Tο περασμένο καλοκαίρι κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του Βρετανού δημοσιογράφου John Kampfner με τίτλο «Γιατί οι Γερμανοί το κάνουν καλύτερα: Σημειώσεις από μια ώριμη χώρα».
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Το ευφάνταστο αυτό πόνημα, που θα μπορούσε, μαζί με το «The great reset», να κοσμεί εύκολα το πρωθυπουργικό γραφείο στο Μέγαρο Μαξίμου, φιλοδοξούσε να αποδείξει πώς οι σύγχρονοι Τεύτονες με «μεθοδικότητα, ταπεινότητα και συναισθηματική ωριμότητα» (!) άφησαν μακράν πίσω τα άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη και ιδίως την επηρμένη και ξεροκέφαλη τάχα μου Βρετανία του Brexit.
Όμως το πιο ωραίο της υπόθεσης είναι ότι το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή όχι την οικονομία αλλά… τις επιδόσεις της Γερμανίας στην κρίση της πανδημίας! Που τότε φαίνονταν σπουδαίες και μοναδικές.
Ο Βρετανός συγγραφέας, που γεννήθηκε στη Σιγκαπούρη από πατέρα Εβραιοσλοβάκο, είναι προφανές ότι κάποιο ζόρι τραβάει με τη δική του χώρα, αφού πιστεύει ότι οι Γερμανοί κάνουν τα πάντα καλύτερα, ακόμη και αυτά στα οποία οι επιδόσεις τους είναι εμφανώς προβληματικές. Λατρεύει τη Μέρκελ και στενοχωριέται γιατί η Ευρώπη θα στερηθεί το πολιτικό της διαμέτρημα, καθώς θεωρεί ότι διαχειρίστηκε υπέροχα το Μεταναστευτικό το 2015 με τη μνημειώδη φράση «Wir schaffen das», δηλαδή «μπορούμε να το διαχειριστούμε» ή, όπως θα λέγαμε στη διάλεκτο των νέων, «το ‘χουμε».
Τελικά δεν… το είχε τόσο πολύ η καγκελάριος και άφησε άλλους να «διαχειριστούν» το Μεταναστευτικό, εν ολίγοις τα χρήσιμα κορόιδα της μεσογειακής περιφέρειας, με προεξάρχουσα την Ελλάδα. Δυστυχώς, εκτός από το Μεταναστευτικό, αποδείχτηκε ότι δεν κατείχε και το θέμα της πανδημίας. Σήμερα ο Μπόρις Τζόνσον, αν θέλει να φτιάξει το κέφι του μπροστά στις ενορχηστρωμένες επιθέσεις που δέχεται, μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του συμπατριώτη του «Γιατί οι Γερμανοί το κάνουν καλύτερα» και να βαστάει την κοιλιά του από τα γέλια…
Η αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι στην αφετηρία της υγειονομικής κρίσης οι Γερμανοί βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Η Γερμανία είχε τη μεγαλύτερη αναλογία μονάδων εντατικής θεραπείας σε ολόκληρη την Ευρώπη, με περισσότερες από 25.000 κλίνες. Διέθετε, παράλληλα, ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα υγείας και μπορούσε να παράγει ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου ιατρικού εξοπλισμού. Για κάποιες, μάλιστα, από τις νοσοκομειακές συσκευές ήταν σχεδόν αποκλειστική παραγωγός και διανομέας στην Ευρώπη. Στους αναπνευστήρες, για παράδειγμα, που ήταν το «κλειδί» για την αντιμετώπιση βαριών περιστατικών της συγκεκριμένης ασθένειας, η Γερμανία είχε περίσσευμα.
Επιπλέον, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, είχε και λεφτά για ξόδεμα. Μπορούσε, λοιπόν, να επιβάλλει περιορισμούς, αλλά ταυτόχρονα να στηρίζει αποτελεσματικά την οικονομία της. Με το «καλημέρα» ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτζ ενέκρινε έναν συμπληρωματικό προϋπολογισμό 156 δισ. ευρώ, που ισοδυναμούσε με το 5% του γερμανικού ΑΕΠ για το 2019.
Στην αρχή, λοιπόν, η Γερμανία τα πήγε περίφημα για λογαριασμό της. Οταν ήρθε όμως η ώρα για την υγειονομική θωράκιση του πληθυσμού, που έπρεπε να βασιστεί σε προϊόντα τα οποία η ίδια δεν παράγει και μοιραία θα εισάγονταν από αλλού, έγινε της κακομοίρας.
Το Βερολίνο επιχείρησε παρασκηνιακά μέσω της «θείας Ούρσουλα» να χειραγωγήσει για λογαριασμό και των υπόλοιπων Ευρωπαίων τα μεγάλα deals με τους φαρμακευτικούς κολοσσούς, νομίζοντας ότι κάνει εμπορικές συμφωνίες για αυτοκίνητα από θέση ισχύος.
