνοντας το 130% του ΑΕΠ τους (γράφημα), αλλά δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθόλου – θεωρώντας πως μερικά τρις $ επί πλέον δεν θα είναι πρόβλημα.
Εάν όμως δεν τα καταφέρει, θεωρεί πως υπάρχει η εναλλακτική λύση με την επιβολή τιμολόγησης των εκπομπών CO2 κατά το παράδειγμα της Σουηδίας (129 $ ανά τόνο εκπομπών άνθρακα), του Λιχτενστάιν (96 $) και του Καναδά (91$) – όπου ο τελευταίος δεσμεύθηκε να αυξήσει την τιμή στα 170 $ τον τόνο έως το 2030, ενώ οι Η.Π.Α. σύντομα στα 51 $ (πηγή). Ειδικά όσον αφορά τα φτωχά έθνη του πλανήτη που έχουν δηλώσει ενδιαφέρον για συνεργασία με την Κίνα και με τη Ρωσία, ο Biden ανακοίνωσε μία νέα στρατηγική πράσινης χρηματοδότησης τους (πηγή) – έτσι ώστε να αλλάξουν απόφαση, παραμένοντας πιστά στην αμερικανική αυτοκρατορία.
Σε σχέση τώρα με τη δέσμευση των Η.Π.Α. για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα έως το 2035, υπάρχουν πολλές αμφιβολίες – αφού βασίζονται σε 1.852 σταθμούς παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη, γεγονός που θα σήμαινε πως θα έπρεπε να κλείνουν 11 εργοστάσια κάθε μήνα έως τότε. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς από πού θα καλύψουν αυτές τους τις ανάγκες – αποκλείοντας τα πυρηνικά, με τα οποία δεν συμφωνούν οι υποστηρικτές του Biden. Προφανώς όχι από την πράσινη ενέργεια, αφού σε τέτοια μεγέθη είναι πιο ακριβή και αναξιόπιστη, σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα, την υδροηλεκτρική και την πυρηνική.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, παρά το ότι διατήρησε τα εργοστάσια λιγνίτη, το κλείσιμο των πυρηνικών την ανάγκασε να εισάγει ηλεκτρική ενέργεια από πυρηνικά και λιγνίτη από τις γειτονικές χώρες – όπου οι εισαγωγές της από την Πολωνία και την Τσεχία αυξήθηκαν κατά 60%. Έχει όμως αλήθεια σύνορα η ατμοσφαιρική ρύπανση; Όσον αφορά το κόστος της πράσινης ενέργειας, η μείωση της ανά κιλοβατώρα από 35 Σεντ στα 4 οφείλεται κυρίως στις επιδοτήσεις – αφού η τεχνολογία των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών δεν έχει εξελιχθεί σχεδόν καθόλου, ενώ κανένας δεν γνωρίζει το κόστος και τις δυνατότητες ανακύκλωσης τους.
Εν προκειμένω, το ΔΝΤ υπολόγισε πως οι κρατικές επιδοτήσεις που δόθηκαν σε εταιρίες για να παράγουν πράσινη ενέργεια ήταν 5,2 τρις $ μόνο το 2017 (πηγή) ή στο 6,5% του παγκοσμίου ΑΕΠ – ενώ φυσικά προέρχονταν από τους φορολογουμένους Πολίτες, οι οποίοι ενισχύουν τις «πράσινες ελίτ». Δεν πρέπει δε να υποτιμηθεί εδώ το κόστος της βιοαιθανόλης – όπου πάνω από το 40% της παραγωγής καλαμποκιού των Η.Π.Α. καίγεται με τη μορφή βιοντίζελ και αιθανόλης (πηγή), όταν την ίδια στιγμή πολλά δις ανθρώπων υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων παγκοσμίως.
Η Κίνα και η Ρωσία
Συνεχίζοντας, η Κίνα έχει επίσης δεσμευθεί να κατασκευάσει συστήματα πράσινης ενέργειας – χωρίς όμως να αφαιρέσει τα ορυκτά καύσιμα, τα πυρηνικά ή τα υδροηλεκτρικά από τις ενεργειακές της ανάγκες. Όταν δε ο Biden προσπάθησε να πιέσει τον Xi Jinping να επιταχύνει την έξοδο από το λιγνίτη έως το 2030, ο Κινέζος πρόεδρος αρνήθηκε ρητά – οπότε ο Αμερικανός απαίτησε από τους δυτικούς συμμάχους του να δημιουργήσουν ένα ενωμένο μέτωπο, υποχρεώνοντας την Κίνα να υιοθετήσει υψηλά περιβαλλοντικά πρότυπα στα έργα του δρόμου του μεταξιού, ενώ την κατηγόρησε ταυτόχρονα ως το μεγαλύτερο κλιματικό παραβάτη.
Από την άλλη πλευρά, στη Σύνοδο Κορυφής για το Κλίμα, ο πρόεδρος Putin τόνισε πως η πράσινη ανάπτυξη δεν πρέπει να είναι εις βάρος της βιώσιμης ανάπτυξης (πηγή) – αναφέροντας τη δέσμευση της Ρωσίας για την πυρηνική ενέργεια. Όπως είπε, το ποσοστό γονιμότητας στη χώρα του έχει αυξηθεί – ενώ το μέσο προσδόκιμο ζωής επίσης, από 56 χρόνια για άνδρες και 61 για γυναίκες στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στα 70 σήμερα, με προβλέψεις τα 78 έως το 2030.
Η μεγάλη ειρωνεία πάντως είναι πως η Ρωσία και η Κίνα υιοθετούν ένα όλο και περισσότερο ανοιχτό σύστημα πολιτικής οικονομίας που βελτιώνει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο χωρίς όρια – όπως στο παρελθόν η Δύση, η οποία έχει πλέον αλλάξει κατεύθυνση. Είναι δε γνωστό πως τα ανοιχτά συστήματα έχουν πάντοτε μεγαλύτερη επιτυχία – όπως στο κλασικό παράδειγμα των windows της Microsoft. Θυμίζουμε εδώ πως ο Roosevelt είχε οραματιστεί έναν κόσμο αμοιβαία επωφελούμενο (win-win) – σε αντίθεση με τον Churchill που ονειρευόταν έναν δυστοπικό κόσμο κλειστού συστήματος που φαίνεται πως τελικά επικράτησε στη Δύση.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, προφανώς θεωρούμε πως η Δύση είναι σε θέση και πρέπει να αλλάξει τα κακώς κείμενα, αντί να παρασυρθεί σε έναν πόλεμο με τις ανερχόμενες δυνάμεις του πλανήτη – οι οποίες μπορεί μεν σήμερα να φαίνονται περισσότερο συνεργάσιμες και φιλικές, αλλά κανένας δεν ξέρει τι θα συμβεί εάν τελικά επικρατήσουν. Δυστυχώς όμως, οι δυτικές ελίτ και ειδικά το στρατιωτικό-βιομηχανικό-τεχνολογικό σύμπλεγμα που κυβερνάει σήμερα τις Η.Π.Α. έχει άλλες απόψεις – επιμένοντας στη διατήρηση της μονοκρατορίας του που δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή. Ως εκ τούτου, τα πάντα είναι πιθανά – ενώ τα επικίνδυνα παιχνίδια πολέμου δεν έχουν ποτέ θετική κατάληξη.