Υπό αυτή την έννοια η Γερμανία κληροδότησε στα ευρωπαϊκά όργανα μια αχρείαστη και εντελώς αντιπαραγωγική σχολαστικότητα, που επέφερε τρομακτικές καθυστερήσεις στην εκτέλεση των παραγγελιών. Οι Γερμανοί, οι οποίοι «τα κάνουν όλα καλά», από κοινού με τους Ευρωπαίους κομισάριους που λειτουργούν ως υπάλληλοί τους, έκαναν εντελώς λανθασμένη «ανάγνωση» μεταξύ του βραχυπρόθεσμου οικονομικού οφέλους και του πολυσύνθετου μακροπρόθεσμου κόστους -πολιτικού, οικονομικού και ανθρώπινου- το οποίο επέφεραν τα ατελείωτα παζάρια με τις εταιρίες.
Στην πράξη, όπως προσφυώς παρατηρούσε σε ένα άρθρο με τίτλο «Εμβόλια: Μια απολύτως ευρωπαϊκή πανωλεθρία» ο Paul Krugman των «New York Times» πριν από μερικές μέρες, οι διαδοχικές αποτυχίες «αναπαράγουν ουσιώδη ελαττώματα των θεσμών και της νοοτροπίας τους, συμπεριλαμβανομένης της γραφειοκρατικής και της νοητικής ακαμψίας που μία δεκαετία πριν κατέστησε την κρίση του ευρώ πολύ χειρότερη από όσο έπρεπε να είναι… Οι Ευρωκράτες μοιάζουν να κατατρύχονται από τον ίδιο φόβο, μήπως κάποιος κάπου, είτε οι φαρμακοβιομηχανίες είτε οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, καταφέρουν να τη βγάλουν καθαρή, παίρνοντας κάτι που δεν έπρεπε…».
Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα. Η γερμανική ιδιοτέλεια, ο φαταουλισμός και η πλήρης έλλειψη αλληλεγγύης για τους άλλους παρέσυραν την Ευρώπη σε μια καταστροφική αργοπορία, που συνοδεύτηκε από παλινωδίες και αντιφάσεις γύρω από την ενδεδειγμένη υγειονομική θωράκιση. Στην αρχή το αγγλοσουηδικό εμβόλιο της AstraZeneca… ξίνιζε, επειδή το είχε καπαρώσει ο Μπόρις, αργότερα παρουσίαζε επιπλοκές, μετά ήταν «μια χαρά», γιατί αυτό… είχαμε, και στο τέλος κάθε χώρα κάνει απλώς του κεφαλιού της, γιατί το παιχνίδι εξελίσσεται στο… ο σώζων εαυτόν σωθήτω, και οι Γερμανοί δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη στην κρίση τους.
Μπροστά στη θανατηφόρα πανδημία, που θερίζει ζωές, κλείνει σπίτια και επιχειρήσεις, διαλύει την ψυχολογία των λαών και στο τέλος γκρεμίζει κυβερνήσεις, η «κοινή ευρωπαϊκή πολιτική» ακούγεται ως το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Οι Γερμανοί, που «τα κάνουν όλα τέλεια», βούλιαξαν στα σκάνδαλα της μάσκας, μετρούν πλέον περισσότερους νεκρούς από την Ισπανία, παρέσυραν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα ανεκδιήγητο φιάσκο με τα εμβόλια και παρ’ όλα αυτά έχουν την απαίτηση να «ηγούνται» και να δίνουν μαθήματα χρηστής διακυβέρνησης.
Όμως η κρίση της πανδημίας απέδειξε ότι σε ζητήματα που άπτονται ζωτικού εθνικού συμφέροντος, όπως είναι η δημόσια υγεία (και πολλοί άλλοι τομείς), δεν μπορεί να υπάρξουν ούτε συντονισμός ούτε κοινή πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τη στιγμή που δεν υφίσταται εκλεγμένη ηγεσία της Ε.Ε.
Οι Γερμανοί έχουν επιβληθεί πραξικοπηματικά με τις διάφορες… Ούρσουλες στις Βρυξέλλες και στους υποτελείς τους στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά, με αφορμή την υγειονομική κρίση, απέδειξαν την αδυναμία τους να είναι ηγήτορες στη γηραιά ήπειρο. Στερούνται έμπνευσης, οράματος, καλών προθέσεων για τους διπλανούς τους, αλλά, όπως έδειξε η πανδημία, στερούνται και ικανοτήτων. Δεν τα κάνουν όλα καλύτερα…
Πηγή: newsbreak.gr